Ήταν εκείνος ο λόφος έξω απ’ τη Χώρα. Κι η ανηφόρα, τριακόσια μέτρα όλα κι όλα. Ένας έμπειρος ποδηλάτης δεν θα το σκεφτόταν καν, θα την ανέβαινε χωρίς να κατεβάσει ταχύτητα. Όμως μ’ ένα πακέτο τσιγάρα και πέντε μεγάλες μπύρες το προηγούμενο βράδυ η ανηφόρα γινόταν πρόκληση.
Δούλευα Αύγουστο μήνα στο νησί, σπαστό ωράριο κι ατέρμονο. Πέντε ώρες το πρωί κι όσες χρειαζόταν απ’ το απόγευμα ως το βράδυ. Κι όμως, παρά την κούραση, στο τρίωρο διάλειμμα δεν πήγαινα να ξεκουραστώ, να κοιμηθώ, να δω τηλεόραση. Έπαιρνα το ποδήλατο, μεσημεριάτικα, κι έφευγα για την παραλία του Άι Προκόπη.
Μπροστά απ’ το αεροδρόμιο είχε το τελευταίο ίσιωμα, μια μεγάλη ευθεία, όπου προσπαθούσα να αναπτύξω ταχύτητα. Τα πρώτα εκατό μέτρα της ανηφόρας ήταν εύκολα, βοηθούσε η αδράνεια της ύλης. Ένα σώμα με ταχύτητα δεν μπορείς να το σταματήσεις. Τα υπόλοιπα διακόσια ήταν η δοκιμασία.
Το χειρότερο που μπορούσα να κάνω, η υπέρτατη προδοσία, ήταν να κατέβω απ’ το ποδήλατο και ν’ ανεβώ περπατώντας. Κάποιες φορές, υπερβολικά ξενυχτισμένος και κουρασμένος απ’ τη δουλειά, πετούσα την ασπίδα και άφηνα τους Μήδους να διαβούν ανενόχλητοι.
Η μέτρια προδοσία, η πύρρειος νίκη, ήταν να κατεβάσω ταχύτητα και ν’ ανέβω με ταχύτητα παραπληγικής χελώνας. Ένιωθα ντροπή, ειδικά όταν με προσπερνούσε το λεωφορείο, και φανταζόμουν τους τουρίστες να γελάνε με τα πόδια μου, που γυρνούσαν ανώφελα, σισύφεια, δέκα κύκλους για ένα μέτρο.
Τις περισσότερες φορές όμως άντεχα. Δεν κατέβαινα απ’ το ποδήλατο ούτε κατέβαζα ταχύτητα. Πάταγα τα πετάλια, όρθιος για λίγο, και τα πνευμόνια μου κόντευαν να μου βγουν απ’ το στόμα -ξεχειλίζοντας νικοτίνη και πίσσα. Ο ιδρώτας κατακλυσμιαίος, με 50% περιεκτικότητα σε αλκοόλ, έβγαινε από κάθε πόρο του δέρματος μου, έμπαινε στα μάτια μου, με τύφλωνε. Αλλά συνέχιζα, ανασαίνοντας λες κι ήμουν στην κορύφωση ερωτικής πράξης ή στο νεκροκρέβατο, σφίγγοντας τα δόντια, λέγοντας δυνατά: “Θα τα καταφέρω, είμαι πιο δυνατός από σένα”.
Και δεν ξέρω αν μιλούσα στην ανηφόρα ή στον εαυτό μου.
Με πονούσε το συκώτι κι η καρδιά, με πονούσαν όλοι οι μύες, και ίδρωνα, ξεφύσαγα, για διακόσια μέτρα. Αλλά συνέχιζα. Και νικούσα.
~
Έφτανα στην κορυφή του λόφου, όπου είχε μια μικρή στροφή, και σταματούσα. Από εκεί μπορούσα να δω τη θάλασσα του Προκόπη, γαλάζια έτσι όπως είναι οι θάλασσες μόνο στις ταινίες. Να τη στιλβώνει ο αμείλικτος ήλιος. Και πιο μέσα το Αιγαίο, μέχρι τα βουνά της Πάρου απέναντι.
Εκεί, στην κορυφή του λόφου, στεκόμουν, ατένιζα, έπαιρνα ανάσες και ήμουν ευτυχισμένος.
Ο υπόλοιπος δρόμος ήταν κατηφόρα, μόνο φρένο χρειαζόταν να πατάω. Και σε λίγα λεπτά θα πέταγα το ποδήλατο και το σακίδιο στην άμμο, θα έβγαζα τα ρούχα και θα βουτούσα σ’ εκείνο το κρύσταλλο που κάποια αρχαία θεά, πελασγική και φιλήδονη, πολύ πριν τους πατριαρχικούς Αλλάχηδες, Γιαχβέδες και Δίες, είχε ρίξει στην άκρη της Νάξου.
Όμως δεν βιαζόμουν να ξεκινήσω. Εκείνη η στιγμή, πάνω στον λόφο, μετά τη δύσκολη ανηφόρα, ιδρωμένος και εξαντλημένος, ήταν πιο σημαντική απ’ την επιβράβευση που θα ερχόταν, τη βουτιά στη θάλασσα.
Ήταν καθαρή κι ανόθευτη ευτυχία, χωρίς επιβράβευση από κάποιον άλλο, χωρίς περγαμηνές επιτυχίας.
Σε λίγες ώρες, ούτε τρεις, θα έτρεχα πάλι πανικόβλητος, εξυπηρετώντας δύστροπους Έλληνες. Έπρεπε ν’ αντέξω, για να καταφέρω τον χειμώνα να ταξιδέψω. Κι αυτό που με βοηθούσε να κρατηθώ, μόνη ικανοποίηση ήταν εκείνη η θάλασσα. Και πιο πολύ ήταν η προσμονή της θάλασσας.
Μόλις θα έπαιρνα την κατηφόρα, μόλις θα ξεκινούσα την Κάθοδο του Ενός προς τη Θάλαττα, θα ξεκινούσε και το τέλος της. Η ικανοποίηση της επιθυμίας -που πάντα είναι ασθενέστερη της ίδιας της επιθυμίας.
Ήταν σαν να κατάφερνα, με τόσο κόπο, να βρεθώ μπροστά σε μια πανέμορφη ερωμένη, στην κρεβατοκάμαρά της. Κι εκείνη να έβγαζε τα ρούχα της, γυμνή σαν θεά, να ξάπλωνε και να με περίμενε. Και λίγο πριν χαθώ μέσα της να στεκόμουν εκεί για να απολαύσω την προσμονή.
Αυτά τα λίγα λεπτά, που στεκόμουν στην κορυφή του λόφου αγναντεύοντας τη θαλάσσια ερωμένη μου, ήταν απ’ τα πιο ευτυχισμένα της ζωής μου.
~~ Το γκράφιτι είναι του Falko one, South Africa ~~~~~