του Νικήτα Φεσσά
Αξιοπρεπές και καλοφτιαγμένο σίκουελ της θρυλικής χαμηλού κόστους ταινίας ‘slasher’ του Τζων Κάρπεντερ που αγνοεί τα εννέα αμφιβόλου ποιότητας κεφάλαια που ακολούθησαν (και δυο εκ των οποίων έχει σκηνοθετήσει ο Rob Zombie), αλλά που δεν προσθέτει και το ίδιο κάτι ιδιαίτερο στην εν λόγω μυθολογία.
Σαράντα χρόνια μετά την τραυματική εμπειρία που είχε με τον διαβόητο σιωπηλό δολοφονικό ψυχοπαθή με την iconic μάσκα (η ‘φάτσα’ του ηθοποιού William Shatner σε λαστιχένια μορφή βάφτηκε λευκή για τις ανάγκες της ορίτζιναλ ταινίας), η δυναμική μπέιμπι σίτερ Laurie Strode (γκριζαρισμένη, ατρόμητη, και πάνοπλη η Τζέιμι Λι Κέρτις ως άλλη Λίντα Χάμιλτον στον Εξολοθρευτή — ειρήσθω εν παρόδω, θα επιστρέψει και αυτή μετά από 35 χρόνια στο αντίστοιχο franchise) έχει μεγαλώσει και έχει γίνει badass γιαγιά που ζει αποξενωμένη από την οικογένειά της, η οποία τη θεωρεί παρανοϊκή. Σύντομα, ωστόσο, θα της δοθεί η ευκαιρία να πάρει ‘εκδίκηση’ για το ‘gaslighting’ που έχει φάει για δεκαετίες, καθότι ο Μπαμπούλας (ο Nick Castle – περίπου – επιστρέφει στον ρόλο, καθώς μοιράζεται τις σκηνές μαζί με νεότερο ηθοποιό) είναι αληθινός, και παραμένει απέθαντος.
Η ταινία του χαμαιλεοντικού David Gordon Green έχει τις ευλογίες του μετρ Κάρπεντερ (ο οποίος επιστρέφει – με τη βοήθεια του υιού του — με το φοβερό ορίτζιναλ μουσικό θέμα του), ενώ αποτίει φόρο τιμής και κάνει νοσταλγικές νύξεις (οι τίτλοι αρχής, τα υποκειμενικά πλάνα, κλπ.) στο φιλμ του ’78, αλλά ταυτόχρονα απομακρύνεται από εκείνο στην τσαπατσούλικη ημι-απόπειρα ψυχολογικοποίησης/ψυχιατρικοποίησης του σίριαλ κίλερ Michael Myers, ο οποίος αρχικά παρουσιάζεται ως βουβός Χάνιμπαλ Λέκτερ (που κουράρεται αντιστοίχως από γιατρό που βρίσκει σκοτεινά συναρπαστική την περίπτωσή του).
Επιπλέον, η νέα ταινία αντικαθιστά (με αμφίβολα αποτελέσματα) τον υποδόριο ψυχολογικό τρόμο του Κάρπεντερ με αχρείαστο gore (η σκηνή όπου συνθλίβεται κρανίο κάτω από τη μπότα του δολοφόνου ανήκει περισσότερο σε ταινία του S. Craig Zahler, ή του Eli Roth).
Παράλληλα, πολλοί από τους χαρακτήρες εξαφανίζονται σχεδόν αμέσως, προκειμένου η δράση και τα ‘thrills’ του είδους (όπως έχει μετεξελιχθεί) να έρθουν πιο γρήγορα.
Κάποιες από τις σκηνές – κυρίως η τελευταία, με την πολυαναμενόμενη αναμέτρηση γυναικών που ανήκουν σε τρεις διαφορετικές γενιές απέναντι στη μυθική, αρχετυπική ενσάρκωση μιας δολοφονικά φαλλικής αρσενικότητας — λειτουργούν καλύτερα. Άλλες, κυρίως αυτές όπου ο σκηνοθέτης και οι σεναριογράφοι δανείζονται από κλισέ άλλων γνωστών ταινιών του είδους (βλ. ανοίκειες κούκλες βιτρίνας, ψυχίατροι με διφορούμενα κίνητρα), μοιάζουν εκτός τόπου.
Επιπλέον, με τόσον real-life (τουτέστιν, εκτός μεγάλης οθόνης) τρόμο που έχουν βιώσει οι Δυτικές κοινωνίες στις τέσσερις δεκαετίες που μεσολάβησαν (κάτι που αναφέρουν και κάποιοι από τους νεαρότερους χαρακτήρες στην ταινία), η όψη του Myers (σε αντίθεση , π.χ., με τις μάσκες του The Purge) μοιάζει σχεδόν καθησυχαστική, και ως κάτι νοσταλγικά οικείο.
Συνοπτικά λοιπόν: σποραδικά διασκεδαστική, η ‘νέα’ βερζιόν του Halloween ξεχνιέται αμέσως — σε αντίθεση με το ορίτζιναλ φιλμ, που σε έκανε να δυσκολεύεσαι να κλείσεις μάτι αμέσως μετά. Τούτων ρηθέντων, η εισπρακτική επιτυχία καθιστά, ευτυχώς ή δυστυχώς, αναπόφευκτη μια – ή πολλές—συνέχειες.
Βαθμολογία 3/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Τρία Αστέρια για τη φιλοξενία