Η αξεπέραστη πυκνότητα και πολυπλοκότητα της φράσης
Μιχάλης Μακρόπουλος
Τα τελευταία τρία ολοκληρωμένα μυθιστορήματα που εξέδωσε ο Χένρι Τζέιμς ήταν τα The Wings of the Dove (Τα φτερά της περιστεράς, 1902), The Ambassadors (Οι πρέσβεις, 1903) και The Golden Bowl (Η χρυσή κούπα, 1904), συναρπαστικά ψυχογραφήματα και τα τρία, καταβυθίσεις στις μύχιες σκέψεις και στα κίνητρα των χαρακτήρων τους, χωρίς να ‘χουν ανάγκη από τα δεκανίκια της θεαματικής δράσης.
Μέχρι τον θάνατό του, το 1916, θα ακολουθούσαν δυο ημιτελή μυθιστορήματα, τα The Ivory Tower (Ο ελεφάντινος πύργος) και The sense of the past (Η αίσθηση του παρελθόντος), που θα εκδίδονταν ανολοκλήρωτα το 1917. Κι αν δεν είχαν προηγηθεί άλλα αριστουργήματα, σαν το Πορτρέτο μιας κυρίας (The Portrait of a Lady, 1881), τούτα τα τρία μυθιστορήματα θα αρκούσαν για να εδραιώσουν τη θέση που ο Τζέιμς κατέχει στην Ιστορία της λογοτεχνίας, κι όχι μονάχα εκείνης που γράφτηκε στην αγγλική γλώσσα, ανάμεσα στους κορυφαίους που διακόνησαν την τέχνη της γραφής – θα του εξασφάλιζαν την περίοπτη θέση που δίνει σ’ έναν συγγραφέα η κατάκτηση ενός σημείου που στην τέχνη του είναι συνάμα κορυφή κι ένα τέλος.
Διαβάζοντάς τα κανείς νιώθει, πράγματι, πως η πυκνότητα και η πολυπλοκότητα της φράσης συχνά φτάνει ως ένα όριο που, με τις δυνατότητες και τους συντακτικούς περιορισμούς που ‘χει η γλώσσα –υπό την προϋπόθεση να διατηρείται η νοηματική συνοχή–, είναι σχεδόν αξεπέραστο.
Μετά το Πορτρέτο μιας κυρίας, που επισφράγισε το κλείσιμο της «πρώτης περιόδου» του Τζέιμς (της περιόδου ενός αριστοτέχνη μυθιστοριογράφου του 19ου αι., που καρποί της ήταν τα Roderick Hudson, 1875·Ο Αμερικάνος, 1877· Οι Ευρωπαίοι, 1878· Confidence, 1879· Πλατεία Ουάσινγκτον, 1880), τα μυθιστορήματά του γίνονταν όλο και πιο μεγάλα σε μέγεθος, και συνάμα, παράδοξα, όλο και πιο συμπυκνωμένα, μ’ ολοένα λιγότερους χαρακτήρες και μονάχα αδρές περιγραφές του «φόντου».
Όσο πιο πολύ γινόταν ο Τζέιμς κάτοχος τούτης της τόσο ιδιαίτερης τέχνης του, τόσο περισσότερο βασιζόταν σ’ ό,τι δεν λεγόταν και οι ιστορίες του είχαν, κατά κάποιον τρόπο, όλο και μεγαλύτερη συγγένεια με το θέατρο παρά με την προγενέστερη παράδοση του μυθιστορήματος. Πράγματι, η μέση περίοδός του, που τ’ αριστούργημά της ίσως είναι οι Βοστονέζες (The Bostonians, 1886· που τουλάχιστον οι εκατόν πενήντα πρώτες σελίδες τους είναι από τις καλύτερες, τις πιο οξυδερκείς που έγραψε ποτέ), σημαδεύτηκε από μια αποτυχημένη προσπάθειά του ν’ ασχοληθεί με το θέατρο, που, παρά την αρνητική της υποδοχή από κοινό και κριτικούς, προλείανε το έδαφος για τα τρία μεγαλύτερά του έργα στο έμπα του 20ού αι.
Ήταν μια όψιμη άνθηση μιας μεγαλοφυΐας. Ο Τζέιμς ήταν πενήντα εφτά χρονών όταν άρχισε τους Πρέσβεις και εξήντα ενός όταν ολοκλήρωσε τη Χρυσή κούπα. «Η πολυπλοκότητα αυτών των τριών τελευταίων μεγάλων του μυθιστορημάτων χρωστά πολλά και στην αλλαγή στον τρόπο που γράφτηκαν. Ο Τζέιμς τα υπαγόρευε σε δακτυλογράφους και, μιας και το συζητητικό του ύφος ήταν απείρως περίπλοκο, απροσδόκητο, χιουμοριστικό, έμμεσο κει που είθισται κάποιος να είναι ευθύς και ακριβές εκεί που συνηθίζεται να ‘ναι κανείς ελλειπτικός στον λόγο του, τα τρία αυτά μυθιστορήματα μοιάζει ν’ ανήκουν εξίσου στην προφορική και τη γραπτή αφηγηματική παράδοση», γράφει ο Γκορ Βιντάλ στον πρόλογο της Χρυσής κούπας.
Ο Χένρι Τζέιμς γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1843. Ήταν εγγονός του εκατομμυριούχου επιχειρηματία Ουίλιαμ Τζέιμς, γιος του Χένρι Τζέιμς του πρεσβύτερου, θεολόγου οπαδού του Σβέτενμποργκ, και αδελφός του κορυφαίου φιλόσοφου και ψυχολόγου Ουίλιαμ Τζέιμς. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αμερική, με όλο και πιο συχνά ταξίδια στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην καθοριστική ηλικία από τα δώδεκα μέχρι τα δεκαεφτά.
Έπειτα, έζησε στο Νιούπορτ, πήγε για λίγο στο Χάρβαρντ, και το 1864 άρχισε να δημοσιεύει κριτικές και άρθρα σε περιοδικά. Το 1869 και, κατόπιν, το 1872-74, επισκέφτηκε την Ευρώπη κι άρχισε να γράφει το μυθιστόρημαRoderick Hudson (Ο γλύπτης). Στα τέλη του 1875 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου γνώρισε τους Τουργκένιεφ, Φλομπέρ και Ζολά, κι έγραψε το μυθιστόρημα Ο Αμερικάνος. Τον Δεκέμβρη του 1876 μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου δυο χρόνια αργότερα απόχτησε διεθνή φήμη με τη νουβέλα Ντέιζι Μίλερ. Το 1905 επισκέφτηκε ξανά τις Ηνωμένες Πολιτείες κι έγραψε το The American Scene. Συνολικά συνέγραψε δεκαοχτώ μυθιστορήματα, διηγήματα, περίφημες νουβέλες (Το στρίψιμο της βίδας, Το θηρίο στη ζούγκλα, Η εικόνα στο χαλί, Τα χαρτιά του Άσπερν), κείμενα κριτικής και ταξιδιωτικά. Το 1915, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, έγινε Βρετανός υπήκοος.
Στη Χρυσή κούπα, η Μάγκι Βέρβερ, μια πλούσια Αμερικανίδα, κόρη ενός χήρου συλλέκτη, είναι παντρεμένη με τον Ιταλό πρίγκιπα Αμέρικο κι ανακαλύπτει πως η παιδική της φίλη και δεύτερη σύζυγος του πατέρα της, η Σάρλοτ, ήταν ερωμένη του Πρίγκιπα πριν απ’ τον γάμο της Μάγκι μαζί του και πως έχουν ακόμη σχέσεις. Να η περίφημη σκηνή (από τις λίγες περιγραφικές σ’ ένα μυθιστόρημα όπου τον πρώτο λόγο έχει η συνείδηση των χαρακτήρων) που, ό,τι έχει ανακαλύψει η Μάγκι, αποκαλύπτεται και στη Φάνι Άσινγκχαμ, μια οικογενειακή τους φίλη, μέσ’ από την καταστόλιστη ακινησία και σιωπή της Πριγκίπισσας κι απ’ ό,τι την περιβάλλει:
«Η υπηρέτριά της είχε ήδη αποχωρήσει και η Πριγκίπισσα παρουσιάστηκε στη Φάνι μέσα στη μεγάλη και καθαρή κάμαρα, όπου τα πάντα ήταν θαυμαστά και βαλμένα στη θέση τους, πρώτη φορά στη ζωή της σαν “καταστολισμένη”. Ήταν ότι είχε φορέσει πάρα πολλά πράγματα, ότι είχε παραφορτωθεί με κοσμήματα, ότι ιδιαίτερα φορούσε πιο πολλά απ’ ό,τι συνήθως, και πιο μεγάλα, στα μαλλιά της; Μια ερώτηση που η επισκέπτριά της την απάντησε αποδίδοντας τούτη την εμφάνιση, κατά μεγάλο μέρος, στη φωτεινή κόκκινη κηλίδα, κόκκινη σαν τεράστιο ρουμπίνι, που έλαμπε σε κάθε μάγουλό της. Τούτα τα δύο στοιχεία της όψης της είχαν μεμιάς το δικό τους φως για την κυρία Άσινγκχαμ, που σ’ αυτό διέκρινε ότι δεν υπήρχε τίποτε πιο αξιολύπητο από το καταφύγιο και τη μεταμφίεση που η ταραχή της Πριγκίπισσας είχε αναζητήσει στα τεχνάσματα του ντυσίματος, πολλαπλασιασμένα ως την υπερβολή, σχεδόν ως την ασυναρτησία. Προφανώς, η ιδέα της ήταν να μην προδοθεί από μιαν αφροντισιά στην οποία δεν είχε ποτέ υποπέσει, και στεκόταν κει πέρα περιτριγυρισμένη και εφοδιασμένη, όπως πάντοτε, με τρόπο που μαρτυρούσε τις τέλειες μικρές προσωπικές της προπαρασκευές. Ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό της το να βρίσκεται έτοιμη για κάθε περίσταση, δίχως τίποτε να ‘ναι μισοτελειωμένο, δίχως αξεσουάρ που να μην είναι στη θέση τους ή περιττά πράγματα που να μην έχουν αφαιρεθεί· με μια χροιά στο σκουπισμένο και στολισμένο, σ’ όλο το λαμπρό αλλά λίγο ως πολύ παραφορτωμένο και ξομπλιασμένο φόντο της, που αντανακλούσε το μικρό γαλήνιο πάθος της για την τάξη και τη συμμετρία, γι’ αντικείμενα με τη ράχη τους στον τοίχο, και φανέρωνε ως και μια πιθανή συγγένεια, στο αμερικάνικο αίμα της, με γιαγιάδες που, στη Νέα Αγγλία, όλη μέρα καταγίνονταν με το ξεσκόνισμα και το γυάλισμα. Αν τα διαμερίσματά της ήταν “πριγκιπικά” μες στη διαύγεια της μέρας που δεν έλεγε ακόμη να σβήσει, η ίδια έδειχνε σαν να ‘χε μεταφερθεί εκεί έτοιμη, ντυμένη και καταστόλιστη, σαν ιερή εικόνα σε πομπή, και να ‘χε αφεθεί για να δείχνει ακριβώς τι θαύματα μπορούσε να κατορθώσει υπό πίεση».