Η ανεργία των νέων αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα πιο εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας και ένα από τα κομμάτια που συνθέτουν το πάζλ της οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης στη σύγχρονη Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό νότο. Η νέα γενιά, μολονότι μία από τις πλέον μορφωμένες μεταπολεμικά γενιές, αντί να βρίσκεται στο επίκεντρο μιας οικονομικής και πολιτικής διεξόδου αποτελώντας φορέα δημιουργίας, ανάπτυξης, καινοτομίας και κοινωνικής προοπτικής οδηγήθηκε στο περιθώριο βιώνοντας τον εφιάλτη της ανεργίας, της εργασιακής επισφάλειας και σε πολλές περιπτώσεις της μετανάστευσης σε αναζήτηση καλύτερων επαγγελματικών προοπτικών.
Τι να πρωτοπεί κανείς και πώς να χωρέσει μέσα σε μερικές λέξεις την ανθρώπινη τραγωδία και το προσωπικό δράμα χιλιάδων νέων ανθρώπων που βιώνουν τον εφιάλτη της ανεργίας και το φόβο της απομόνωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού που αυτή συχνά συνεπάγεται (ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μακροχρόνιας ανεργίας που μετατρέπει την ανεργία από κυκλική σε διαρθρωτική)?
Πώς να μιλήσει κανείς για τους χιλιάδες αποφοίτους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και συχνά κατόχους μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων σπουδών που βλέπουν μετά από τόσα χρόνια σπουδών και διαβάσματος τις προοπτικές επαγγελματικές αποκατάστασης και εύρεσης μιας δουλειάς με αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας να απομακρύνονται ή αναγκάζονται να απασχοληθούν προσωρινά σε τομείς εργασίας άσχετους με το αντικείμενο που έχουν σπουδάσει και αγαπούν? Και τώρα, τι?
Για άλλους η απάντηση συνεχίζει να βρίσκεται στο χαρτζιλίκι των γονιών και στο δωμάτιο που μεγάλωσαν (με τη μόνη διαφορά από τους εφήβους να βρίσκεται ότι πλέον δεν έχουν όνειρα για το μέλλον και η ανεξαρτητοποίηση φαντάζει ένα άπιαστο όνειρο), ενώ για άλλους στη μετανάστευση (και στη βίαιη αποκοπή από τις ρίζες και από φιλίες, τις σχέσεις και τους ανθρώπους με τους οποίους μεγάλωσαν).
Αυτό που πάντως φαίνεται να απομακρύνεται και φαντάζει όλο και πιο δύσκολο είναι η εύρεση εργασίας στη χώρα μας στην Ελλάδα! Παρ’ όλα αυτά, σε πείσμα των καιρών οι περισσότεροι από μας θέλουμε να εργαστούμε και να δημιουργήσουμε στη χώρα μας και αρκετοί αναζητούμε έναν τρόπο για να τα καταφέρουμε μέσα από συλλογικά εγχειρήματα (όπως οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί) που φέρνουν στο προσκήνιο μια συνεταιριστική και αλληλέγγυα οικονομία στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών.
Στον πυρήνα του προβλήματος της ανεργίας και των πολιτικών της λιτότητας που συνέβαλαν στη δραματική επιδείνωση της βρίσκεται η πρόταξη της ανταγωνιστικότητας και η συνάρτησή της με τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, τη μείωση του εργασιακού κόστους και την εργασιακή απορρύθμιση.
Επομένως, αντί η μείωση της ανεργίας να συνδέεται με την αποτελεσματική αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών του μακροοικονομικού περιβάλλοντος (μέσω της έμφασης σε πολιτικές ανάπτυξης και επενδύσεων, δημιουργίας υγιών παραγωγικών δομών και τόνωσης της ζήτησης με κομβικό το ρόλο της έρευνας, της καινοτομίας και του υψηλού επιπέδου κατάρτισης των εργαζομένων) επιχειρήθηκε η διάχυση του μοντέλου της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων (μέσω της ριζικής απομάκρυνσης από την πολιτική πλήρους απασχόλησης, μέσω των stages, των vouchers, της επιβολής της εκ περιτροπής εργασίας, της διάδοσης της πρακτικής της ενοικίασης εργαζομένων, μέσω της μείωσης της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας και υπερεργασίας, μέσω των προσλήψεων νέων με μισθούς κατώτερους από αυτούς της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας κ.λπ.). )
Αλλά και η προώθηση πολιτικών εργασιακής απορρύθμισης με την εσφαλμένη σύνδεση της ανταγωνιστικότητας με τη μείωση του εργασιακού κόστους και με τη μείωση των προστατευτικών ρυθμίσεων της εργατικής νομοθεσίας (π.χ με την σε ορισμένες περιπτώσεις υποκατάσταση της συνταγματικά κατοχυρωμένης συλλογικής αυτονομίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων από την κρατική ρύθμιση και την εν τοις πράγμασι εγκατάλειψη της αρχής της ευνοϊκής ρύθμισης, με την υποβάθμιση του ρόλου και της σημασίας του θεσμού της διαιτησίας).
Συνεπώς, άμεση απόρροια των ανωτέρω είναι ότι η μείωση της ανεργίας αντιμετωπίζεται συνολικά ως ζήτημα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και ενίσχυσης του ρόλου του ιδιωτικού τομέα σε μια λογική μείωσης του εργασιακού κόστους, ευελιξίας και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Κεντρικό γίνεται έτσι το αίτημα για αποδοχή από τους αναζητούντες εργασία του αιτήματος για ευελιξία και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των αγορών προς απόκτηση συναφών δεξιοτήτων (μέσω ευέλικτων αρχικά μορφών σχέσεων π.χ stages, internships, vouchers) και εκπαιδευτικών εμπειριών.
Το βασικό όμως πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι ότι απογυμνώνει την εργασία από τα κοινωνικά της συμφραζόμενα αφήνοντας μόνο απρόσωπες σχέσεις αγοράς επαναδιαπραγματευόμενη έτσι τις σχέσεις (και τα όρια των σχέσεων) μεταξύ αφενός ιδιωτικού και δημοσίου και αφετέρου κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής. Καταλήγει έτσι να αναγάγει τον ανταγωνισμό στον κατεξοχήν τρόπο ρύθμισης και συνεκτικό ιστό της κοινωνίας (η οποία κινδυνεύει να απολέσει την αυτονομία της έναντι της αγοράς) και να συρρικνώσει τη δημόσια σφαίρα και το κράτος πρόνοιας (με την έννοια ότι η εύρεση εργασίας και η διασφάλιση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων συνιστά την αναγκαία βάση και προϋπόθεση συμμετοχής των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και στο δημόσιο βίο).
Απέναντι σε αυτές τις εφαρμοζόμενες πολιτικές η διέξοδος θα μπορούσε να βρίσκεται στην πρόταξη μιας οικονομίας στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών που θα στηρίζεται στην έρευνα, στην καινοτομία και στις δημιουργικές δυνάμεις των νέων και όχι πια στη μείωση του εργασιακού κόστους και στην εργασιακή απορρύθμιση. Κυρίαρχο ρόλο σε μια τέτοια οικονομία καλούνται να διαδραματίσουν οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί και ένα μοντέλο οικονομίας που θα εξυπηρετεί τον σεβασμό των εργασιακών δικαιωμάτων και την ανάδειξη της κοινωνικής και ιστορικής ταυτότητας της ελληνικής κοινωνίας.
Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να υπάρξει ξανά ενίσχυση των εργασιακών αγώνων και ενός πλαισίου ενίσχυσης της συλλογικής αυτονομίας και δημοκρατικής λογοδοσίας των επιχειρήσεων παράλληλα προς την κατοχύρωση της διαφάνειας στον τρόπο λειτουργίας τους και ως προς το σεβασμό των εργασιακών δικαιωμάτων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εργαζομένων τους. Για αυτό χρειάζεται η ανάληψη μιας σειράς δράσεων σε τοπικό και κοινωνικό επίπεδο που θα πιέζουν δυναμικά προς αυτή την κατεύθυνση (π.χ επιτροπή ανέργων).
Παράλληλα, ένα νέο μοντέλο οικονομίας βασισμένο στην αμοιβαιότητα, στην κοινωνική συμμετοχή και στην κοινωνική προσφορά φαίνεται τελευταία να έρχεται στο προσκήνιο και να είναι ιδιαίτερα συμβατό με τα όσα προαναφέρθηκαν. Πρόκειται για το μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας, το οποίο ορίζεται ως «το σύνολο των οικονομικών, επιχειρηματικών, παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, οι οποίες αναλαμβάνονται από νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, των οποίων ο καταστατικός σκοπός είναι η επιδίωξη του συλλογικού οφέλους και η εξυπηρέτηση των ευρύτερων κοινωνικών αναγκών» με κεντρικό φορέα την κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση περιλαμβάνοντας όμως και σωματεία, κοινά ταμεία, ιδρύματα και αστικούς μη κερδοσκοπικούς συνεταιρισμούς.
Βασικό χαρακτηριστικό των κοινωνικών αυτών συνεταιρισμών είναι η αυτοοργάνωση των μελών τους, η αλληλεγγύη και η αμοιβαιότητα μεταξύ των μελών τους και η υποστήριξη των πιο ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων της τοπικής κοινωνίας, καθώς και η ανάδειξη και προβολή των αξιών και της ταυτότητας των τοπικών κοινωνιών. Πρόκειται για ένα μοντέλο κοινωνικής οικονομίας το οποίο φαίνεται να κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη της κρίσης, γιατί αναδεικνύει έναν άλλο τρόπο οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας βασισμένο στην αλληλεγγύη, την αμοιβαιότητα και την ανθρωπιά.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας απασχολούνται σήμερα περίπου 14,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι και ότι αντιπροσωπεύει περί τα 6,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας κυρίως στους τομείς των κοινωνικών υπηρεσιών, της υγείας, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και του ελεύθερου χρόνου. Στην Ελλάδα επιτυχημένα παραδείγματα κοινωνικών συνεταιρισμών περιλαμβάνουν συλλόγους που εκπαιδεύουν συνανθρώπους μας με κινητικά προβλήματα προς απόκτηση επαγγελματικών δεξιοτήτων, κοινωνικά φροντιστήρια, κοινωνικά ιατρεία, συνεταιριστικές καφετέριες κ.α
Συμπερασματικά, οι νέοι άνθρωποι είχαν σε όλες τις εποχές τη δύναμη και την ορμή να αποτελέσουν δύναμη δημιουργίας και διεξόδου μέσω της ρήξης με τις παθογένειες του παρελθόντος και μέσω της αναθεώρησης της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Τον ρόλο αυτό καλούνται να επιτελέσουν και σήμερα κομίζοντας μέσα από τη δημιουργικότητα και την ορμή τους ένα μήνυμα ελπίδας και παραγωγικής ανασυγκρότησης. Για να συμβεί όμως αυτό απαιτούνται μια σειρά από ρήξεις και η ανάληψη πρωτοβουλιών για τη μείωση της ανεργίας και αυτό είναι εφικτό μόνο αν εγκαταλείψουμε τον αδιέξοδο δρόμο της εργασιακής απορρύθμισης και της εργασιακής ευελιξίας και επενδύσουμε ως κοινωνία στην αντιμετώπιση των αδυναμιών του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και στην ανάδειξη ενός άλλου μοντέλου κοινωνικής οικονομίας που θα εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες.
Σε τελική ανάλυση εξάλλου αυτό που επισκίασε ο περίφημος μύθος των μελισσών του Μάντεβιλ που βρίσκεται στην καρδιά της νεοφιλελεύθερης οικονομικής σκέψης (η οικονομική πρόοδος έρχεται μέσα από τον ανταγωνισμό που ισορροπεί τα επιμέρους ατομικά συμφέροντα των οικονομικών παικτών) είναι ότι η ατομική ταυτότητα διαμορφώνεται διαλογικά μέσω της επικοινωνίας σε ένα κοινωνικό πλαίσιο βασισμένο σε βαθύτερες πολιτισμικές αξίες και σκοπούς που το συγκροτούν και το συνέχουν. Δεν πρέπει, συνεπώς, για κανένα λόγο να εγκαταλείψουμε τις αξίες και τους δεσμούς αλληλεγγύης που μας συνέχουν ως κοινωνία, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι αφήνουμε την ίδια τη δημοκρατία να μαραζώσει!