Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Θήτα είναι ο χαμένος διαβήτης απ’ την τσάντα του ουροβόρου κι ένα κλαδί πεσμένο πάνω του. Είναι η πρώτη ελλειπτική τροχιά ενός πλανήτη και η προσπάθειά του να κλέψει στο δεύτερο χρόνο του κόβοντας δρόμο κάπου στα μισά. Είναι ο κακοχαραγμένος κύκλος της σέντρας ενός γηπέδου μικρής κατηγορίας στην Ελλάδα απ’ τον βαριεστημένο υπάλληλο που χειρίζεται το μηχάνημα με τον ασβέστη. Θήτα είναι το ζούληγμα μιας bubbaloo και το σημάδεμά της απ’ το ξεχειλισμένο σιρόπι φράουλας. Είναι μια σχεδιασμένη τρύπα στο χαρτί και μια γέφυρα να σε περνάει απέναντι. Είναι ένα λάθος χάπι σε κάψουλα και οι συνέπειες που θα φέρει στον οργανισμό η κατανάλωσή του. Θήτα είναι ένα χνάρι στο χιόνι κι ένα δεύτερο που δεν αφέθηκε ποτέ.
Τα θήτα των λέξεών μας είναι σκόρπια σαν σπόροι σταριού σε χωράφι τυφλού Κύκλωπα. Ριγμένα εδώ κι εκεί, έξω απ’ τα αυλάκια τους, έξω απ’ τις γραμμές τους, χωρίς την αίσθηση του χώρου και της λειτουργικότητάς τους. Είναι ατάκτως ερριμμένα τούβλα, σε οικόπεδο, που επιθυμούν να γίνουν σπίτι. Μόνα τους όμως πώς; Και με τη βοήθεια του χτίστη γιατί; Για την πραγμάτωση όρων που θα ενέχουν τον φόβο και το δύσμορφο; Τα θήτα των λέξεών μας υπερτονίζουν ένα ρίσκο, το κάνουν bold, προειδοποιούν για την ενδεχόμενη ασχήμια τους. Η χρήση τους είναι ευθύνη δική μας και μόνο δική μας. Τα παγωμένα βλέμματα, τα αφρισμένα απ’ τη λύσσα χείλη, ο κοσάς ή το δρεπάνι θα έχουν προσκληθεί επίσημα απ’ το μελάνι ή το πληκτρολόγιό μας. Είμαστε πάντα έτοιμοι και ικανοί να υπερασπιστούμε την πράξη μας;
Ωραία. Αν τότε είναι όντως τόσο επικίνδυνα όσο λέω, γιατί δεν τα αφαιρούμε; Γιατί με κίνηση γόμας δε θερμαίνουμε τις κόλλες μας, δεν τρίβουμε τις λέξεις μας, δεν τα βγάζουμε απ’ τις προτάσεις μας; Ποιος μας κρατάει απ’ το να κάνουμε νέες συμφωνίες γλωσσικές, να φτιάξουμε καινούριους κανόνες, να πεισθούμε για το 23 ως νούμερο στην εξώπορτα του αλφάβητού μας; Η απάντησή μου χωρίς ενδοιασμό, χωρίς καμπύλες, κοφτή σαν γκρεμός που τελευταίος φωτογραφίζει τη Σαπφώ: γιατί η αφαίρεση των θήτα είναι το πέρασμα απ’ τον άνθρωπο στον υπάνθρωπο, απ’ το ανθρώπινο στο κτηνώδες, απ’ τη μυρωδιά του φαιού συναισθήματος στη μούχλα της πράξης. Στο σάπιο της. Η αφαίρεση των θήτα είναι κατηφόρα που δεν έχει γυρισμό, επίπονο κατρακύλισμα κι οριστικό τέλος στον πάτο της.
Το θήτα του φθόνου είναι ριζωμένο ανάμεσα στο στομάχι και την καρδιά. Το πότιζαν για χρόνια, το όργωναν, του έριχναν λίπασμα, το καλλιεργούσαν με επιμονή και γνώση αυτού που θα έπαιρναν όταν θα ερχόταν η ώρα να καρπίσει. Το θήτα του φθόνου είναι η αρρώστια η ίδια. Η ενσάρκωση του χωλού, του επιδημικά επικίνδυνου, του νοσηρού. Δεν αντέχεται μεν στη θέση του, δε γίνεται δε να αφαιρεθεί. Ο φθόνος είναι η στάμπα της κόλασης στο μέτωπο του παραδείσου. Όταν το θήτα του φεύγει, η τρίχα έχει κοπεί και το σπαθί έχει πάρει το δρόμο του για το κεφάλι του Δαμοκλή. Ο φθόνος γίνεται φόνος και το επόμενο θήτα ήδη έχει ξεπροβάλλει στη γωνία. Ο θάνατος συστήνεται κι η επιστροφή που λέγαμε δηλώνει ανάπηρη κι αβοήθητη μακριά απ’ το καροτσάκι της.
Ζούμε άσχημες βδομάδες εδώ και καιρό (πολύ καιρό). Δε μας έριξαν απ’ τα σύννεφα, όχι όλους. Τις βλέπαμε από χρόνια. Αναπόδραστα ερχόμασταν εδώ, ερχόμασταν στο σήμερα. Κόσμος πνίγεται στις θάλασσες, σκοτώνεται στα περάσματα. Παιδάκια δεν τα θέλουν στα σχολεία. Νέοι άνθρωποι πεθαίνουν απ’ το κρύο στα καμπ και στις πλατείες και στα σπίτια με το κομμένο ρεύμα. Άνεργοι εξευτελίζονται καθημερινά παραδίδοντας στην κάθε αγγελία εργασίας ό,τι έχει μείνει απ’ την αξιοπρέπειά τους. Συνταξιούχοι αφήνονται έρμαια των επιθέσεων των γηρατειών…
Η θλίψη πρώτα, η οργή μετά έχουν πέσει πάχνη στους εντός μας λειμώνες. Αν βγει σύντομα ο ήλιος δε θα τους κάψει, θα παραμείνουν πράσινοι και βρώσιμοι. Μπορεί να εμφανιστεί όμως αυτός ο ήλιος; Ποιο γράμμα είναι ικανό να μας δώσει την ελπίδα που φαίνεται να χάνεται; Σε ποιο να ψάξουμε, σε ποιο να στηριχτούμε τώρα που οι μέρες μας τρεκλίζουν;
Ξαφνιάζω αλλά αντιγυρίζω το κείμενό μου, επιστρέφω ως πρόκληση τις σκέψεις μου: στο θήτα! Στα υπόλοιπα θήτα. Σε αυτά που φωνάζουν ζωή, που φωνάζουν αγάπη, που φωνάζουν ότι μπορούμε τα παραπάνω, μπορούμε τα καλύτερα. Στο θήτα της θάλασσας που δεν πνίγει αλλά τρέφει και ζωογονεί. Στο θήτα της θέρμης που αγκαλιάζει παιδιά, πρόσφυγες, μετανάστες και δεν τους καίει, δεν τους δηλητηριάζει, δεν τους πνίγει, δεν τους σκοτώνει στον ύπνο τους. Στο θήτα του τεράστιου «θέλω», του «θέλω» για τον διπλανό μου, τον γνωστό και τον άγνωστο, του «θέλω» για όποιον προάγει το όμορφο κι αγωνίζεται για το μαζί. Και τέλος, στο κρυμμένο σε θηλές και θωπείες θήτα του έρωτα.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 4.2.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.