Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Η Γαλλία ήταν ο μεγάλος απών από το παλιρροϊκό κύμα των διαδηλώσεων εναντίον της λιτότητας που έπληξε και τις δύο πλευρές του Ατλαντικού την περίοδο 2011-2012, από τους Αγανακτισμένους της Μαδρίτης μέχρι το Occupy Wall Street της Νέας Υόρκης. Παραδόξως, η χώρα που έχει αποδειχθεί πολλές φορές τους τελευταίους δύο αιώνες ενεργό κοινωνικό ηφαίστειο μεγάλης ιδεολογικής ακτινοβολίας, εμφανίστηκε εντυπωσιακά σταθερή στη δοκιμασία της τελευταίας διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Εδώ και τρεις εβδομάδες, η εικόνα τείνει να αλλάξει. Υστερα από σειρά μεγάλων διαδηλώσεων, απεργιών και καταλήψεων εναντίον του «νόμου Κομρί» (που έλκει την ονομασία του από την υπουργό Εργασίας Μιριάμ ελ Κομρί) για τη μεταρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η Γαλλία αναστατώνεται από το κίνημα «Nuit Debout» (Ολονυκτία). Αρχής γενομένης από την 31η Μαρτίου, χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως νέοι, καταλαμβάνουν κάθε βράδυ την Πλατεία της Δημοκρατίας, στο κέντρο του Παρισιού. Γύρω από το άγαλμα της θρυλικής Μαριάν, σε ατμόσφαιρα που θυμίζει αντικαπιταλιστικό καρναβάλι, παθιάζονται σε «γενικές συνελεύσεις», οργανώνουν λαϊκό πανεπιστήμιο και διαδηλώνουν την αντίθεσή τους στο υπάρχον πολιτικό σύστημα.
Η καθυστερημένη εμφάνιση των Γάλλων «Αγανακτισμένων» υποδηλώνει τα αδιέξοδα της προεδρίας Ολάντ στη διαχείριση του μεγάλου οικονομικού προβλήματος της χώρας του – μαζική ανεργία, απώλεια ανταγωνιστικότητας, αναιμική ανάπτυξη. Τον περασμένο Ιανουάριο, ο Γάλλος πρόεδρος φάνηκε έτοιμος να εγκαινιάσει μια νέα πορεία, στο πρότυπο του πρώην καγκελάριου της Γερμανίας, Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος εφάρμοσε πρόγραμμα δραστικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς και ο υπουργός Οικονομικών Εμανουέλ Μακρόν (πρώτην στέλεχος του ομίλου Ρότσιλντ, ένας υπουργός της Αριστεράς δημοφιλής στους ψηφοφόρους της… Δεξιάς) προώθησαν σειρά φιλελεύθερων μέτρων, όπως μείωση προσωπικού στον δημόσιο τομέα, άνοιγμα επιχειρήσεων τις Κυριακές, ελάφρυνση της φορολογίας του κεφαλαίου. Υιοθετώντας τις βασικές προτάσεις των εργοδοτικών οργανώσεων για διευκόλυνση των απολύσεων και καταστρατήγηση του 35ώρου, ο νόμος Κομρί λειτούργησε σαν τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας.
Ολα δείχνουν ότι η κυβέρνηση Ολάντ – Βαλς υποτίμησε την έκταση και την ένταση αυτής της δυσαρέσκειας. Το κύμα των «Ολονυκτιών» έχει ήδη επεκταθεί σε περισσότερες από 60 γαλλικές πόλεις. Σε αυτές περιλαμβάνονται όχι μόνον ιστορικά προπύργια της Αριστεράς, όπως η Λυών και η Νάντη, αλλά και εύπορες, παραδοσιακά συντηρητικές πόλεις, όπως η Νίκαια. Είναι βέβαια πολύ νωρίς για να προδικάσει κανείς πώς θα εξελιχθεί το νεοπαγές κίνημα, σίγουρα όμως αποτελεί αγκάθι στα πλευρά των Σοσιαλιστών, καθώς απηχεί μεγάλο μέρος των απογοητευμένων ψηφοφόρων τους. Μεταξύ εκείνων που από την πρώτη στιγμή κατέβηκαν στην Πλατεία της Δημοκρατίας ήταν στελέχη του Αριστερού Κόμματος του Ζαν-Λικ Μλενασόν και των Πρασίνων, γνωστοί διανοούμενοι και ακτιβιστές, όπως ο οικονομολόγος Φρεντερίκ Λορντόν και ο αρθρογράφος της Le Monde Diplomatique, Φρανσουά Ρουφέν.
Ανευ «κηδεμόνος»
Είναι αλήθεια ότι το ριζοσπαστικό αυτό ρεύμα εμφανίζεται εντελώς ακηδεμόνευτο, καχύποπτο απέναντι στο σύνολο των πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών που θα ήθελαν να σερφάρουν πάνω του. Ωστόσο, ο Φρανσουά Ολάντ έχει ισχυρούς λόγους να ανησυχεί πως το «Nuit Debout» θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για εμφάνιση νέων, ριζοσπαστικών σχηματισμών –όπως έγινε με την ανάδυση του Podemos από τους κόλπους των Αγανακτισμένων στην Ισπανία–, κάτι που θα αποτελούσε τη χαριστική βολή στις ελπίδες του για επανεκλογή στις προεδρικές εκλογές του επόμενου χρόνου.
Στο μεταξύ, η δημοτικότητα του Ολάντ –ύστερα από μια πολύ σύντομη αναλαμπή, στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων του Νοεμβρίου– έχει βυθιστεί και πάλι στα Τάρταρα: το 76% των πολιτών και το 66% όσων τον ψήφισαν το 2012 δεν επιθυμούν να κατέβει εκ νέου στις εκλογές. Αντίστοιχη είναι η εικόνα στην Κεντροδεξιά, όπου ο Νικολά Σαρκοζί κατρακυλά στην… τέταρτη θέση μεταξύ των προεδρικών υποψηφίων, πίσω από τους Αλέν Ζιπέ, Φρανσουά Φιγιόν και Μπρινό Λε Μερ. Μια εικόνα «βαλκανοποίησης» και γενικής απαξίωσης του κατεστημένου πολιτικού τοπίου, σε μια κοινωνία που αναζητεί νέα κατεύθυνση.
Κυβερνητικές κινήσεις με σκοπό την εκτόνωση
Από το περασμένο Σαββατοκύριακο, η ατμόσφαιρα «Γούντστοκ» στην Πλατεία της Δημοκρατίας έδωσε τη θέση της σε πιο δυναμικές διαθέσεις, καθώς ομάδες ακτιβιστών έριξαν την ιδέα για πορεία προς την κατοικία του Γάλλου πρωθυπουργού. Παράλληλα, εκδηλώθηκαν συγκρούσεις με ομάδες γαλλικών ΜΑΤ και μικρής έκτασης καταστροφές.
Για τα επεισόδια ενοχοποιήθηκε, από μερίδα του Τύπου, η μαχητική ομάδα MILI (Αυτόνομο Κίνημα για τη Διασύνδεση των Αγώνων). Δημιουργήθηκε το 2013, ως αντίδραση στις αποβολές μαθητών «χωρίς χαρτιά», και συσπειρώνει μαθητές, φοιτητές, ανέργους και νέους επισφαλούς απασχόλησης, κινούμενη στον χώρο της αυτονομίας.
Το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν ζήτησε από την κυβέρνηση να διαλύσει το κίνημα των «Ολονυκτιών» και να συλλάβει τους ακτιβιστές. Επί του παρόντος, ο Μανουέλ Βαλς φαίνεται να επιλέγει την παραδοσιακή συνταγή του μαστίγιου και του καρότου. Χαράματα Δευτέρας, η αστυνομία διέλυσε τις κατασκηνώσεις των διαδηλωτών στην Πλατεία της Δημοκρατίας. Λίγες ώρες αργότερα, ο Βαλς κάλεσε τους εκπροσώπους των φοιτητικών ενώσεων για να τους ανακοινώσει μέτρα που ακούγονταν ευχάριστα στ’ αυτιά τους: επιδότηση στους νέους που ψάχνουν δουλειά, επέκταση φοιτητικών δανείων, αύξηση της φορολογίας για τις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης, προκειμένου να ενισχυθεί η απασχόληση αορίστου χρόνου. Ωστόσο, αυτή η στροφή της κυβέρνησης εξόργισε τις εργοδοτικές οργανώσεις, οι οποίες μίλησαν για «πισώπλατο χτύπημα», χωρίς να εκτονώσει το κίνημα των «Ολονυκτιών», ενισχύοντας την αίσθηση μιας κυβέρνησης σε γενική σύγχυση, που άγεται και φέρεται από τις περιστάσεις, χωρίς πυξίδα.