Πέρασε μια ακόμη επεισοδιακή Κυριακή. Μια Κυριακή όπου τα ανοικτά καταστήματα προκάλεσαν συγκρούσεις, λεκτικές και… χειροπιαστές. Αξίζει τον κόπο; Κάποιοι, οι οποίοι θέλουν να γκρεμίσουν την τελευταία σοβιετία της Ευρώπης, ισχυρίζονται ότι, ναι, αξίζει. Κάποιοι άλλοι, θεωρούν ότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια από τις πολλές νεοφιλελεύθερες εμμονές.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι άμεσα εμπλεκόμενοι, δηλαδή οι έμποροι και οι υπάλληλοι των καταστημάτων, ισχυρίζονται ότι το μέτρο δεν θα έχει κανένα όφελος. Το μόνο που θα προσφέρει είναι αποδιοργάνωση, περαιτέρω συρρίκνωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και εξόντωση των ανθρώπων που εργάζονται στα καταστήματα. Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι αυτό που λείπει από την αγορά δεν είναι οι περισσότερες ώρες λειτουργίας των καταστημάτων αλλά τα χρήματα. Κοινώς, όταν ο καταναλωτής δεν έχει να ξοδέψει, ακόμη κι αν τα καταστήματα λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο, δεν θα ξοδέψει.
Μολονότι, κατά την εκτίμησή μου, τα όσα ισχυρίζονται οι φορείς της αγοράς δύσκολα αντικρούονται, ας υποθέσουμε ότι το μέτρο μπορεί να αποδειχθεί, από οικονομικής πλευράς, επιτυχημένο. Να υπάρξει, δηλαδή, αύξηση του τζίρου. Όμως, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ως δεδομένο αυτό το σενάριο, θα πρέπει να εξετάσουμε και τις όποιες άλλες επιπτώσεις του. Να δούμε, δηλαδή, αν το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές θα έχει παρενέργειες.
Έχω αρκετούς φίλους και συγγενείς που διατηρούν καταστήματα. Με όσους συζήτησα μου μετέφεραν τον αποτροπιασμό τους. Θεωρούν, ότι το συγκεκριμένο μέτρο θα είναι το τελευταίο καρφί στο φέρετρο. Πώς μπορούν να αντιδράσουν; Οι λύσεις που έχουν είναι τρεις: πρώτον, να προσλάβουν προσωπικό. Πόσες, όμως, επιχειρήσεις έχουν αυτή τη δυνατότητα; Ελάχιστες. Κι αν κάποιος δεν συμφωνεί, θα τον ενημερώσω πως, από τους 740.00 ασφαλισμένους στον ΟΑΕΕ, οι μισοί χρωστούν πάνω από 5.000 ευρώ, ενώ άλλες 300.000 χρωστούν μικρότερα ποσά. Δηλαδή, σχεδόν το 90% των ελεύθερων επαγγελματιών χρωστά χρήματα στον ασφαλιστικό του φορέα. Όπως αντιλαμβάνεστε, η επιλογή «πρόσληψη προσωπικού» δεν ισχύει.
Λύση Νο2: Να μην ανοίξουν. Όσο κι αν ακούγεται απλό και εύκολο, μόνο έτσι δεν είναι. Σε μια περίοδο που ο τζίρος έχει μειωθεί δραματικά και τα πολυκαταστήματα αποσπούν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, όποιος δεν ανοίξει θα είναι σαν να υπογράφει τον οικονομικό του θάνατο. Άρα; Άρα πάμε στην τρίτη και τελευταία επιλογή: να ανοίγουν τις Κυριακές. Αυτή θα είναι η λύση, τουλάχιστον για τους συντριπτικά περισσότερους. Να ανοίγουν τις Κυριακές, πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων τη μοναδική ημέρα της εβδομάδας στην οποία θα μπορούσαν να ξεκουραστούν.
Πέρα όμως από τους εμπόρους, που είναι οι άμεσα θιγμένοι από το μέτρο του ανοίγματος των καταστημάτων τις Κυριακές, υπάρχουν και μερικές άλλες παράμετροι τις οποίες αξίζει να εξετάσουμε. Η βασικότερη, αυτή που θα έχει άμεση επίπτωση στις ζωές όλων μας, είναι ότι αργά αλλά σταθερά χτίζουμε μια κοινωνία η οποία θα κινείται, αποκλειστικά, με γνώμονα το οικονομικό συμφέρον. Κοινώς, ό,τι είναι επικερδές, ή νομίζουν κάποιοι ότι θα είναι επικερδές, θα είναι αυτό που θα προκρίνεται ως η ενδεδειγμένη λύση. Αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος, τουλάχιστον μιας κάποιας ηλικίας, ο οποίος να μην έχει στο μυαλό του εικόνες/μυρωδιές από κάποιο κυριακάτικο, μεσημεριανό τραπέζι. Οικογένεια, φίλοι, συγγενείς, πλάι ο ένας στον άλλον να συζητούν, να τρώνε, να πίνουν, να γελούν. Έχει οικονομικό όφελος το κυριακάτικο τραπέζι; Κανένα. Έχει, όμως, πολλά άλλα οφέλη. Καταρχήν, δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να βρεθούν, να μιλήσουν, να απεμπλέξουν το μυαλό τους από τα προβλήματα, τις δουλειές, από το άγχος της καθημερινότητας. Μια φορά την εβδομάδα μας δίνεται η δυνατότητα να υπάρχουμε ως άνθρωποι και όχι ως εργαζόμενοι ή καταναλωτές. Βέβαια, αυτό, θα ισχυριστούν κάποιοι, δεν ισχύει για όλους, διότι και σήμερα κάποιοι εργάζονται τις Κυριακές. Αληθές. Αλλά εξίσου αληθές, ότι εργάζονται ΜΟΝΟ όσοι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.
Όσοι, δηλαδή, είναι απαραίτητο να εργάζονται για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Το να βάλουμε τους πάντες να εργάζονται μια ακόμη ημέρα, τη μοναδική, επαναλαμβάνω, που έχουν το δικαίωμα να ξεκουραστούν, ακόμη κι αν έχει οικονομικό όφελος, θα είναι καταστροφικό για την ψυχική τους ισορροπία. Κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά η πραγματικότητα. Κι αν κάποιος διαφωνεί, ας δει τους δείκτες με τη ραγδαία άνοδο των ψυχικών νοσημάτων στον –λεγόμενο– πολιτισμένο κόσμο. Η πίεση που ασκείται στους πολίτες είναι τεράστια. Μπρος στην ανάγκη να βγάλουμε από τη μύγα ξύγκι, να εκμεταλλευτούμε τους πάντες και τα πάντα ώστε να προκύψει οικονομικό όφελος, εξοντώνουμε τους ανθρώπους, σωματικά και ψυχικά.
Το ζήτημα των ανοιχτών τις Κυριακές καταστημάτων είναι πολύ πιο σημαντικό απ’ όσο φαίνεται. Και είναι σημαντικό διότι σηματοδοτεί το πού θέλουν να μας οδηγήσουν: στη μετατροπή του ανθρώπου σε homo economicus. Θέλουν, δηλαδή, να φτιάξουν ένα είδος ανθρώπου το οποίο θα σκέπτεται και θα λειτουργεί με μοναδικό του γνώμονα το οικονομικό όφελος. Οτιδήποτε δεν προσφέρει προς αυτή την κατεύθυνση, θα θεωρείται αυτομάτως περιττό και άχρηστο. Η κυριακάτικη βόλτα στο κέντρο μιας πόλης ήρεμης, που τα καταστήματά της θα είναι κλειστά, που οι δρόμοι της δεν θα είναι μπλοκαρισμένοι από τα αυτοκίνητα, που η ηχορύπανση θα είναι σε επίπεδα ανεκτά, που οι ρυθμοί, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες 6 ημέρες της εβδομάδας, θα είναι πιο χαμηλοί δεν τους συγκινεί.
Όμως, είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, ένα κομμάτι των πολιτών συγκινείται ακόμη με αυτά τα παρωχημένα. Θέλει, μια έστω ημέρα την εβδομάδα, να βλέπει τα παιδιά του, τους γονείς του, να γεμίζει τις μπαταρίες του ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει στην αφόρητη πίεση των υπόλοιπων 6 ημερών της εβδομάδας. Και θα παλέψει για να μην απεμπολήσει, στο όνομα μιας προόδου που εξυπηρετεί ελάχιστους, και αυτό το κεκτημένο.
Η λύση είναι μια: κατάργηση, όπως και για όλα τα παρόμοια εκτρώματα, με ένα άρθρο…