Επιμέλεια – φωτογραφίες: Χρήστος Διαμάντης για το Νόστιμον ήμαρ
Αγάπη μεγάλη και τότε και τώρα!
Η γενική εντύπωση όσον αφορά τον Γιάννη Αγγελάκα είναι πώς είναι ένας άνθρωπος που επηρεάζεται πολύ λίγο από την αγάπη της δόξας και που, ακόμη λιγότερο, ενδιαφερόταν για τη μάχη, που γινόταν στον καιρό του, σχετικά με την απόκτησή της, όχι χωρίς κόπο. Αυτό που έμοιαζε αληθινά, όμως, να τον νοιάζει ήταν το να εξελίσσεται διαρκώς, ώσπου να φτάσει στο σημερινό σημείο.
Για τον Νίκο Βελιώτη, τον τσελίστα, συνέβαινε τούτο: Ο σεβασμός του για τη μουσική, στις υψηλότερες εκδηλώσεις της, τον έκανε να επιθυμεί μια θέση στην καρδιά της και καμία στη μνήμη της και εκεί, μέσα στη μεγάλη της καρδιά, ήθελε να βρίσκεται μόνο στους μελλούμενους χρόνους. Απ’ αυτή την οπτική ήταν «φιλόδοξος» ( και ποτέ δεν το έκρυψε ότι ήταν τέτοιος) σχετικά με την ιδέα της ελευθερίας, πόση σημασία της έδινε σε άκαρπους καιρούς. Από αυτή την ιδέα παρακινούμενος, έπαιξε για να εξευγενίσει την ανθρώπινη ακοή και- για να βάλει τη μαγική της επιρροή μέσα στον πλανήτη που τον γέννησε- θα μπορούσε να λεχθεί πώς και αυτός έβαλε στην άκρη τη μάχη της δόξας. Λύκος τσελίστας πλέον, έψαχνε την ανάσα για την ελευθερία και για την έκφρασή της φτάνοντας ως το σημείο να είναι καλά μ’ αυτό, ταξιδεύοντας τον εαυτό του σε τόπους ουτοπικούς και μέσα στα αληθινότερα όνειρά του. Στο σημείο μηδέν.
Ο Γιάννης Αγγελάκας είχε περιγράψει στο εύστοχο ντοκιμαντέρ “ΤΑΞΙΔΙΑΡΑ ΨΥΧΗ” της Αγγελικής Αριστομενοπούλου, όπου είπε πως έψαχνε έναν τσελίστα από τον ουρανό και κάποιος του είχε πει: «Μα, αυτός υπάρχει και είναι ο Νίκος Βελιώτης».
Το ότι ο Γιάννης Αγγελάκας σπάει τα καλούπια του και φτιάχνει άλλα, γιατί δεν τον χωρούν, το είχε δείξει και μας ήτανε γνωστό και, επειδή έχει αυτή την αντανάκλαση του πνεύματος και των ιδεών του, είχε γίνει πλατιά αποδεκτό. Στον καιρό του η μουσική στην Ελλάδα θεωρούταν ένας θησαυρός που χανόταν κι έξαφνα βρέθηκε το αντίδοτο απέναντι στην τάχα μου επαναστατική, μοντέρνα, ελευθεριακή μουσική κουλτούρα που είχε έρθει τότε, εκείνα τα χρόνια της εποχής του Μίκη Θεοδωράκη. Σ’ εκείνο το χρονικό σημείο, οι ιοί “στο υγιές σύστημα” ήταν κυρίως οι Δημήτρης Πουλικάκος, Σπυριδούλα και οι Τρύπες αργότερα, που φυσικά συνέχισαν στα ελληνικά τις ιδέες – Των – και στέριωσε το ροκ στην Ελλάδα από την πιο πεισματώδικη μυσταγωγία. Μεγάλη ήταν η αξία που δώσανε στη μουσική οι ιοί αυτοί. Απλοί, σεμνοί, ασυμβίβαστοι. Κι ασάλευτη και πύρινη ήταν η πίστη που στηρίξανε πάνω της. Είμαι σίγουρος πώς ο Μίκης Θεοδωράκης θα σάστισε μπροστά σ’ αυτή την αποκάλυψη. Τα λόγια των ποιητών αυτών ήταν αλάνθαστα κι όπως φάνηκε μπορείς να τους αγνοήσεις αλλά, είναι πάντα επίκαιροι και αναπόφευκτοι επειδή θα βρίσκεις μπροστά σου πάντα τα τραγούδια τους.
Ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Νίκος Βελιώτης αναζύμωσαν μέσα τους το φυσικό τους και οι «θεοί των δισκογραφικών» ίσως να μην είχαν καν ασχοληθεί με τις «Ανάσες των Λύκων», αν δεν υπήρχε η φήμη και η καλλιτεχνική αξία του Γιάννη Αγγελάκα.
Στ’ αλήθεια οι καλές μουσικές χωμένες μέσα στα βινύλια είναι πολύ ανθρώπινες κι όμως, παρ’ όλα αυτά, παραμένουν αιθέριες. Ταξιδεύουν μέσα στον αέρα, περνούν μέσα από τη φωτιά, εμπνέουν και φωτίζουν τις σκοτεινές φυλακές κι είναι αδιαπέραστες απ’ την ύλη. Μα, ναι! Όπως η ζωή έδωσε στον ποιητή το θέμα, με τον ίδιο τρόπο έδωσε και το μέσο να το πραγματευθεί, ώστε τα τραγούδια να παίρνουν σχεδόν ανθρώπινη μορφή – εκείνη τη μορφή, που μπορούμε να την φαντασθούμε είτε στην κόλαση, είτε στον παράδεισο. Η δημιουργική δύναμη στα αυτιά μας είναι άξια θαυμασμού! Όλοι εμείς,που παρακολουθήσαμε αυτούς τους δημιουργούς μαζί στη σκηνή κι ακούσαμε τις ανάσες τους το διήμερο της Πέμπτης και Παρασκευής στο ΙΛΙΟΝ (plus) της οδού Κοδριγκτώνος, στο κέντρο της Αθήνας, δεν μπορούμε (ακόμη και οι ίδιοι οι δημιουργοί είμαι σίγουρος δεν μπορούν) να ξεχάσουμε τα ρίγη που νιώσαμε ανάμεσα στο «ορατό σκοτάδι».
Εκείνοι κοίταξαν κατάματα ό,τι μπορούσε να ειδωθεί ανάμεσα στους ανθρώπους κι εμείς περάσαμε ανάμεσά τους και γίναμε μέρος του πιο προσωπικού κομματιού της ύπαρξής τους.
Οι Ανάσες των Λύκων επέστρεψαν και η παράσταση είναι μια Μυσταγωγία.