Του Σίμου Ανδρονίδη
Με άρθρο-ανάλυση, το γερμανικό περιοδικό ‘Spiegel’,[1] εστιάζει στην περίπτωση των νέων ‘εργαζόμενων φτωχών’ (‘working poor’), στην κρισιακή Ελλάδα, στον ακόμη κρισιακό ελληνικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, ανασύροντας στην επιφάνεια τους εργασιακούς όρους & τις εν γένει συνθήκες διαβίωσης τους..
Ουσιαστικά, επρόκειτο για μία ‘μελέτη’ περιπτωσιολογίας (με αναφορά σε τρεις περιπτώσεις νέων εργαζόμενων) από πλευράς του ‘Spiegel’, διαμέσου της οποίας δύναται να αναδείξει τις πλαισιώσεις μίας ορατής όσο & ‘αόρατης’ διαδικασίας κοινωνικής φτωχοποίησης: μία διαδικασία που εγκολπώνεται τις νεότερες γενιές της ύστερης Μεταπολίτευσης, διαρρηγνύει εννοιολογικά όσο και πρακτικά το αντικείμενο της εργασίας καθώς και την εργασία την ίδια, φέρει τους συμβολισμούς των ‘ευέλικτων’ εργασιακών σχέσεων, των χαμηλών μισθών, που, την περίοδο της κρίσης του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού, προσφέρονται πολλές φορές έναντι της ‘ανοίκειας’ ανεργίας..
Η προσίδια διαδικασία της κοινωνικής φτωχοποίησης (και με όρους ‘σταθερής’ εργασίας, αναφέρει το ‘Spiegel’), σημαντικού μέρους της κατηγορίας των νέων ‘εργαζόμενων φτωχών’ (που δεν αποτελούν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο), προσδιορίζει και υπερ-προσδιορίζει παράλληλα τις ευρύτερες μνημονιακές σημάνσεις διαχείρισης μίας οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης που διαρκεί στο έκκεντρο παρόν, ανακαλώντας τους όρους της καθημερινής διαβίωσης: ο μηνιαίος μισθός ‘εργαζομένων φτωχών’ αρκεί μετά βίας για την κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών, αναπλαισιώνοντας την κοινωνική φτωχοποίηση ως τρέχων υπόδειγμα στο παρόν, τάση που τους θέτει στο συμβολικό επίκεντρο.
Εκεί όπου η κρίση προσδιορίζεται με όρους κοινωνικής ανθρωπινότητας, αναδιανομής πλούτου και ‘νέας’-συγχρονικής συσσώρευσης (με ιδιαίτερα σημαντικό τον ρόλο των ιδιωτικοποιήσεων–υφαρπαγών- περιφράξεων γης), καθώς και με όρους υλικής αποστέρησης που υπεισέρχεται στο πεδίο του κοινωνικού μετασχηματίζοντας το προς την κατεύθυνση του διφυούς σχήματος του ‘ούτε-ούτε’.
Ούτε πλήρως εργαζόμενοι, κινούμενοι στη ‘γκρίζα’ ζώνη, στο κοινωνικό ‘λυκόφως’ της εργασιακής μερικότητας (αλλά και της εντατικοποίησης), ούτε αμειβόμενοι με τρόπο που θα υπερβαίνει τα ‘στεγανά’ της παραμονής στην οικογενειακή εστία, κάτι που επηρεάζει την ενδο-οικογενειακή δομή: από το παιδί πάλι στο παιδί, στην ‘τελετουργία’ της στέγης πάνω από την κεφαλή, στο ‘φαλλό’-οικογένεια, από την ‘ελευθερία’ πίσω στη ‘μήτρα’, που δεν ‘προστατεύει’ απλά, αλλά αναδεικνύει την κρισιακή κανονικοποίηση και τους όρους της.. Ο βίος αναλίσκεται στη ‘φαντασμαγορία’ της εξασφάλισης της διαβίωσης, προσιδιάζοντας προς την συγκρότηση ενός ‘καθεστώτος’ αποστέρησης που, ζητά και εκβάλλει στο ‘όχι σε κάτι άλλο’..
Οι σύγχρονοι ‘working poor’, διαμεσολαβούν αντιφάσεις, λειτουργούν ως ένα ιδιαίτερο κοινωνικό ‘υπόστρωμα’, ενέχουν τις σημάνσεις της δικής τους εργασιακής ‘αλήθειας’, ‘ενσαρκώνουν’ τις μεταβολές που έχουν επέλθει στις εργασιακές σχέσεις, ανασημαίνοντας παράλληλα την οριακότητα της ένταξης στην εργατική τάξη ή στις νέες μερίδες της μικροαστικής τάξης, και βιώνοντας τις εκφάνσεις της καθημερινής αξιολόγησης, της εκμετάλλευσης η οποία ‘εγγίζει’ το ευρύτερο πλαίσιο της μνημονιακής βιο-πολιτικής αξίωσης..
Εργαζόμενοι οι οποίοι βιώνουν τις εγκάρσιες τομές που έχουν προκληθεί πάνω στο πεδίο της μεταπολιτευτικής ιστορικότητας, που λειτουργεί και ως το ‘αντεστραμμένο είδωλο’ του ‘τώρα’: η διαδικασία της κοινωνικής ‘εκκαθάρισης’ έναντι και για την πρότερη Μεταπολιτευτική ‘σπατάλη’ & ‘ασυδοσία, εκεί όπου επιτελούνται επάλληλοι μνημονιακοί μετασχηματισμοί που δύνανται να άρουν αυτό που από διάφορους θεσμούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς προσδιορίζεται ως Μεταπολιτευτική & υπερβολική ‘καλοζωία’.
Ο «υλικός βιόκοσμος»[2] (Νίκος Φωτόπουλος) μεταβάλλεται με ταχείς ρυθμούς, ενώ, την ίδια στιγμή συναρθρώνεται με τον αστερισμό, με την προβληματική της μη-εναλλακτικής: ‘οτιδήποτε άλλο, οδηγεί στην άβυσσο’..
Η εργασία των ‘φτωχών εργαζόμενων’ ‘εξατομικεύεται’, αλλάζει χέρια, το αντικείμενο των σπουδών τείνει προς την ‘κατάτμηση’ του, μετατοπιζόμενο σε διάφορες κατευθύνσεις, σε διάφορες και σε ‘άλλες’ εργασίες, κάτι που συμβάλλει στην διεύρυνση και στο ‘βάθεμα’ των όρων ‘πώλησης’ της εργασιακής δύναμης και εκμετάλλευσης/απ-αλλοτρίωσης, την ίδια στιγμή που οι αποκτηθείσες δεξιότητες αίρονται κάπου μεταξύ εργοδοτικής αναγκαιότητας & προσίδιας αιτιότητας: ‘κάτι άλλο απλά δεν είναι συμβατό με τους δείκτες και με τις τάσεις της αγοράς’..
Η εργασιακή νεότητα ‘επικοινωνεί’ με τους συμβολισμούς της θεωρούμενης ‘ευμάρειας’, με τις συνηχήσεις του Παγκάλειου υποδείγματος, ”Μαζί τα φάγαμε”, φέροντας ή και ‘εδαφικοποιώντας’ την εμμένεια της ‘γενεαλογίας’ του ιστορικά υπαρκτού, το οποίο και επανεπινοεί τα χαρακτηριστικά-όψεις του εργασιακά ορατού, καθώς και τον ιδιαίτερο κύκλο της κρισιακής εργασιακής φοράς: μισός μισθός έναντι φόβου, μεταβολή & παγίωση του ‘νέου’ συσχετισμού ταξικής ισχύος-δυναμικής, ατομικές συμβάσεις, εργασία δίχως ασφάλιση η οποία ‘καρπώνεται’ τον χρόνο και δύναται να εκ-βάλλει σε μία μακρά εργασιακή ‘αποτελμάτωση’, στο πεδίο της ύστερης μη-ανταμοιβής στον άμεσο και μη ορίζοντα..
Η κρίση επι-φέρει και την κοινωνική της πολλαπλότητα..Εντός των συμβολισμών της ‘επιστροφής’ στην ανάπτυξη & της ‘καθαρής’ εξόδου από τα Μνημόνια το καλοκαίρι του 2018, όπως αναφέρει και σημαίνει πολιτικά-ιδεολογικά το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ενσκήπτει η αναπαραγωγή της κρίσης, η πολιτική-ιδεολογική διαχείριση της, το ίδιο το Μνημόνιο δίχως το Μνημόνιο.. Σύνθετα, η πρακτική καθημερινότητα μεταβάλλεται..
Τα γενεακά υποκείμενα της ύστερης Μεταπολίτευσης, καθίστανται τα ‘σύμβολα’ του ‘μύθου’ της, της τάσης κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής της ‘απονέκρωσης’, οι ‘εργαζόμενοι φτωχοί’, μίας αληθινής ιστορικής εποχής.. Επρόκειτο για μία ευρύτερη διαδικασία ομολογίας της Νιτσεϊκής ‘ενοχής’ (‘Schuld’ στην γερμανική γλώσσα), ‘ενοχής’ για αυτό που έλαβε χώρα (το πολιτικά ηθικοπλαστικό ”μαζί τα φάγαμε”), που ο Σάββας Μιχαήλ, αναφερόμενος στην ελληνική περίπτωση, την αποδίδει με ενάργεια: «Μνησικακία», «Ένοχη συνείδηση», «Ασκητικό ιδεώδες».[3]
Oι φωνές από το παρόν ‘εξεγείρονται’, αναζητούν.. Όπως αναφέρει ο Νίκος Φωτόπουλος: «Η «ύστερη», «ρευστή», ή ακόμη και «η μετά» νεωτερική εποχή που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση θεμελίωσε, αναδεικνύοντας στο επίκεντρο του κοινωνικού στοχασμού θεωρίες περί ”τέλους της ιστορίας” ή περί ”τέλους των ιδεολογιών” επαναφέρει το πλαίσιο μιας νέας κυριαρχίας/χειραγώγησης, το οποίο δεν εμφανίζεται μόνο σε πνευματικού ή έξω-οικονομικού χαρακτήρα θεσμικά πεδία, αλλά και σε καθαρά υλικού τύπου διαμεσολαβήσεις».[4]
Αυτό το ιδιαίτερο κοινωνικό υπόστρωμα εγκολπώνεται την τρέχουσα κρισιακή ιστορικότητα, επιφέροντας παράλληλα τις εκφάνσεις μίας μαζικής επισφάλειας, επισφάλεια που φέρει το μετέωρο κοινωνικό βήμα την ίδια στιγμή που κινείται μεταξύ ‘ανοίκειας’ ανεργίας & απασχόλησης με δυσμενείς όρους (και με όρους ανασφάλιστης εργασίας) όροι που μεταβάλλουν την ίδια την κοινωνική σύνθεση-γεωγραφία του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού..
Η ως άνω κατηγορία των ‘εργαζόμενων φτωχών’, οι όροι της καθημερινής διαβίωσης της πλαισιώνουν & αναπλαισιώνουν τις όψεις των μεταβολών που έχουν επέλθει στις εργασιακές σχέσεις, και στον ιδιωτικό τομέα, εκεί όπου, την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όπως αναφέρει ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, «το εργασιακό κόστος μειωνόταν κατακόρυφα τόσο λόγω της μείωσης του κατώτατου μισθού όσο και λόγω της μείωσης του χρόνου της μετενέργειας».[5]
Οι ‘εργαζόμενοι φτωχοί’ επιτελούν την πραγμολογική-χωρική συνάρθρωση της άλλοτε, στην ιστορική περίοδο της Σοσιαλδημοκρατικής και μη συναίνεσης, αντίθεσης: πλέον, και εργαζόμενοι αλλά και φτωχοί.. Εργαζόμενοι/ες που καθίστανται δέκτες των βαθύτατων μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα, δέκτες της διαδικασίας πολιτικής κανονικοποίησης της επισφάλειας ή της διαδικασίας εμπρόθετης προβολής των όρων και των ορίων της επισφαλειοποίησης..
Το εν Ελλάδι κρισιακό εργασιακό υποκείμενο, ‘ανασυγκροτείται’ υπό το πρίσμα της αστάθειας, υπό το πρίσμα της άνισης κατανομής του κρισιακού ‘χωροχρόνου’..
Όπως επισημαίνει η Judith Butler: «Οι υποκειμενικές και συγ-κινησιακές εκφάνσεις της επισφαλειοποίησης περιλαμβάνουν το βιωμένο αίσθημα της επισφάλειας, το οποίο μπορεί να συναρθρωθεί με μια κλονισμένη αίσθηση για το μέλλον και ένα οξυμένο αίσθημα αγωνίας για ζητήματα όπως η αγωνία και η θνητότητα (ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει ασφάλιση υγείας ή όταν οι δύσκολες συνθήκες της εργασίας και το εντονότερο άγχος συγκλίνουν εξασθενίζοντας το σώμα)».[6]
Στο ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, στους χρόνους της απολεσθείσας ‘ευμάρειας’, ενσκήπτει ο εμπράγματος στοχασμός των Deleuze και Guattari που κινείται στην οριακότητα της μετουσίωσης του σε δράση: «Να διαγιγνώσκεις τα γίγνεσθαι στο κάθε παρόν χωριστά που περνά».[7]
[1] Βλέπε σχετικά, ‘Spiegel: Δημιούργημα των δανειστών οι νέοι σπουδασμένοι «working poor» της Ελλάδας’, Tvxs.gr, 04/11/2017, https://tvxs.gr/news/ellada/spiegel-dimioyrgima-ton-daneiston-oi-neoi-spoydasmenoi-working-poor-tis-elladas.
[2] Βλέπε σχετικά, Φωτόπουλος Νίκος, ‘Μαζική κουλτούρα και ηγεμονία στην εποχή της κρίσης. Χειραγώγηση και ανορθολογισμός σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης’, στο: Βαμβακίδου Ιφιγένεια, Καλεράντε Ευαγγελία & Σολάκη Ανδρομάχη, (επιμ.), ‘Από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ στο τερατώδες είδωλο της Ευρώπης. Οι παθογένειες του καπιταλιστικού συστήματος’, Εκδόσεις Επέκεινα, Τρίκαλα, 2016, σελ. 284.
[3] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Ουτοπία της εμμένειας. Η Επανάσταση στους Deleuze και Guattari’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 299.
[4] Βλέπε σχετικά, Φωτόπουλος Νίκος, ‘Μαζική κουλτούρα και ηγεμονία στην εποχή της κρίσης. Χειραγώγηση και ανορθολογισμός σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης…ό.π.,’ σελ.284.
[5] Βλέπε σχετικά, Σακελλαρόπουλος Σπύρος, ‘Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα’, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2014, σελ. 80.
[6] Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά & Μπάτλερ Τζούντιθ, ‘Απ-αλλοτρίωση. Η επιτελεστικότητα στο πολιτικό’, Μετάφραση: Κιουπκιολής Αλέξανδρος, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2016, σελ. 72.
[7] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Ουτοπία της εμμένειας…ό.π.,’ σελ. 297.