του Θωμά Ψήμμα*
Το κοσμογονικό γεγονός της πτώσης των Δίδυμων Πύργων («η μέρα που άλλαξε τον κόσμο»), οι «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας ανέδειξαν την αρχή της ασφάλειας σε επίγειο θεό της ύστερης νεωτερικότητας. Το αίσθημα της ασφάλειας συχνά παρουσιάζεται σε ανταγωνιστική σχέση προς το ιδεώδες της ελευθερίας, προκειμένου να δικαιολογηθούν ή, αντίθετα, να κριθούν ανεπίτρεπτοι περιορισμοί σε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα που άπτονται της ιδιωτικότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του πολίτη.
Αποτελεί, ωστόσο, το πρόταγμα της ασφάλειας σημάδι των καιρών μας ή διατρέχει τις πολιτικές κοινότητες σε βάθος χρόνου, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα; Και το κυριότερο, είναι πράγματι η ελευθερία και η ασφάλεια δυο ασυμφιλίωτες αρχές στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες;
Στο πρόσφατο βιβλίο του «Η αρχή της ασφάλειας» (Le Principe Sécurité, 2012), ο Γάλλος διδάκτωρ πολιτικής φιλοσοφίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, Frédéric Gros, πραγματοποιεί μια άκρως διδακτική από επιστημονική-ακαδημαϊκή άποψη και άκρως απολαυστική από λογοτεχνική-εκφραστική σκοπιά βουτιά στην ιστορία της πολιτικής σκέψης κατά το πέρασμα των αιώνων. Τα εύσημα για το εξαιρετικό αυτό πόνημα πρέπει επίσης να αποδοθούν στον μεταφραστή του έργου στα ελληνικά, Αλέξανδρο Κιουπκιολή (λέκτορα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) και , φυσικά, στις εκδόσεις «Πόλις» που έφεραν τον περασμένο Μάιο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων της χώρας μας ένα τόσο σημαντικό κείμενο.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να αποδομήσει τη θέση ότι η ασφάλεια είναι ένα κατεξοχήν επίκαιρο πολιτικό και μιντιακό διακύβευμα. Θεωρεί ότι το αίτημα της ασφάλειας είναι πάγιο για όλα τα άτομα και όλες τις κοινωνικές συσσωματώσεις ήδη από την αρχαιότητα. Ωστόσο, διακρίνει τέσσερις μεγάλες κατηγορίες, οι οποίες αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό με οριοθετημένες ιστορικές περιόδους στο διάβα της κοινωνικής εξέλιξης, ανάλογα με την κρατούσα αντίληψη για την ασφάλεια.
Στην αρχαιότητα (κατά βάση ύστερη ελληνική και πρώιμη ρωμαϊκή), υπό τη φιλοσοφική επίδραση του Επίκουρου, των Στωικών και των Σκεπτικών, η ασφάλεια ταυτιζόταν με τη γαλήνη του σοφού. Αποτελούσε την ιδεατή απεικόνιση του αποκαθαρμένου από τα παράλογα πάθη, τις περιττές ηδονές, τον άκαμπτο δογματισμό και την «πολλή συνάφεια του κόσμου» πνεύματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η κατάκτηση μιας κατάστασης ασφάλειας αντιμετωπιζόταν αποκλειστικά ως προσωπική αρετή του «καλού καγαθού» ανθρώπου, χωρίς να συνδέεται ακόμα με οποιοδήποτε αίτημα διατήρησης ή μετασχηματισμού του κοινωνικοπολιτικού status quo. Πάντως, η διαλογή των ηδονών, ανάλογα με το αν προάγουν ή υπονομεύουν την ασφάλεια του ανθρώπου, προοικονομεί τη νεωτερική διάκριση ανάμεσα σε ανώτερες και κατώτερες ηδονές ως στοιχείο όχι μόνο της ηθικής τελείωσης του ατόμου, αλλά και της κοινωνικής ευημερίας στο μετριοπαθή ωφελιμισμό του John Stuart Mill.
Η αρχή της ασφάλειας έλαβε διαφορετική μορφή υπό την επιρροή του χριστιανισμού και γενικά των χιλιαστικών δοξασιών ιδίως κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και το Μεσαίωνα. Η βαθιά ριζωμένη αντίληψη της Δευτέρας Παρουσίας μόλις έρθει το πλήρωμα του χρόνου οδήγησε σε θεωρητικές προσεγγίσεις και (αποτυχημένες) απόπειρες εδραίωσης ενός καθεστώτος ασφάλειας που θα κρατήσει τις ανθρώπινες υπάρξεις για πάντα μονοιασμένες, ενωμένες, ευλογημένες και ευτυχισμένες. Η ακάματη αναζήτηση της «Κυριακής της ιστορίας», του νομοτελειακού «τέλους της ιστορίας», του σημείου μηδέν, μετά το οποίο θα βασιλεύει η γαλήνη στις ψυχές των ανθρώπων και η ειρήνη στην παγκόσμια κοινότητα, βρήκε απήχηση κατά τη νεωτερικότητα σε οιονεί μεταφυσικές πτυχές της μαρξιστικής παράδοσης, στο ντετερμινιστικό ευαγγέλιο της αταξικής κοινωνίας. Συνεπώς, υπό τη δεύτερη εκδοχή της, η ασφάλεια ταυτίζεται με την απουσία κινδύνων για τον άνθρωπο ως μέρος και , κυρίως, για την κοινωνία ως όλον, άρα πλέον αποκτά περισσότερο κοινοτιστικά χαρακτηριστικά.
Περνώντας το κατώφλι της νεωτερικότητας, υπό την οπτική του Διαφωτισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού, μεταβάλλεται άρδην η προσέγγιση της ασφάλειας. Πλέον παύει να θεωρείται συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, αποστολή του κάθε προσώπου ξεχωριστά και μεταβάλλεται σε θεμελιώδες γνώρισμα της δημόσιας τάξης (νομική, αστυνομική, στρατιωτική) που έχει ως καταστατικό σκοπό την έλλειψη διακινδύνευσης της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας των αυτόνομων-αυτεξούσιων ατόμων. Έτσι, το Κράτος ανυψώνεται σε εγγυητή της ασφάλειας των πολιτικών υποκειμένων, χάριν της συναίνεσης των οποίων (συμβολαιοκρατική παράδοση) υπάρχει ως πολιτική οντότητα. Μέσω του έννομου καταναγκασμού και του μονοπωλίου της νόμιμης βίας προσλαμβάνει σχεδόν μυθολογικά χαρακτηριστικά (μακιαβελικός «Ηγεμόνας» ή χομπσιανός «Λεβιάθαν»). Έτσι, η ασφάλεια πλέον αποτελεί την κοινή βάση, επί της οποίας οικοδομείται η πολιτική κοινωνία, με τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που της προσδίδει κάθε κορυφαίος στοχαστής της νεωτερικότητας (προστασία της ζωής ο Hobbes, της ιδιοκτησίας ο Locke, της αυτοκυβέρνησης ο Rousseau). Επομένως, ο homo homini lupus του Hobbes, ο άνθρωπος-tabula rasa του Locke και ο καλοκάγαθος άγριος του Rousseau παραχωρούν οικιοθελώς μέρος της αυτονομίας τους με αντάλλαγμα την ασφάλεια κι αυτό το γεγονός αποτελεί ξεκάθαρη απόδειξη ότι πλέον το ζήτημα της ασφάλειας δεν λογίζεται μονάχα ως ζήτημα της ανθρώπινης φύσης, αλλά και ως προνομιακό πεδίο άσκησης δημόσιας εξουσίας.
Η τέταρτη και τελευταία διακριτή εποχή της ασφάλειας ταυτίζεται χρονικά και ιδεολογικά («πτώση του Τείχους») με τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Η αναγόρευση της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας ως τελικής μορφής πολιτεύματος (χιλιαστική αντίληψη του Fukuyama περί «τέλους της ιστορίας») έχει μεταβάλει καταλυτικά τους όρους αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής, ανταλλαγής και κυριαρχίας στην οικονομική υποδομή και το ιδεολογικό εποικοδόμημα της κοινωνίας. Η διατήρηση του καπιταλιστικού status quo περνάει πλέον αναπόδραστα μέσα από τον έλεγχο των ποικίλων ροών (διατροφικών, μεταναστευτικών, υγειονομικών, πολιτισμικών κ.λ.π.) που αναπτύσσονται στο εσωτερικό μιας πολυδιάστατης κοινότητας. Το δόγμα «ελέγχουμε για να προστατεύουμε, προστατεύουμε για να ελέγχουμε» συμπυκνώνει την παρέμβαση του κράτους-νυκτοφύλακα στις ανθρώπινες σχέσεις και πολιτικές συμπεριφορές, προκειμένου να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, δηλαδή η ανεμπόδιστη διασυνοριακή κίνηση κεφαλαίων.
Ο έλεγχος των ατόμων ως συνειδητών πολιτικών δρώντων δεν συντελείται μέσα από ένα δυστοπικό οργουελικό σύμπαν («Μεγάλος Αδερφός»), δεν στηρίζεται στην ολοκληρωτική αφοσίωση στο Κόμμα (σταλινισμός) ούτε φυσικά υποβάλλεται σε τεστ συμμόρφωσης με την κυρίαρχη ιδεολογία (ναζισμός, φασισμός). Η ασφάλεια πλέον εισχωρεί τόσο έμμεσα στην καθημερινότητα των ελεγχομένων που μοιάζει με δική τους ενσυνείδητη επιλογή. Οι ροές ελέγχονται πλήρως από το κράτος την ίδια στιγμή που υπάρχει η διάχυτη εντύπωση ότι αυτορρυθμίζονται. Η διαβουλευτική δημοκρατία αποπολιτικοποιείται την ίδια ώρα που η αγιογραφία της ελεύθερης αγοράς ανυψώνεται, δίχως καμιά εναλλακτική (There Is No Alternative), σε αποκλειστικό οδηγό επιβίωσης της οικονομικής ευημερίας, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της ανοιχτής κοινωνίας και της παγκόσμιας ειρήνης. Συνεπώς, τον καιρό της νεοφιλελεύθερης επέλασης η ασφάλεια είναι συνώνυμη της βιοασφάλειας, δηλαδή του προληπτικού ελέγχου όλων των αναγκαίων παραμέτρων, προκειμένου να γίνει δυνατή η κανονική λειτουργία μιας δραστηριότητας, η κανονική διεξαγωγή μιας διαδικασίας.
Συνοψίζοντας, ο Gros διαρθρώνει αριστοτεχνικά σε τέσσερις ευρείες κατηγορίες τις διακυμάνσεις της ασφάλειας στην πορεία της κοινωνικοπολιτικής εξέλιξης. Αναγνωρίζει σαφώς ότι οι κατηγορίες αυτές δεν είναι στεγανές, αλλά συχνά αλληλεπικαλύπτονται. Εξάλλου, το γεγονός ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται αποτελεί κοινό τόπο σε κάθε επιστημονική παραδοχή. Αφού παρουσιάσει εκτενώς τις τέσσερις κατηγορίες (γαλήνη του σοφού, Κυριακή της ιστορίας, το κράτος ως εγγυητής της ασφάλειας και βιοασφάλεια), προβαίνει εν είδει επιλόγου στη διατύπωση προτάσεων, προκειμένου να υπερβούμε την ανασφαλή ασφάλεια των σύγχρονων μεταμοντέρνων, ατομικιστικών πολιτικών κοινωνιών. Συνδυάζοντας διαλεκτικά τον Foucault («Επιτήρηση και Τιμωρία») και τον Marx, θεωρεί ότι η ανάκτηση της ασφάλειας περνάει καθοριστικά μέσα από τη ρήξη με το νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος έχει προκαλέσει γιγαντιαία αύξηση των ανισοτήτων πόρων και ευκαιριών και, πάνω απ’ όλα, ανυπολόγιστη καταστροφή στο κοινό μας σπίτι (περιβάλλον). Η έκρηξη των ανισοτήτων πυροδοτεί και πυροδοτείται από το νεοφιλελεύθερο κράτος-Ιανό, εξόφθαλμα απόν από τη σφαίρα παραγωγής κι ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών, άκρως παρεμβατικό/πατερναλιστικό για τη διαφύλαξη με κάθε μέσο (π.χ. αστυνομική βία) των ιερών και οσίων της ελεύθερης αγοράς (π.χ. ατομική ιδιοκτησία).
Όπως επισημαίνει, εξάλλου, ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου (από συνέντευξή του στο περιοδικό Le Nouvel Observateur), «όταν επιχειρούμε να αμφισβητήσουμε το δόγμα της αποτελεσματικότητας της αγοράς, μας αντιτείνουν το αιώνιο επιχείρημα του ολοκληρωτισμού. Μας κουνούν το δάχτυλο με τον Στάλιν, λες και θα πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στην απορρυθμισμένη αγορά και τα γκουλάγκ. Πρέπει να προσδώσουμε ξανά αξία στην πολιτική βούληση, αντί να περιμένουμε τα μαγικά αποτελέσματα μιας αυτορρύθμισης που δεν ωφελεί παρά μια μειονότητα».
Σε τελική ανάλυση, η διασφάλιση της ασφάλειας δεν συγκρούεται, αλλά συνδέεται άρρηκτα με το ιδεώδες της ελευθερίας. Μια ασφαλής ζωή για το άτομο και την πολιτική κοινότητα δεν μπορεί παρά να προκύπτει μέσα από την ουσιαστική πραγμάτωση της ελευθερίας στην πλήρη της διάσταση, ως προσωπική αυτονομία, πολιτική συμμετοχή, βιοτική αυτοτέλεια, κοινωνική χειραφέτηση και αλληλεγγύη.
*Δικηγόρου, ΜΔΕ Ιστορίας, Φιλοσοφίας & Κοινωνιολογίας του Δικαίου (ΑΠΘ)