Από το Γιάννη Δημογιάννη
Περίεργο χαλί στρώνει ο τίτλος. Όπως και να’ ναι, μία απορία, έναν δισταγμό, τον αφήνει – το ψυλλιάζομαι. «Εντάξει», θα μού πεις, «τους κανίβαλους τούς έχω! Ανθρώπους τρώνε, ποιος να τους συμπαθήσει; Ακόμη και μεταφορικά να τους αγγίξεις, δεν ξεχειλίζεις και από συμπάθεια!»
Το θέμα είναι τι γυρεύουν, πώς στριμώχνονται δίπλα στους κανίβαλους, και οι ανάπηροι. Πολλές οι πιθανές εικασίες, αλλά τι να πεις, ρε παιδί μου, για το ρόλο τους στο κείμενο; «Μιλάμε για ανάπηρους στο σώμα – δηλαδή, για ανάπηρους, όνομα και πράμα;» «Μήπως υπάρχουν και ανάπηροι στο μυαλό, την ψυχή;» «Μπορεί, ενδεχομένως, και στα τρία; Στο σώμα, το πνεύμα, την ψυχή;». Και καλά, ξεκαθαρίσαμε, πέσε, με το πρώτο. «Μιλάμε», θαυμάσια, «για κάτι σχετικό με το σώμα, αλλά και πάλι, αυτό το “σχετικό”, πώς μετριέται;» «Ανάπηροι ντιπ, για ντιπ ∙ κόκαλο, που λέμε;» «Χωρά, μήπως, να βάλλεις και κάτι, σαν τα ποσοστά στα λιπαρά; Να πεις – για παράδειγμα – 50, 67, 80, 80% και πάνω;»
Από την άλλη – εδώ, την παραδεχόμαστε την αμαρτία μας – το “θέμα” δεν είναι δα από τα ευκολότερα. Όπου και αν το αγγίξεις, μία ελαφρά αμηχανία την νιώθεις να αιωρείται στην ατμόσφαιρα: «πώς να το πω, ρε παιδί μου», για να μη φανείς και κομμάτι αγενής, ασεβής, απολίτιστος, κομπλεξικός, έως και φασίστας; «Να το πω με βαριά καρδιά “Ανάπηρος;” με σφιγμένη την καρδιά “Άνθρωπος με αναπηρία;”, με τσιτωμένη την καρδιά “Μερική αναπηρία”- κάτι σαν τη τύφλωση, ένα πράμα;»… Όπως και να το πεις, πάντως, οι απορίες πάνε κι έρχονται, όπως θα ’γραφε και ο μυθικός Φερνάζης.
Αλλά, εσύ, το ξέρω! Το θέμα μπορεί να μην ενδείκνυται για χαριτωμενιές, οι λέξεις μπορεί και ν’ ακροβατούν σαν σε ναρκοπέδιο αρτιμέλειας, αλλά εσύ την έχεις, ήδη, έτοιμη την ατάκα ∙ την ακούω τόσο συχνά, που σχεδόν την προβλέπω μπροστά μου: «Να φοβάσαι όσους έχουν την υγεία τους, αλλά είναι ανάπηροι στο μυαλό και την ψυχή». Μία κουβέντα που την επικαλείσαι στερεότυπα, την αρθρώνεις αποφασιστικά, και κάπως έτσι, με μία ανώδυνη δήλωση, ξεμπερδεύεις από τις κακοτοπιές. Θαρρείς και μία φανταστική ερώτηση – παγίδα σε παραφυλούσε από καιρό, για να τεστάρει τάχατες, την ανθρωπιά σου.
Στο λέω, λοιπόν, φιλικά σαν ανάπηρος ή σαν άνθρωπος με αναπηρία, αν αυτό σού ακούγεται φιλικότερα. Μη σοκάρεσαι, επιτέλους, από τη λέξη «αναπηρία», γιατί αυτή αφορά αποκλειστικά και μόνο τη φυσική ελαττωματικότητα (πνευματική ή σωματική). Περιγράφει, δηλαδή, κάτι που έχει προκύψει στην πορεία σαν ένα ανυπέρβλητο φυσικό εμπόδιο, και ως επακόλουθο αυτού, το ανθρώπινο εργοστάσιο λειτουργεί μερικώς ή ελλιπώς. Κατά συνέπεια, το να πεις «ανάπηρος» δεν είναι ούτε προσβολή, ούτε αγένεια, ούτε κατάρα. Τουλάχιστον, όχι για τον πάσχοντα!
Άρα, για να το ξεκαθαρίζουμε όμορφα και τελεσίδικα ∙ η συγκεκριμένη λέξη – ταμπού αφορά τη σαφή και ακριβή περιγραφή ενός σώματος που, παρά τη θέληση του, έχει απλά «κατεβάσει ρολά». Κοντολογίς, η «αναπηρία – ως έννοια και ως κατάσταση – όχι μονάχα δε θα έπρεπε να σε σοκάρει, αλλά αντιθέτως να σε ωθεί να νιώθεις ευγνώμων που ακόμη, δε γνώρισε παρόμοια περιπέτεια, το δικό σου εργοστάσιο…
Να νιώθεις ευγνώμων που δεν έμεινες εσύ, παράλυτος από τη μέση και κάτω, μετά από κάποιο τροχαίο. Που δεν ακρωτηριάστηκε το δικό σου πόδι, μετά από ένα δυστύχημα. Που δε γεννήθηκες, για καλή σου τύχη, με σύνδρομο Down. Που δεν έχασες, για καλή σου τύχη, την όραση ή την ακοή σου. Που λειτουργούν, ακόμη, τα νεφρά σου, και δε χρειάζεσαι αιμοκάθαρση ή μεταμόσχευση. Που δεν έζησες, για καλή σου τύχη, τη δοκιμασία της διπλής μαστεκτομής… Που δεν “αυτό”, που δεν “εκείνο”, και ο κατάλογος των ανθρώπων της «χαμένης αρτιμέλειας» μοιάζει, εν τέλει, να περιλαμβάνει πολλούς περισσότερους, απ’ όσους αρχικά φανταζόσουν. Όχι γιατί δεν υπήρχαν και πριν, αλλά γιατί εσύ δεν το γνώριζες ή δεν το υπέθεσες ή δεν το έζησες, έστω! Τουλάχιστον, ακόμη.
Ένα επιπλέον «ακόμη» που δεν συνέβη, τουλάχιστον. Το συνηθέστερο ίσως σενάριο ζωής, που αποδεικνύει πόσο τραγικά ανυποψίαστος και ανέτοιμος είναι ο αντιπροσωπευτικός Έλλην της ενδοχώρας: να θεωρείς, περίπου, πως η Ζωή λειτουργεί σε αυτόματο πιλότο, πιστεύοντας πως μέχρι και τα αναντικατάστατα αγαθά της Υγείας ή της αρτιμέλειας (σωματικής και πνευματικής), είναι αυτονόητα και δεδομένα. Οπότε, κάπου εδώ, αρχίζουν τα παρατράγουδα και ο «Κανιβαλισμός».
Οι ερωτήσεις προβάλλουν, δυστυχώς, αδήριτες και αναπάντητες… «Πόσους κινητικά ανάπηρους έχεις συναντήσει στις γειτονιές που περπατάς; Πόσους είδες σε κάποιο θέατρο, σινεμά, καφέ, βιβλιοπωλείο ή σούπερ μάρκετ; Πρόσεξες ποτέ πόσα πεζοδρόμια και πόσα μαγαζιά είναι προσβάσιμα; Πόσα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι φιλικά και κυρίως διαθέσιμα; Πόσες αναπηρικές θέσεις στάθμευσης υπάρχουν, και το σημαντικότερο, πόσες φορές δεν πάρκαραν σε αυτές, αρτιμελείς;» Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό!
Αν, όμως, είναι όντως ελάχιστοι οι κινητικά ανάπηροι που συνάντησες στη βόλτα σου, τότε διερωτήθηκες πού οφείλεται η απουσία τους; Είναι γιατί εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας; Γιατί οι αρρώστιες γιατρεύτηκαν; Γιατί τα τροχαία ατυχήματα εκμηδενίστηκαν; Γιατί μπορεί να βαριούνται ή, μήπως, γιατί δεν έχουν ανάγκες και ενδιαφέροντα; Απ’ όλα αυτά τα σενάρια, καλοί μου φίλοι, τίποτε δεν ισχύει, γιατί η ερμηνεία – πολύ φοβάμαι – είναι αποστομωτική:
Οι πάσης φύσεως ανάπηροι – τα νούμερα κάνουν λόγο για το ιλιγγιώδες ποσοστό των 10% επί του ενεργού πληθυσμού!!!!! – απέχουν από τα δρώμενα, όχι επειδή δεν το θέλουν ή γιατί αδιαφορούν, αλλά επειδή απλά νιώθουν ανεπιθύμητοι, και κατά συνέπεια, παρείσακτοι. Σαν ένα ξένο σώμα προς την κοινωνία, λειψό και ανεπιθύμητο. Σαν άνθρωποι δεύτερης διαλογής, που διαρκώς αισθάνονται μειονεκτικοί και υπόλογοι για ένα πρόβλημα που δεν το προκάλεσαν, βέβαια, οι ίδιοι.
Υπερβολές, θα βιαστείς να πεις! Σού αναφέρω, επομένως, το ακόλουθο συμβάν, όχι σαν ένα τυχαίο, μεμονωμένο και αποσπασματικό γεγονός, αλλά σαν ένα συνηθισμένο παράδειγμα ρατσισμού και προκατάληψης, που αγγίζει τα όρια του κανιβαλισμού.
Αφού για δεκαετίες οι κινητικά ανάπηροι ήταν παντελώς αποκλεισμένοι από θάλασσες και παραλίες – σαν να κουβαλούσαν κάποια κατάρα ή κάποια ανίατη μεταδοτική αρρώστια – η Τύχη έδειξε να εισακούει τις δεήσεις και τα δικαιολογημένα παράπονά τους. Ένας Πατρινός ανάπηρος, σε άψογη συνεργασία με μία ομάδα μηχανολόγων του πανεπιστημίου Πατρών – τα ονόματα είναι πασίγνωστα, αλλά σκοπίμως δεν αναφέρονται – έβαλαν κάτω το νου τους και, αφού κυριολεκτικά τον έστυψαν, κατέληξαν σε μία παγκόσμια πατέντα, η οποία εξασφαλίζει άνετα και με ασφάλεια, την απρόσκοπτη πρόσβαση των ανάπηρων, στο έως τότε απαγορευμένο αγαθό ∙ τη θάλασσα. Επομένως, το θαύμα που όλοι αναζητούσαν έγινε, το Seatrack παραδόθηκε στους διψασμένους, και έκτοτε το μπάνιο έπαψε να αποτελεί προνόμιο όλων των υπολοίπων, εκτός των καταδίκων. Γιατί, κάπως έτσι, νιώθαμε για δεκαετίες ∙ σαν ανεπιθύμητοι κατάδικοι.
Θεωρητικά, εδώ θα περίμενες να έχει τελειώσει η Οδύσσεια των κατάδικων, αλλά – προς μεγάλη διάψευση των στερημένων – η αλήθεια αποδείχθηκε για μία επιπλέον φορά, ανελέητη και εκδικητική. Ενώ, δηλαδή, τα Seatrack θα έπρεπε να λειτουργούν απρόσκοπτα, εκεί ξύπνησε ξανά ο Κανιβαλισμός του ρατσισμού, και, δίχως την παραμικρή ντροπή, έσπειρε ξανά την απόγνωση και τη θλίψη! Άκουσε το προσεκτικά, και αναλογίσου την ευθύνη που σου πρέπει…
Άνθρωποι αρτιμελείς, άνθρωποι που ποτέ δεν στερήθηκαν το μπάνιο κα τη θάλασσα, ποτέ δεν τους έλειψε η διασκέδαση, ποτέ δεν είδαν το κορμί τους πονεμένο και εξαντλημένο, έδρασαν στα κρυφά και κατέστρεψαν το μηχάνημα. Ναι, πολύ καλά άκουσες και δεν είναι ανέκδοτο ή ράδιο αρβύλα: κατέστρεψαν το μηχάνημα. Το ίδιο ακριβώς καλοπαιγμένο σενάριο, που επαναλήφθηκε προσφάτως και στην Σκάλα Κεφαλονιάς, όπου κάποιοι άθλιοι βανδάλισαν το μηχάνημα και τις τουαλέτες των ανάπηρων, ενώ δε δίστασαν να κλέψουν μέχρι και τις σανίδες από τη βάση στήριξης!!
Το έργο είναι προβλέψιμο, και το σενάριο γνώριμο στην αναπηρική κοινότητα: «Ούτε πριν σας θέλαμε ανάμεσά μας στις παραλίες, ούτε τώρα γουστάρουμε να σας βλέπουμε να ξεθαρρεύετε. Δεν σας χρωστάμε καμιά εξήγηση. Μας αρκεί μονάχα η αφασία μας, και δε θέλουμε να ξενερώνουμε βλέποντας «σακάτηδες» στα πόδια μας. Είμαστε κανίβαλοι και έτσι γουστάρουμε. Εσείς, τώρα, τι δεν καταλαβαίνετε;»
Όλοι οι κανίβαλοι, είναι αλήθεια, ποτέ τους δεν κατάλαβαν. Ποτέ τους δεν κατάλαβαν ούτε καν οι βάρβαροι. Το θέμα, όμως, δεν είναι τι σεβάστηκαν αυτοί, αλλά τι κατάλαβες εσύ, ο ενσυνείδητος (υποτίθεται) πολίτης, ώστε εσύ να σταθείς αλληλέγγυος στους συνανθρώπους σου; Η λύση, εξάλλου, είναι ανώδυνη και δεν σου κοστίζει τίποτε. Απλά, κάθε φορά που θα δεις, για παράδειγμα, κάποιον αρτιμελή να παρκάρει παράνομα σε μία αναπηρική θέση, να μη διστάσεις να καταγγέλλεις το άδικο και το παράλογο.
Και τότε, να ξέρεις, η στάση σου θα αποδειχθεί πολύ πιο χρήσιμη, από μία ανώδυνη διαπίστωση του στυλ: «να φοβάσαι όχι τους ανάπηρους στο σώμα, αλλά τους ανάπηρους στην ψυχή». Εξάλλου, εκεί έξω υπάρχουν πολλοί, για να φοβάσαι. Μη γίνεις εσύ η αφορμή!