Από τον Παύλο Παπαβασιλείου
“Αυτοί που σκοτώθηκαν για ζωή, δε μπορεί να θεωρούνται νεκροί”,
Ούγκο Τσάβες, 4/2/2011
Η πρεσβεία της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλα στην Αθήνα, είναι “κουρνιασμένη” μέσα στο κοίλο ενός στενού δρόμου, στην πλέον γνωστή περιοχή της ελληνικής μπορζουαζίας, το Κολωνάκι. Συνειρμικά σου θυμίζει κάτι από την ίδια τη γεωπολιτική θέση της χώρας στη γνωστή «πίσω αυλή» των Η.Π.Α. και το λαό της, που παραμένει γνωστός για την εναντίωσή του στις επιβολές των ελίτ. Την προηγούμενη εβδομάδα διοργανώθηκε εκεί μια δημόσια συζήτηση, προσπαθώντας να αναψηλαφήσει το Συμβάν του Caracazo, της πρώτης καταγεγραμμένης προσπάθειας λαϊκής εναντίωσης στο νεοφιλελευθερισμό στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία.
Η Βενεζουέλα, φυσική αποθήκη τεράστιων κοιτασμάτων ορυκτού πλούτου και φυσικού αερίου μεταξύ άλλων, συγκαταλέγεται στα θύματα των εταιρειών αμερικάνικων ιδίως συμφερόντων, κυρίως από τα μέσα του 20ου αι. Από τα τέλη της δεκαετίας 1970, η πτώση των τιμών του πετρελαίου, την οδηγεί σε «οικονομική κρίση» και στην αγκαλιά του αμερικανικού οικονομικού ιμπεριαλιστικού βραχίονα, του ΔΝΤ, εντάσσοντάς την στη λίστα των πειραματοζώων νεοφιλελευθερισμού της Λ. Αμερικής. Το Ταμείο απαιτεί το 50% των κερδών από τις εξαγωγές να κατευθύνεται άμεσα στην αποπληρωμή ενός δυσβάστακτου δημοσίου χρέους, ενώ η εφαρμοζόμενη «θεραπεία» καταλήγει σε υποτίμηση του νομίσματος κατά 100% μέχρι το 1986, επισιτιστική κρίση (οι άνθρωποι στα κοινωνικά αποκλεισμένα περίχωρα αναγκάζονται να τραφούν ακόμη και με κρέας σκύλου-το γνωστό Perrina-για να επιβιώσουν) και στην εμπέδωση ακραίας φτώχειας (που τη δεκαετία του 1990 φτάνει σε ποσοστό άνω του 65%).
Ο πρώην σοσιαλδημοκράτης Πρόεδρος της χώρας Carlos Andrés Pérez, αναλαμβάνει εκ νέου τη διακυβέρνηση μετά τη νίκη του στις εκλογές του 1988. Γνωστός και ως CAP, επί μακρόν αντιπρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, μας θυμίζει έντονα το δικό μας GAP καθώς προεκλογικά κατηγορεί τους οικονομολόγους της Παγκόσμιας Τράπεζας ως “υπαλλήλους γενοκτονιών στη δούλεψη του οικονομικού αυταρχισμού” και το ΔΝΤ σαν “πυρηνική βόμβα που σκότωσε το λαό, αλλά άφησε άθικτα τα κτίρια”. Η αντι-νεοφιλελεύθερη ρητορεία του θα διαρκέσει μόλις 2 μήνες, καθώς στις 15/2/1989 θα προσφύγει στο ΔΝΤ για ένα δάνειο 4,5 δις δολαρίων έναντι γενναίων απορρυθμίσεων (ιδιωτικοποιήσεις κρατικών εταιρειών, σημαντικό περιορισμό των φόρων στις εισαγωγές, απελευθέρωση των επιτοκίων και της τιμής όλων των ειδών και αύξηση της τιμής της βενζίνης).
Ήδη μέχρι τότε οι τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεπικοινωνιών, βενζίνης και νερού έχουν αυξηθεί κατά 100%, εφαρμοζόμενες πάνω σε ένα λαό που αιμορραγεί. Και στο τέλος Φλεβάρη 1989 έρχεται η σειρά της αύξησης της τιμής των δημοσίων συγκοινωνιών κατά 30% μέσα σε μια νύχτα…και έτσι φαίνεται να πέφτει το σπίρτο σε μια κατά τα άλλα καθ’ όλα ήρεμη μπαρουταποθήκη.
“El pueblo tiene hambre, el pueblo esta bravo, basta el engano”
«ο λαός πεινάει, ο λαός είναι θυμωμένος, αρκετά με την απάτη»
Η χαραυγή της 27/2/1989 προμήνυε μια συνηθισμένη μέρα για τα ημερολόγια. Στα προάστια του Καράκας κάποιες διαδηλώσεις εναντίον της ανόδου της βενζίνης και της τιμής των συγκοινωνιών ξεκινούν πριν από τις 6 το πρωί, και εντελώς απροσδόκητα εξελίσσονται ραγδαία σε μια εξεγερσιακή πυρκαγιά για όλη την χώρα. Μέχρι το απόγευμα της ίδιας μέρας όλα τα καταστήματα και οι κύριοι δρόμοι της πρωτεύουσας θα κλείσουν ενώ θα διακοπεί και κάθε συγκοινωνία. Τα πλέον φτωχά λαϊκά στρώματα, αποκλεισμένα επί χρόνια στις πλαγιές των λόφων της πρωτεύουσας (οι φαβέλες των barrios), πραγματοποιούν μια κάθοδο επανάκτησης του ζωτικού απαγορευμένου τους χώρου.
Τμήμα των δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών, που κατακλύζουν τους δρόμους όλων των πόλεων, κλέβει τρόφιμα και άλλα είδη από καταστήματα, ως μια πηγαία μορφή αγανάκτησης και εξυπηρέτησης των αναγκών τους απέναντι στη συνεχή λιτότητα και φτωχοποίηση.
Η αστυνομία, λειτουργώντας κυρίως στην πρώτη φάση αποτρεπτικά, εξαγριώνει περισσότερο το πλήθος, με αποτέλεσμα το απόγευμα να καταγραφεί ο πρώτος νεκρός από αστυνομικά πυρά. Για περισσότερες από 24 ώρες η Βενεζουέλα βιώνει την απόλυτη λαϊκή κραυγή και την ταυτόχρονη την εκκωφαντική κρατική σιωπή.
Την επόμενη ημέρα ο Υπουργός Εσωτερικών δηλώνει ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί άλλο τη βία και ο Πρόεδρος Perez αναστέλλει όλες τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αστικές ελευθερίες, κηρύσσοντας κράτος έκτακτης ανάγκης και διατάσσοντας την επιβολή της τάξης κυρίως από το Στρατό, υπό το σχέδιο “Ávila”. Η επιχείρηση των 4.000 στρατιωτών και των τανκς εξελίσσεται σε κάθε γειτονιά, ακόμη και εντός σπιτιών και καταλήγει μια εβδομάδα περίπου μετά, σε περισσότερους των 3.000 νεκρών και αγνοουμένων, καθώς και σε πλήθος τραυματιών και βασανισμένων από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς (ο ακριβής αριθμός δεν είναι γνωστός μέχρι σήμερα). Στο Νεκροταφείο στα δυτικά του Καράκας, αιώνια υπενθύμιση αποτελεί η περιοχή της -νεωτερικής μετα-μεσαιωνικής- “Πανούκλας”, μιας και εκεί στοιβάζονται οι δολοφονημένοι πολίτες, συχνά μέσα σε σακούλες, αφημένοι για μέρες, πριν ενταφιαστούν μαζικά.
Και θα χαθεί μες στις σκιές μας, όλος ο κόσμος ο παλιός…
Το Caracazo (συντομογραφικά 27F, το –azo υποδηλώνει βίαιη συμπλοκή) δε μπόρεσε να προβλεφθεί από κανέναν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί ίσως και το πλέον σημαντικό παράδειγμά Συμβάντος κατά Μπαντιού. Δεν είχε ηγεσία, πολιτικό πρόγραμμα, δεν αποτέλεσε έφοδο για την κατάληψη της εξουσίας, ο λαός διασκορπίστηκε και σφαγιάστηκε, θα μας εξηγήσει χρόνια αργότερα ο Τσάβες. Ήταν η στιγμή που η Βενεζουέλα “έσπασε” σε δύο, και η μία πήρε όρκο στο αίμα που έχυσε η αστική δημοκρατία (sic για τη δικτατορία της αστικής τάξης) να μη μπορεί να ανασάνει υπό την άλλη.
Αποτέλεσε την οργισμένη απάντηση των “χωρίς”, των “εκτός”. Μια καμπή που θα απονομιμοποιούσε τα μέχρι εκείνη τη στιγμή κόμματα διακυβέρνησης της χώρας, που είχαν υπαχθεί στο δόγμα “αστικής κρατικής συνέχειας, νόμου και τάξης” (Punto Fijo) του 1958 καθώς και την ελεγχόμενη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ήταν η στιγμή της λαϊκής αφύπνισης, μέσω μιας εξεργερσιακής προπαίδειας, που αμφισβήτησε την ίδια την ουσία του κράτους κι αποτέλεσε τη μήτρα των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων, που θα φέρουν τον Τσάβες στο προσκήνιο σχεδόν μια δεκαετία αργότερα. Ο λαός είχε ανεντιστρεπτί περάσει από την αναθετική κομματοκρατία στο δρόμο προς τη βουλητική χειραφέτηση. Τα παιδιά του Caracazo (Somos hijos del 89) όπως συχνά αναφέρεται, είναι που θα προστατεύσουν τα ανακτηθέντα πλέον δικαιώματά τους, με όποιο κόστος, απέναντι στις προσπάθειες της δεξιάς αντεπαναστατικής παλινόρθωσης ακόμη και δεκαετίες μετά.
Ο ίδιος ο Τσάβες θα εξομολογηθεί ότι εκείνο το αίμα ώθησε τον ίδιο και συντρόφους του, να συνειδητοποιήσουν ότι είχαν διαβεί το Ρουβίκωνα, και ότι έπρεπε να αναλάβουν δράση, απέναντι σε ένα βάρβαρο καθεστώς. Είναι η ιστορική τομή, που θα κυοφορήσει τον τσαβικό σοσιαλιστικό πειραματισμό του 21ου αιώνα και τη λατινοαμερικάνικη ροζ παλίρροια, με κυριότερους άξονες τον κοινοτισμό και τη συνεχή προσπάθεια απονέκρωσης του αστισμού μέσω της εμβάθυνσης της δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα.
Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε…..ΝΟΤ
Οι συγκρίσεις με το σήμερα είναι αναπότρεπτες. Έχουν προηγηθεί πολλές “δικές μας στιγμές”, με συγκλονιστικότερο το ΟΧΙ, κι όμως το παράπονο της ματαίωσης, η εσωτερίκευση της ήττας, ο φαινομενικά “νεκρός χρόνος” και μια πρόδηλη αίσθηση απώλειας του τρένου της ιστορία, κυριαρχούν.
Οι διεργασίες, ωστόσο ενός μακροσκοπικά ακίνητου κοινωνικού σώματος, δεν απαιτούν ότι και σε μικροκλίμακα τα πράγματα ακολουθούν την ίδια πορεία. Η εντεινόμενη συνέχιση της αφαίμαξης από τη μία αλλά και η εμφάνιση πολιτικών προγραμμάτων διαφορετικών ρευμάτων, οι συχνές μεταξύ τους αντεγκλήσεις, οι ζυμώσεις, και οι αναθεωρήσεις, οι εκ νέου δειλές κινητοποιήσεις, η αστική κεντρικοπολιτική απονομιμοποίηση, ακόμη και η φοβική αμφιβολία μας για το μέλλον από την άλλη, είναι σημάδια που υποδηλώνουν την ανάγκη κι ενός άλλου λαού να μην υπαχθεί στο ζοφερό παρόν.
Δεν ξέρω αν περάσαμε ένα ελληνικό Caracazo το Δεκέμβρη του 2008, του οποίου το αποτέλεσμα ήταν η ριζοσπαστικοποιούμενη γαλούχηση και η ομφάλεια σύνδεση με το ΣΥΡΙΖΑ, που τον έφερε στην εξουσία. Δεν ξέρω αν θα υπάρξει και ένα (νέο) ελληνικό Caracazo, και αν ναι, πότε, ή με ποια αφορμή. Συνήθως όταν η ζωή εκβιάζεται επανειλημμένα, βρίσκει διεξόδους να ανατρέπει τα τελεσίγραφα θανάτου για ασήμαντους φαινομενικά λόγους.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι τίποτα δεν τελειώνει αν δεν θες εσύ ο ίδιος το τέλος του.