Από τον Old Boy
Μια θρησκόληπτη καθολική κοινότητα στην καρδιά της σύγχρονης Γερμανίας, με διδαχές και τρόπο ζωής που μοιάζει εντελώς παράταιρος και παρωχημένος, αφού κι η ίδια δεν διστάζει να κηρύσσει πως μετά από 2.000 χρόνια παράδοσης η καθολική Εκκλησία και ο Πάπας αρνούνται την Ιστορία τους. Στην πρώτη σκηνή της ταινίας, ο ιερέας που κατηχεί λίγους εφήβους πριν λάβουν το Χρίσμα, μιλά με ρυθμό πολυβόλου κηρύσσοντας τίποτε λιγότερο από την καθολική (sic) άρνηση της ζωής. Ωστόσο δεν είναι θέμα Καθολικισμού, παραπλήσια θα μπορούσε να ακούσει κανείς και σε ορθόδοξα κατηχητικά πριν μερικές δεκαετίες ή ίσως ακόμη και σήμερα, έχουμε να κάνουμε με τον Χριστιανισμό στη χειρότερη δυνατή εκδοχή του κι ερμηνεία του, μια εκδοχή που κηρύσσει πως όλα, μα όλα, μα όλα πρέπει να τα αρνείσαι, όλα είναι απολαύσεις και περισπάσεις που μας αποσπούν από την αφιέρωση στον Θεό, ακόμα και το τσάι σου και η ζεστή σου σοκολάτα που σου δίνουν χαρά, όταν λοιπόν τα αρνείσαι έρχεσαι πιο κοντά στον παράδεισο, η γκόσπελ και η σόουλ που τραγουδούν σε άλλες ενορίες είναι σατανικοί ρυθμοί, τα ντραμς και η επαναλαμβανόμενη χρήση του μπάσου οδηγούν στην αμαρτία, όλα είναι αμαρτία, όλα είναι ένας πόλεμος ανάμεσα στον Θεό και το διάβολο και αποστολή μας είναι να είμαστε πολεμιστές του Θεού. Αν λοιπόν όλα είναι κακά, τότε ακόμα και τα απειροελάχιστα που είναι καλά ακόμη και για αυτά τα τόσο πολύ ακραία στάνταρ, μήπως είναι κάτι που πρέπει να αρνηθεί κανείς; Αυτό θα αναρωτηθεί έμπρακτα μια από τις εφήβους, η 14χρονη Μαρία. Γιατί να απολαμβάνει την ωραία θέα της εξοχής; Γιατί να μην την θυσιάσει; Γιατί να μην κρυώσει για τον Κύριο; Γιατί να μην μείνει νηστική για τον Κύριο; Και αν όχι ακριβώς για τον Κύριο γιατί όχι να μην θυσιασθεί για τον μικρό της αδελφό που έχει φτάσει 4 ετών και δεν μπορεί να μιλήσει; Αυτό το σώμα πρέπει να καταβληθεί, να ηττηθεί, να πάψει να λειτουργεί.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας
Ο Γερμανός κινηματογραφιστής Ντίτριχ Μπρίγκεμαν οραματίστηκε και πραγματοποίησε το «Oι Σταθμοί του Σταυρού» έχοντας τρία πολύ βασικά εφόδια: 1) το προσωπικό βίωμα (μαζί με την αδελφή του Άννα, με την οποία συνυπογράφουν το σενάριο, είχε παρόμοιες εμπειρίες μικρός από μια τέτοια κοινότητα και έμαθε αυτόν τον κόσμο από μέσα), 2) το σεναριακό μοτίβο πάνω στην οποία θα τη στήσει παραλληλίζοντας την απόφαση της Μαρίας με τους 14 σταθμούς της σταύρωσης στην οδό του μαρτυρίου (1) Ο Ιησούς καταδικάζεται σε θάνατο, 2) Ο Ιησούς σηκώνει τον Σταυρό, 3) Ο Ιησούς πέφτει για πρώτη φορά, 4) Ο Ιησούς συναντά την μητέρα του, 5) Ο Σίμων ο Κυρηναίος βοηθά τον Ιησού να μεταφέρει τον Σταυρό. 6) Η Αγία Βερονίκη σκουπίζει το πρόσωπο του Ιησού, 7) Ο Ιησούς πέφτει για δεύτερη φορά, 8) Ο Ιησούς συναντά τις γυναίκες της Ιερουσαλήμ, 9) Ο Ιησούς πέφτει για τρίτη φορά, 10) Αφαιρούνται τα ενδύματα του Ιησού, 11) Ο Ιησούς ανεβαίνει στον Σταυρό. 12) Ο Ιησούς πεθαίνει στον Σταυρό. 13) Αποκαθήλωση. 14) Ο ενταφιασμός του Ιησού), και 3) μια βασική σκηνοθετική προσέγγιση όπου οι 14 αυτές σκηνές θα είναι μονόπλανα (για την ακρίβεια στις περισσότερες δεν κινεί καν την κάμερα, οι κινήσεις της κάμερας είναι περιορισμένες σε μερικά πολύ κρίσιμα σημεία)
Όντας τόσο πρόσφατη η εμπειρία από την τελευταία ταινία του Ρόυ Άντερσον βοηθάει να καταλάβει κανείς τη διαφορά: στον Άντερσον το στήσιμο της κάμερας γίνεται ο τρόπος ώστε να δίνει πάρα πολύ μεγάλη ζωή στα όσα συμβαίνουν στο πλάνο. Εδώ όσα συμβαίνουν είναι μάλλον φτωχά εικαστικά, δεν φαίνεται να έχει επενδυθεί σκηνοθετικά κάποια ιδιαίτερη αναζήτηση. Από την άλλη βέβαια σε αντίθεση με την ταινία του Άντερσον παρακολουθούμε μια ιστορία με αρχή μέση και τέλος και έντονο συναισθηματικό πυρήνα, που ισοσκελίζει αν δεν καθιστά τελικά και λιγότερο σημαντική αυτή την έλλειψη. Που και πάλι πρόκειται για έλλειψη που μόνο συγκριτικά μπορεί να εκληφθεί ως τέτοια, αφού ούτως ή άλλως αισθητικά η ταινία είναι διαφορετική, έστω και αν ακολουθεί τα αισθητικά μονοπάτια του Άντερσον. Κι αναφορικά με τον βαθύ συναισθηματικό πυρήνα, ο Μπρίγκεμαν παίρνει σημαντική βοήθεια από τους ηθοποιούς του, τόσο τη Λέα Βαν Άκεν που υποδύεται την Μαρία όσο και τη Φραντσίσκα Βάις που υποδύεται την μητέρα της
Ό,τι λειτουργεί και με το παραπάνω στο τέλος του «Λόγου» του Ντράγιερ ή του «Δαμάζοντας τα Κύματα» του Τρίερ, εδώ δημιουργεί από αμηχανία έως ενόχληση. Ο Μπρίγκεμαν προσπαθώντας να μας προσφέρει στο τέλος κάτι αμφίσημο, μας προσφέρει κάτι αταίριαστο. Ενώ είναι περισσότερο από σαφές (εκτός κι αν την έχω διαβάσει τελείως λανθασμένα) ότι η ταινία του έχει πολύ συγκεκριμένη θέση εναντίον αυτού του φανατικού μικρόκοσμου, όσα συμβαίνουν στο τέλος χρειάζεται αρκετή καλή θέληση για να εξηγηθούν με όρους ψυχολογικούς ή έστω συμπτωματικούς. Και δεν είμαι σίγουρος ότι αυτή η αμηχανία οφείλεται στη σεναριακή επιλογή, αφού ενδεχομένως μια διαφορετική σκηνοθετική αντιμετώπιση της κρίσιμης στιγμής να επετύγχανε το ανατρεπτικό που είχε κατά νου και να έδιωχνε το κατ’ αποτέλεσμα αμήχανο.
Ο γιατρός στον οποίο πηγαίνει την Μαρία η μητέρα της μετά από μια λιποθυμία της διαγιγνώσκει ανορεξία. Εδώ όμως δεν πρόκειται για μια ανορεξία – άμυνα απέναντι σε ένα σώμα φαντασιακά παχύ, για ανορεξία – άμυνα απέναντι σε μια αυτοεικόνα ενός εαυτού ελαττωματικού αισθητικά, αλλά για μια ανορεξία – επίθεση προς τον σκοπό της θυσίας ή ίσως για μια ανορεξία – άμυνα απέναντι σε έναν κόσμο που της παρουσιάζεται ως συνολικά κακός και προκλητικός. Το σώμα της Μαρίας δεν πρέπει να είναι τέλειο, το σώμα της Μαρίας δεν πρέπει να υπάρχει καθόλου. Η τέλεια εικόνα της Μαρίας δεν είναι η εικόνα ενός σώματος χωρίς περιττό κιλά, η τέλεια εικόνα της Μαρίας είναι μιας πρωταθλήτριας της αυταπάρνησης και της άρνησης. Το αισθητικό της πρότυπο δεν είναι αυτό του μοντέλου, αλλά αυτό της αγίας.
Έτυχε σήμερα που γράφω αυτό το κείμενο να έχουμε τα εξαιρετικά νέα της λήξης της απεργίας πείνας του Νίκου Ρωμανού. Η συγκυρία με κάνει να σκεφτώ εκτός από τα προηγούμενα δύο κι αυτό το τρίτο διαφορετικό είδος άρνησης της τροφής: στην περίπτωση Ρωμανού το κορμί χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό όργανο, ως ύστατο μέσο εγρήγορσης, ως πεδίο διεκδίκησης και τελικά νίκης εντός της κοινωνίας, ενώ η Μαρία αποφάσισε να αρνηθεί το κορμί της στο σύνολό του, διεκδικώντας τη δική της νίκη κάπου αλλού, κάπου έξω από τη ζωή.