Της Γιάννας Παπαπαύλου
Το πτώμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας, με ξεραμένα άνθη λουλουδιών να τη καλύπτουν, βρίσκεται ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι. Ο πυροσβέστης που το βρίσκει κρατάει τη μύτη του μπροστά στη δυσωδία της ελαφριάς σήψης του ανθρώπινου σώματος.
Η ταινία Amour του Μίκαελ Χάνεκε, είναι μία συγκινητική σπουδή στον ουροβόρο κύκλο της ανθρώπινης ζωής, με την αγάπη να αποτελεί τον μοχλό που υπερβατικά οδηγεί την ύπαρξη, όσο γίνεται πιο μακριά από τη φυσική νομοτέλεια του θανάτου, και πιο κοντά στο πρωτόλειο στάδιο της ζωής.
Ο Ζωρζ και η Αν είναι ένα αγαπημένο ηλικιωμένο ζευγάρι, του οποίου η σχέση ξαφνικά κλονίζεται από τα πολλαπλά εγκεφαλικά επεισόδια της Αν. Ο Χάνεκε μέσα από αργά πλάνα, που εστιάζουν στην προσπάθεια της Αν να ανταπεξέλθει σωματικά και πνευματικά στην επιδείνωση της υγείας της, καταγράφει την σπαρακτική τρωτότητα του ανθρώπινου σώματος απέναντι στο χρόνο. Αλλά κυρίως, στον εγκλωβισμό της παθητικής παρακολούθησης και στην τρομαχτική συνειδητοποίηση αυτής της ζωής που φθίνει.
Από την άλλη έχουμε τον Ζωρζ, που προσπαθεί όσο μπορεί να τη φροντίζει σωματικά και να τη διεγείρει πνευματικά μέσα από απλές συζητήσεις και παιδικά τραγούδια. “Δε θες να πιεις νερό; Θες να πεθάνεις;“, ακούγεται να της λέει όταν η ίδια επίμονα αρνείται να ανοίξει το στόμα της για να καταπιεί οτιδήποτε υγρό. Το νερό ως υγρό, αποτελεί ένα διακειμενικό στοιχείο στην ταινία, το οποίο συνδέεται με το πρώτο εγκεφαλικό της Αν, με τον εφιάλτη του Ζωρζ αλλά και με το γεμάτο νεροχύτη με κομμένα άνθη λουλουδιών, τα οποία θα σκορπούσε ο Ζωρζ πάνω στο πτώμα της.
Η ίδια η ζωή και η μη ζωή εξαρτάται στην απομάκρυνση του αμνιακού υγρού από τους πνεύμονες του νεογέννητου ανθρώπου, όταν παίρνει την πρώτη του ανάσα γεμίζοντας με οξυγόνο. Έπειτα η ζωή και η μη ζωή είναι η διαφορά μιας ανάσας. Το αμνιακό υγρό καλύπτει τον άνθρωπο στο εμβρυϊκό στάδιο της ζωής του όταν περιβάλλεται από τον αμνιακό σάκο. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο άνθρωπος δημιουργείται μέσα σε μία αγκαλιά που τον περιβάλλει και όταν γεννιέται, βίαια εξέρχεται σε έναν κόσμο χωρίς ένα δεύτερο δέρμα που τον κρατάει ασφαλή και δυνατό.
Θα μπορούσε κάποιος να πει επίσης, ότι καθ όλη τη διάρκεια της ζωής του προσπαθεί να βρει αυτή την πρωτόλεια συνθήκη της ύπαρξης του. Αυτή η αναζήτηση μετουσιώνεται σε μία επιθυμία που βρίσκει αντίκρισμα σε κάποιον άλλο. Η φυσική αναγνώριση της παρουσίας του άλλου με την πρόθεση να εκφραστεί η αγάπη μεταξύ τους γίνεται μέσω μιας αγκαλιάς. Η αγκαλιά εμπεριέχει την χειρονομία της επικάλυψης και της ανάγκης να περιβάλλει και περιβληθεί με αγάπη και στοργή ο ένας από τον άλλο. Η αγκαλιά μπορεί να γίνει με το ίδιο το σώμα ή με τη φροντίδα που ντύνει, σκεπάζει ο ένας τον άλλο. Είναι το δεύτερο δέρμα, είναι η σωματοποίηση της ανάγκης να γυρίσουμε όσο γίνεται περισσότερο στην αρχή της ζωής.
Ο Χάνεκε “σπαταλά” αρκετό χρόνο για να μας δείξει τον Ζωρζ να ντύνει την Αν, ή να της φοράει το παλτό της πριν βγουν έξω. Ο Ζωρζ θα καλύψει με μαξιλάρι το πρόσωπο της Αν, για να την πνίξει σε μία σκηνή που περισσότερο φαίνεται να την αγκαλιάζει και φιλάει μέσα από το κάλυμμα του μαξιλαριού. Θα της διαλέξει επιμελώς το φόρεμα που θα της φορέσει και θα την καλύψει με λουλούδια. Θα κυνηγήσει με μία κουβέρτα για να καλύψει και πιάσει το περιστέρι που βρήκε μέσα στο διαμέρισμα τους. Θα το καλύψει και αγκαλιάσει για να το αφήσει έπειτα ελεύθερο.
Τέλος, ο Ζωρζ στη δική του παραίσθηση που οδηγεί και τον ίδιο στον θάνατο, χωρίς ποτέ να αποκαλύπτεται τι ακριβώς απέγινε, φοράει το παλτό στην Αν και προχωρώντας η ίδια προς την πόρτα του διαμερίσματος, γυρνάει πίσω σε αυτόν και τον παροτρύνει να βάλει και αυτός το δικό του παλτό πριν φύγουν μαζί. Η ίδια η αφίσα της ταινίας αποτελεί την εικόνα αυτής της χειρονομίας της αγκαλιάς του προσώπου του άλλου, στον οποίο θα καθρεφτιστεί, για να συνειδητοποιήσει την δική του ύπαρξη. Αγάπη είναι να αγκαλιάζεις το πρόσωπο του άλλου σε μία ουροβόρα σύνδεση με τον κόσμο που εμπεριέχει τη ζωή και το θάνατο.