*Eμπνευσμένο από graphic novel του ήρωα Punisher.
Έχω τιμωρήσει πολύ κόσμο. Κακό κόσμο. Αυτή η πόλη κάτω από το όμορφο πρόσωπό της και τις αλλαγες που θέλει να δείχνει τα τελευταία χρόνια παραμένει το ίδιο άγρια και κακόβουλη όπως τότε. Και πρέπει να προσέχεις να μην παραπατήσεις ποτέ εδω. Γιατί αν πέσεις κανείς δε θα σε πιάσει. Και αν έμαθα κάτι στα 20 χρόνια ως αστυνομικός είναι οτι αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ.
Δεν είμαι πια αστυνομικός μα ακόμα το πιστεύω. Και συνεχίζω να τιμωρώ από μόνος μου εκεί που δεν μπορεί να φτάσει ο νόμος, έχοντας τον και αυτόν να με κυνηγά για τους κακούς μου τρόπους. Έχω φτάσει στο τέλος της διαδρομής τους κάθε λογής σκουπίδια. Βιαστές, κατά συρροήν δολοφόνους, εκβιαστές, μαφιόζους, διεφθαρμένους πολιτικούς και πολλά άλλα καθίκια που κάνουν αυτό τον κόσμο ένα χειρότερο μέρος. Η μέθοδος μου παραμένει ίδια πάντα. Παρατήρηση, πληροφόρηση, εκτέλεση. Απλό και λειτουργικό.
Στο ραδιόφωνο λένε πάλι για εκείνο τον παλαβό που κυκλοφορεί με ένα περίστροφο και καθαρίζει κόσμο με ανύπαρκτες αφορμές. Χθες τα χαράματα έβαλε την κάννη στον κρόταφο ενός ταξιτζή και τον εκτέλεσε γιατί γκρίνιαξε για το χοντρό χαρτονόμισμα που του έδωσε. Λένε ότι το πιστόλι είναι ένα 44αρι με βιδωτή λαβή και επινικελωμένη κάννη. Το θυμάμαι αυτό το όπλο.
Χάρης Γερμάνης. Πρώην αξιωματικός της ελληνικής αστυνομίας. Αποτάχθηκε από το σώμα σαν αποδιοπομπαίος τράγος μαζί με αρκετούς ακόμα όταν έσκασε το σκάνδαλο του ’98 στη δημοσιότητα. Τα παιδιά του και η γυναίκα του εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από “αγνώστους” για να αποσιωπηθούν και το σπίτι του κάηκε από “ατύχημα”. Οι πραγματικοί υπεύθυνοι φυσικά συνέχισαν να υπηρετούν στο σώμα. Και ο παρελθοντικός χρόνος δεν είναι τυχαίος. “Έτυχε” να έχουν κάπως…δυσλειτουργικά φρένα και οι έξι τους. Όλοι τους μέσα στην ίδια βδομάδα. “Έτυχε”… Μα η ζημιά για τον Χάρη είχε ήδη γίνει.
Το μυαλό κάποιου σαν του Χάρη που υπηρέτησε άψογα το καθήκον του τόσα χρόνια δεν χωράει το ότι η ανταμοιβή του θα ήταν μια τέτοια ζωή. Και όταν ένα μυαλό λυγίζει συνεχώς, κάποια στιγμή σπάει και δεν μπορεί να είναι ποτέ ξανά το ίδιο. Απλά θα κυκλοφορεί σαν κατάρα μέσα σε μια άγρια πόλη και θα σκοτώνει ό,τι δεν μπόρεσε να έχει, ό,τι του στέρησαν και ό,τι δεν θα αποκτήσει ποτέ ξανά. Αφού δεν υπάρχει σωτηρία για τον Χάρη λοιπόν, θα πρεπει να τιμωρηθεί.
Εδώ είναι το πρόβλημα όμως. Του χρωστάω χάρη.
Ο Χάρης ήταν ο επιλοχίας μου στην πρώτη μου μεγάλη επιχείρηση και εγώ νεαρός δόκιμος ακόμα. Με αυτό το υπηρεσιακό όπλο με την επινικελωμένη κάννη ήρθε σαν απομηχανής θεός από το παράθυρο και πυροβόλησε τους εμπόρους ναρκωτικών που με σημάδευαν στο κεφάλι ενώ εγώ κοιτούσα μπροστά φυλώντας τα νώτα του συνεργάτη μου, ξεχνώντας τα δικά μου.
Αν ήμουν ο Χάρης το μόνο καθαγιασμένο έδαφος που θα θεωρούσα σπίτι μου ώστε να επιστρέψω σε αυτό μέσα σε όλη αυτή την αέναη, μάταιη, περιπλάνησή μου θα ήταν ο τάφος της οικογένειάς μου. Και εδώ σκοπεύω να τον περιμένω. Και η αναμονή μου ήταν μικρή όταν τον είδα να πλησιάζει με μια ταπεινή ανθοδέσμη. Ένα ερείπιο του εαυτού του με μια σκοροφαγωμένη καπαρντίνα ίσως κλεμμένη, ίσως το μόνο κειμήλιο που έσωσε από το σπίτι του. Γερασμένος πριν την ώρα του, με το μόνιμο σφίξιμο στους ώμους και τα νευρικά, μικρά βήματα που θυμάμαι να είχε και στην κηδεία της οικογένειάς του.
Τον αφήνω να εναποθέσει την ανθοδέσμη του. Και μετά πλησιάζω. Κοιτιόμαστε απο μακριά. Δεν αμφέβαλα πως θα με αναγνωρίσει αμέσως. Χαμογελάει με δάκρυα στα μάτια.
– “Στράτο;”
– “Μην ανησυχείς Χάρη. Όλα θα πάνε καλά.”
Οπλίζω το περίστροφο μου, βιδώνω τον σιγαστήρα, σηκώνω το χέρι μου, σημαδεύω την καρδιά του και τραβάω τη σκανδάλη δύο φορές. Το αιμόφυρτο σώμα του στέκεται όρθιο καθώς με κοιτάζει ακόμα, με το δακρυσμένο χαμόγελο. Και αρχίζει να λυγίζει και να παραπατάει, έτοιμο να πέσει μέσα σε αυτή την άγρια και κακόβουλη πόλη που πρέπει να προσέχεις να μην πέσεις γιατί αν πέσεις κανείς δεν θα σε πιάσει. Το σώμα του χύνεται αργά πάνω στο μπράτσο μου καθώς καταρρέει παραδομένος στην αγκαλιά του παλιού του φίλου.
– “Όλα καλά θα πάνε Χάρη. Σε έπιασα.”