Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Σαν μία μποτίλια – κάπου ανάμεσα στην Ύδρα και τον Ατλαντικό – το τελευταίο γράμμα λέει:
«Η αδελφή μου και εγώ, μόλις κηδέψαμε τον πατέρα μου στο Μόντρεαλ. Με την παρουσία μονάχα της στενής οικογένειας και ελάχιστων ισόβιων φίλων, ο πατέρας μας κατέβηκε στη γη, μέσα σ’ ένα αστόλιστο κυπαρισσένιο φέρετρο, δίπλα στη μητέρα και τον πατέρα του. Ακριβώς όπως το ’χε ζητήσει.
«Γράφοντας αυτές τις λέξεις, σκέφτομαι το μοναδικό χαρμάνι της αυτό-υποτίμησης και της αξιοπρέπειας του πατέρα μου, την προσιτή του κομψότητα, το ανεπιτήδευτο χάρισμά του, την παλιομοδίτικη μα τόσο ανδροπρεπή ευγένεια, και τον σφυρηλατημένο, με τα ίδια του τα χέρια, πύργο της δουλειάς του. Είναι, αλήθεια, τόσα πολλά αυτά που θα ήθελα να τον ευχαριστήσω, για τελευταία φορά. Θα ήθελα να τον ευχαριστήσω για την παρηγοριά που πάντοτε προσέφερε, για τη σοφία που μοίραζε, για τις μαραθώνιες συζητήσεις μας, για το εκτυφλωτικό πνεύμα και το χιούμορ του. Θα ήθελα να τον ευχαριστήσω που μου δώρισε και με δίδαξε ν’ αγαπώ το Μόντρεαλ και την Ελλάδα.
«Και θα τον ευχαριστούσα για τη μουσική – πρώτα για τη μουσική που με παράσυρε σαν παιδί, και τελικά για το προνόμιο να μπορώ να φτιάχνω μουσική, μαζί του. Σας ευχαριστώ για τα ευγενικά σας μηνύματα, τη συμπάθεια που μας περιβάλλατε, και την αγάπη σας.»
Με αυτό το σύντομο γράμμα αποχαιρέτησαν τον πατέρα, ο Adam και η Lorca, τα δύο παιδιά του Leonard Cohen. Με λίγα απέριττα λόγια, προσεκτικά γραδαρισμένα, όπως ακριβώς ήταν και τα μετρημένα ακόρντα του αγαπημένου τροβαδούρου ∙ ένα γράμμα, σε μία μποτίλια στο ανοιχτό πέλαγος, για να φυλάει όχι τόσο το «αποτύπωμα» του καλλιτέχνη, όσο τα λόγια, τις σκέψεις, και τα συναισθήματα που γεννήθηκαν με τις μπαλάντες του.
Συνεσταλμένος, μα και εγκάρδια διαχυτικός. Παλιομοδίτης, αλλά καθόλου αφυδατωμένος. Ρομαντικός, κι όμως ανδροπρεπής. Χωμάτινος, μα και μεταφυσικός. Δωρικός στο ύφος, αλλά διεισδυτικός. Ξεχωριστός για τη χαρισματική του σκέψη, μα και ανάλαφρος για το κομψό του χιούμορ. Άνθρωπος με βιωμένη σοφία, αλλά συνάμα τόσο προσιτός: «Να βλέπεις τα σοβαρά σαν αστεία, και τα αστεία σαν σοβαρά», όπως λέει η βίβλος των Σαμουράι, στην ταινία Ghost Dog ∙ περίπου όπως θα έλεγε, υποθέτω, και ο Βουδιστής δάσκαλός, |Roshi… Η τέχνη να εναρμονίζεις δύο φαινομενικά αντίθετα μεταξύ τους πρόσωπα ∙ πρώτα στη ζωή, κι ύστερα στη μουσική.
Κάθε φορά που με πλημμύριζε ο Νόστος των σχεδόν παιδικών τραγουδιών του, περίσσευε, ιδίως στην εφηβεία, και μία γλυκόπικρη απορία: Τι φανερώνει, άραγε, εκείνο το «First we take Manhattan, then we take Berlin”; Πίσω από το “Dance me to the end of love”, κρύβεται ένα φλογερό, ερωτικό πάθος ή μήπως μία μακάβρια ιστορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης; Για να μείνω μόνο στα πιο γνωστά… Απορίες, που εν τέλει κοπάζουν, όταν στο φινάλε του έργου απομένει η «εξωφρενική» εσωστρέφεια των στοχασμών του:
«Τα αντικείμενα των επιθυμιών σου, διαρκώς σε εγκαταλείπουν. Υπάρχει μία σοφία, ένας δρόμος που, αν τον πλησιάσεις, τότε μπορείς ν’ απελευθερώσεις τον εαυτό σου από την υπερένταση και τον πόνο να υποφέρεις, πως πάντα υπάρχει μία άλλη ζωή που θα είναι καλύτερη, πάντα υπάρχει ένας δρόμος που θα ήταν καλύτερος, πάντα θα υπάρχει ένας εραστής που θα ήταν καλύτερος – αυτή η ιδέα πως πάντα υπάρχει κάτι, που πρέπει να γραπωθείς πάνω. Όλοι σχεδόν νοσούν, λίγο πολύ, από αυτή την αίσθηση του ανεκπλήρωτου, του ανικανοποίητου, ανεξαρτήτως από όσα διαθέτεις…
«Δεν ξέρω ποιο από τα δύο είναι το πιο πικρό, να έχεις λίγα ή πολλά; Δεν υπάρχουν κάποια στάνταρτ για να κρίνουμε ποιος υποφέρει περισσότερο. Συνήθως οι άνθρωποι υποφέρουν από την αίσθηση πως κάτι έχει περισσέψει, κάτι έχει απομείνει ακατόρθωτο, ανείπωτο, απλησίαστο, αδιόρθωτο, αβίωτο, δίχως να το έχεις νιώσει.
«Οι περισσότεροι στο Δυτικό κόσμο δεν έχουν βιώσει φυσικές καταστροφές, αλλά το σύνηθες είναι οι απώλειες στο ύψος της καρδιάς: δεν έχουμε νιώσει αρκετή αγάπη ή δεν έχουμε πάρει αρκετή αγάπη.»
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 19.11.2016
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.