Πρέπει να είναι περίπου είκοσι χρόνων ή λίγο παραπάνω. Τον γνώρισα εχθές, αλλά είναι πιθανό να μην τον συναντήσω ποτέ ξανά. Όμως, αυτό που έζησα κοντά του μέσα σε μερικές ώρες θα το θυμάμαι.
Άγνωστο πώς ακριβώς, ο Χαλντούν έφτασε με βάρκα στη Λέρο. Δεν χρειάζεται να επεκταθώ, αλλά φαντάζομαι πως το ρίσκο και μόνο που πήρε να μπει στη βάρκα, ένας άνθρωπος που εκ των πραγμάτων δεν έχει καμία πιθανότητα να κολυμπήσει, αποδεικνύει περίτρανα και το μέγεθος της ανάγκης να φύγει από την κατεστραμμένη χώρα του, κάτι που πολλοί αμφισβητούν. Προφανώς οι πιθανότητες επιβίωσης ενός ανθρώπου με αναπηρίες είναι μεγαλύτερες αν επιλέξει αυτό το επικίνδυνο ταξίδι παρά την παραμονή στον τόπο του.
Τον βρήκε κατάχαμα και σε δεινή κατάσταση ένας Νορβηγός, ο Barney που ζει στη Λέρο, χωρίς καροτσάκι, λερωμένο επειδή δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Διηγήθηκε στον Barney πως στη Συρία τον είχαν φυλακίσει και ταλαιπωρήσει, αλλά κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς γιατί και πώς, εφόσον η επικοινωνία μαζί του γινόταν μ’ ένα τάμπλετ μέσω του Google translate. Μια επικοινωνία ιδιαίτερα δύσκολη κι ο Χαλντούν ήταν ιδιαίτερα τρομαγμένος κι εμφανώς ταραγμένος. Ο Barney τον σήκωσε, τον φρόντισε, του αγόρασε καρότσι και τον έφερε στην Αθήνα. Εκεί του εξασφάλισε προσωρινή φιλοξενία, βοηθώντας αυτός κι ένας φίλος του να καλύπτονται όλες οι καθημερινές του ανάγκες, φαγητό και καθαριότητα.
Ο Χαλντούν έχει μια αδελφή που ζει στο Βερολίνο και ο στόχος του είναι να πάει κοντά της το γρηγορότερο. Από τη στιγμή που βρέθηκαν στην Αθήνα άρχισε ένας γύρος επισκέψεων σε διάφορες πρεσβείες: γερμανική, νορβηγική, φινλανδική… καμία δεν μπορούσε να βοηθήσει και δεν αναλάμβανε την παραμικρή ευθύνη για να κάνει το ταξίδι του ασφαλέστερο. Έπρεπε, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, ο Χαλντούν να περάσει όλα τα σύνορα, παρανόμως προφανώς και με δική του ευθύνη, από εδώ μέχρι τη βόρεια Ευρώπη, για να αιτηθεί άσυλο στη χώρα που ήθελε να πάει, τη Γερμανία.
Πώς θα το κάνει αυτό ένας ανάπηρος, ουδείς ενδιαφέρθηκε να ξέρει. Αλλά αυτό δεν ήταν όλο: πληροφόρησαν τον Barney πως δεν μπορεί να φιλοξενεί και να μεταφέρει τον Χαλντούν, διότι θα μπορούσε να θεωρηθεί διακινητής, αλλά και θα είχε και ποινικές ευθύνες αν του συνέβαινε κάτι. Ο Barney άρχισε να ψάχνει για βοήθεια μέσω των κοινωνικών δικτύων. Ήταν αδύνατο να φροντίζει, ταϊζει και φιλοξενεί τον Χαλντούν επ’ αόριστον.
Το μήνυμα για βοήθεια έφτασε εχθές το μεσημέρι σε μένα, μέσω φίλων, και σκέφθηκα να μεσολαβήσω για να διευκολύνω την μεταφορά του στο ανοιχτό κέντρο φιλοξενίας στον Ελαιώνα, όπου θα είχε κάπου να μείνει, φαγητό, ιατρική φροντίδα , πρακτική βοήθεια και παρέα, ενώ θα ήταν ελεύθερος να κυκλοφορεί. Θα έμενε εκεί για όσο καιρό του χρειαζόταν να προετοιμάσει, με τη βοήθεια μικρής ομάδας φίλων του, καλύτερα το ταξίδι του, ίσως μέσα από κάποιο πρόγραμμα οικογενειακής συνένωσης ή με κάποιον άλλο νομικά εφικτό τρόπο, πάντως πιο ασφαλή από τη διάσχιση συνόρων. Τηλεφώνησα στην υπεύθυνη του Ελαιώνα. Με χαρά θα τον δέχονταν και θα τον φρόντιζαν όσο μπορούσαν καλύτερα. Θα έμενε προσωρινά μαζί με άλλον έναν πρόσφυγα σε αναπηρικό καροτσάκι. Όλα ήταν έτοιμα.
Από την αρχή ήταν καχύποπτος. Δέχτηκε μετά από πολλή κουβέντα να πάει στον Ελαιώνα μόνον για να δει με τα μάτια του πώς είναι, ώστε να αποφασίσει μετά αν θα μείνει εκεί. Απειλούσε να φύγει κατευθείαν για τα σύνορα μόνος του. Μέσα από έναν πολύ δύσκολο διάλογο, μέσω του Google, προσπαθούσαμε να τον πείσουμε πως δεν ήταν καλή ιδέα να βιαστεί τόσο και να διακινδυνεύσει τη ζωή του στα συρματοπλέγματα.
Προσπαθούσαμε να τον πείσουμε πως στον Ελαιώνα θα ήταν ασφαλής και δεν θα σήμαινε καθόλου πως τον εγκαταλείπουμε, θα τον βοηθούσαμε μέχρι να βρεθεί λύση. Ο Ελαιώνας δεν είναι κέντρο κράτησης, αλλά φιλοξενίας, η ελευθερία του θα ήταν εξασφαλισμένη, τονίζαμε ξανά και ξανά. Θα είχε και ειδική φροντίδα από τους γιατρούς, κάτι που ασφαλώς είχε ανάγκη.
Με μισή καρδία ο Χαλντούν δέχθηκε τελικά να μπει στο ταξί. Μόλις αντίκρυσε τους αστυνομικούς έξω από το κέντρο φιλοξενίας ο Χαλντούν άλλαξε γνώμη. Τώρα προφανώς πίστεψε πως τον είχαμε οργανωμένα εξαπατήσει: τον πηγαίναμε φυλακή! Πήρε το καροτσάκι του και με τα δυνατά κι εξασκημένα μπράτσα του να γυρίζουν τις ρόδες βάλθηκε να κατηφορίζει το δρόμο να φύγει. Φορτηγά και νταλίκες τον προσπερνούσαν, κινδύνευε να τον πατήσουν. “Νο, nο!” φώναζε.
Οι φίλοι του τον ακολούθησαν κι εγώ έτρεξα μέσα αλαφιασμένος να βρω διερμηνέα. Εκείνη τη στιγμή διερμηνέας δεν υπήρχε, άλλα έτρεξαν να βοηθήσουν την κατάσταση, τόσο η υπεύθυνη του χώρου όσο μια άλλη κυρία από την Ύπατη Αρμοστεία και παλέψαμε να τον πείσουμε να περιμένει μέχρι να φτάσει εκεί ο αραβόφωνος διερμηνέας.
Η αναμονή ήταν δύσκολη και αγωνιώδης. Η καχυποψία του γινόταν όλο και πιο έντονη όσο κι αν του εξηγούσαμε πως η αστυνομία δεν ήταν εκεί για να παρέμβει σε κάτι ή να του στερήσει την ελευθερία, παρά μόνο να εξασφαλίζει ασφάλεια στο χώρο. Δεν ήταν παγίδα, του ζητάγαμε να μας πιστέψει, χωρίς καν να έχουμε στο δρόμο που βρισκόμασταν ούτε τη βοήθεια του Google.
Κάθε τόσο έκανε απόπειρες να απομακρυνθεί κι άλλο με το καροτσάκι. Μόνος, με ελάχιστα χρήματα, χωρίς φορτιστή για το κινητό του, χωρίς να γνωρίζει κανέναν, ένας άνθρωπος με ειδικές ανάγκες τι θα μπορούσε να κάνει στους άγνωστους δρόμους; Όταν είχαμε πια φτάσει στα 150 μέτρα από την είσοδο του κέντρου φιλοξενίας, ήρθε και μας βρήκε ο Μαχμούτ, ο διερμηνέας.
Με μεγάλη υπομονή του εξήγησε τα πάντα, με κάθε λεπτομέρεια και διευκόλυνε την επικοινωνία μας μαζί του. Καθησυχάστηκε μόνο στο βαθμό να δεχθεί να περάσει μέσα στο χώρο, για να δει και να αποφασίσει. Ο διερμηνέας του εξήγησε πως αυτή ήταν η καλύτερη λύση που είχε προς το παρόν για την κατάσταση και πως με λίγη υπομονή θα έβρισκε τον καλύτερο τρόπο να ταξιδέψει. Θα ψάχναμε τις οργανώσεις και τις δομές ώστε να του βρούμε καλύτερο ακόμη σπίτι.
Αλλά θα έπρεπε να κάνει λίγη υπομονή, όπως όλοι. Όμως ο Χαλντούν δεν είχε πειστεί ακόμη. Φοβόταν πως θα παγιδευόταν στην Ελλάδα κι ότι δεν θα κατάφερνε ποτέ πια να φτάσει στην αδελφή του στο Βερολίνο. Δεν είχαμε προλάβει να περιηγηθούμε ακόμη στο χώρο, δεν είχαν περάσει λίγα λεπτά της ώρας που είχαμε μπει κι αρχίσει την κουβέντα και ο Χαλντούν, εμφανώς και πάλι ταραγμένος, ζήτησε να ξαναβγεί. Ουδείς είχε το δικαίωμα να του αρνηθεί.
Η πύλη άνοιξε όταν την πλησίασε και πέρασε έξω μόνος με το καροτσάκι. Κοιτάζαμε αμήχανοι, ανήμποροι να παρέμβουμε: είχαμε εξαντλήσει κάθε μέσο πειθούς. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι άλλο μας έμενε να κάνουμε. Ο εξαναγκασμός δεν ήταν νομικό μας δικαίωμα, όσο για το ηθικό μας συναίσθημα αυτό ήταν σε πανικό. Να τον αφήσουμε μόνο; Όχι. Να τον πάρουμε με το ζόρι; Όχι. Τι δεν είχαμε κάνει σωστά; Οι ενοχές μας περιτριγύριζαν.
Περιμέναμε αρκετές ώρες, μήπως και άλλαζε γνώμη κι επέστρεφε. Μόνος, με ελάχιστα χρήματα, χωρίς φορτιστή για το κινητό του, χωρίς να γνωρίζει κανέναν, ένας άνθρωπος με ειδικές ανάγκες τι θα μπορούσε να κάνει στους άγνωστους δρόμους; Πού θα πάει; Σε τι καταστάσεις μπορεί να μπλέξει; Βγήκα έξω και με τη μοτοσικλέτα μου κι άρχισα να ψάχνω τους δρόμους μήπως και τον εντοπίσω κάπου. Αποδείχτηκε μάταιο. Είχε απομακρυνθεί αρκετά ή κρυφτεί. Φύγαμε με βαριά καρδιά και έφτασα στο σπίτι μου κατάκοπος. Θα ειδοποιούσαμε ο ένας τον άλλον, μόλις υπήρχε κάποιο νέο, όποιο κι αν ήταν αυτό.
Κατά τις οκτώ το βράδυ μου τηλεφώνησε ο Barney. Ο Χαλντούν είχε συναντήσει κάποιους Σύρους κι είχε αναχωρήσει μαζί τους για τα σύνορα. Σύμφωνα με έναν φίλο μου ψυχίατρο, στον οποίο διηγήθηκα το περιστατικό σήμερα (την επαύριο του συμβάντος), ο Χαλντούν ξέρει να επιβιώνει. Έχει περάσει αρκετά στη ζωή του και έχει βρει το δικό του τρόπο.
Ας του ευχηθούμε καλή τύχη. Όσο για το τι σημαίνει όλη αυτή η τραγωδία για την εποχή που ζούμε και τον πολιτισμό μας δεν θα επεκταθώ. Πάντως, πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να απαλύνουν τον πόνο με κάθε τρόπο που έχουν στη διάθεσή τους. Συχνά, όμως, φτάνουν στα όριά τους. Το πρόβλημα είναι τεράστιο και θα χειροτερέψει.