Το ανήκουστο που συνέβη με την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου
Nίκος Σκοπλάκης
Σε κάθε έργο τέχνης, ένα στοχαστικό κίνητρο απορροφά όλες τις αναφορές στο «πραγματικό» και τις εξακοντίζει στη δική του κατεύθυνση: άλλοτε καλύτερα, άλλοτε χειρότερα και γι’ αυτό μπορούν να αποφανθούν τα διάφορα επίπεδα της κριτικής και όχι οι στημένοι ακροκεντρώοι ηθικοί πανικοί πολύ σκοτεινών σκοπιμοτήτων.
Μέσα σε τόση «διαφωτισμένη» ατμόσφαιρα, ολούθε, μάλιστα, είναι να φρίττεις, διότι το πολλαπλό και χυδαία ψευδο-ηθικό μιντιακό ελατήριο κάνει τις ακροκεντρώες τσιρίδες να επενεργούν στην πολιτιστική ζωή· τους δίνει το ποσό της ενέργειας, που εξακοντίζει βολίδες λογοκρισίας μέσα στην ίδια την τέχνη.
Λέτε να ξαναμιλήσουμε για τον παροξυσμό του δογματισμού και τον κακούργο Ζντάνοφ, γλυκουλάκια; Ή μήπως για τον «πραγματικό ουμανισμό» απέναντι στον λογοκριτικά χειραγωγημένο ηθικισμό; Ή μήπως σιγά-σιγά θα γίνουν «έκνομες» και οι προβολές της «Μάχης του Αλγερίου», διότι και ο Ποντεκόρβο «δημιουργούσε κλίμα»;
Το ανήκουστο που συνέβη με την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, μπορεί να συγκριθεί μόνο με ένα μεσοπολεμικό προηγούμενο, από την ιδεολογική προετοιμασία ασφυκτικής λογοκρισίας, το οποίο πάλι σχετίζεται με παράσταση του Εθνικού Θεάτρου: το έργο του Στέφαν Τσβάιχ, «Του φτωχού τ’ αρνί», που είχε ανεβεί στις 6 Νοεμβρίου του 1934.
Δεξιές και φιλοδικτατορικές περσόνες, αρθρογράφοι υψηλόφρονα μεσοπολεμικής ευρωπαϊκής ορθότητος, υπέρμαχοι των συνετών πολιτικών ηθών εξαπέλυσαν τρομερό και βρωμερό πόλεμο ενάντια στην παράσταση και στον Φώτο Πολίτη. Και, βεβαίως, εναντίον του «παρακμιακού» Τσβάιχ, η προβολή του οποίου, μεταξύ άλλων, διατάρασσε και τις καλές μας σχέσεις με την αγαπημένη Γερμανία του Χίτλερ, όπου «ιδρύεται νέα πνευματική ιεραρχία».
Και, ασφαλώς, οι τότε ορθοφρονούσες ψυχούλες διακινούσαν, επίσης, μια μεγάλη δόση δεξιού λαϊκισμού για το «σκάνδαλο» να ανεβαίνουν πολιτικά και ηθικά επιλήψιμες παραστάσεις από το Εθνικό «με τα λεφτά του κοσμάκη». Και, εικάζω, ότι μερικά γλυκουλίνια θα αναγνωρίσουν τον εαυτό και τις μεθοδεύσεις τους στην αποστροφή του Θεμιστοκλή Αθανασιάδη-Νόβα, από τις 8 Νοεμβρίου 1934:
«είναι σκάνδαλον διοικήσεως! Διοικήσεως! Ορίστε μια μεγάλη λέξις! Αλλά ποιός διοικεί το Εθνικό; Το διοικεί κανείς; Το διοικούν οι νόμιμοι άρχοντές του; Ή καμιά άλλη δύναμις, μυστική και κακοποιός; Αυτό πρέπει κάποτε να το μάθουμε. Πρέπει επιτέλους να βρεθούν οι υπεύθυνοι».
Κι εκείνη η παράσταση κατέβηκε άρον-άρον· με εξίσου κακές δικαιολογίες, υποκύπτοντας τελικά στην προειπωμένη κι αυθαίρετη ετυμηγορία της λογοκριτικής «μεσότητος».
Μπροστά σ’ αυτόν τον φανατικό, τον ισοπεδωτικό, τον σχεδόν πρωτόγονο ηθικό πανικό, που υποκαθιστά την κριτική, περιορίζει και ως εκ τούτου ποινικοποιεί μέσα και δοκιμές θεατρικής έκφρασης, που τον νιώθεις κιόλας μέσα στις σελίδες των βιβλίων να κατασκοπεύει, μου ήρθε στον νου ο στίχος του Βύρωνα Λεοντάρη: «είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω, ανίατα μεσοπόλεμος». Έτσι θυμήθηκα και «Του φτωχού τ’ αρνί».