Του Γιάννη Μπάκου
Σύμφωνα με την βικιπαιδεία, με τον όρο ορχήστρα αναφερόμαστε σε ένα μουσικό σύνολο μικρής ή μεγάλης κλίμακας. Ανάλογα με τη συγκρότησή της ή το είδος της μουσικής που υπηρετεί, διακρίνεται σε:
- ορχήστρα δωματίου
- συμφωνική ορχήστρα ή αλλιώς φιλαρμονική
- τζαζ ορχήστρα ευρύτερης ή περιορισμένης συγκρότησης
- ορχήστρα εμβατηρίων
Στην προκλασική Ελλάδα, η ορχήστρα αντιπροσώπευε τον χώρο μπροστά στο ναό του Διονύσου που προοριζόταν για χορό. Άλλωστε και σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, η αρχαία λέξη ὀρχήστρα σημαίνει πλατεία για χορό. Αργότερα, στην κλασική εποχή, ο ίδιος όρος χαρακτήριζε τον χώρο στο θέατρο μεταξύ της σκηνής και των θεατών, στον οποίο βρίσκονταν οι οργανοπαίκτες. Κατά τον 17ο αιώνα, επικράτησε, ο όρος ορχήστρα να αποδίδεται και στο ίδιο το σύνολο των μουσικών που έπαιζαν τα όργανα αποκτώντας έτσι και την σημερινή του έννοια.
Από την άλλη, μουσικό συγκρότημα είναι ένα σχήμα μουσικών, που μπορεί να γράφει μουσική και στίχους, αλλά κυρίως να παίζει κομμάτια δικά του, απαρτιζόμενο από τραγουδιστές και μουσικούς που παίζουν διαφορετικά όργανα.
Μέσα στα δεινά που βιώνει η ελληνική κοινωνία την τελευταία 8ετία, η οικονομική κρίση και οι συγκυρίες έχουν δώσει αρκετό χώρο σε νέα μουσικά σχήματα να παρουσιάσουν την δική τους πρόταση, με δεκάδες bars να δίνουν χώρο σε μουσικούς, προσπαθώντας να συντηρήσουν τα καταστήματα τους, προσελκύοντας καινούργιο κοινό/πελατεία. Μαγαζιά χωρίς υποδομές, μαγαζάτορες κοράκια και μουσικοί με άφθονη ματαιοδοξία δημιούργησαν μια άτυπη «απελευθέρωση» του επαγγέλματος που οδήγησε στην ουσία σε μια κατάσταση υποταγμένη στους νόμους προσφοράς και ζήτησης. Και εδώ δεν μας φταίει κανένας νεοφιλελευθερισμός. Μας φταίει η ματαιότητα της δημιουργίας της «δικής μας ορχήστρας» που ουσιαστικά θα εκτελεί μουσικά κομμάτια τρίτων καλύτερα απ’ ότι άλλες ορχήστρες που υπάρχουν στην πόλη. Και μαζεύονται οι γνωστοί κι οι φίλοι και γράφουν διθυράμβους στα social media, τρέφοντας κατά αυτό τον τρόπο την ματαιοδοξία των μελών της εκάστοτε ορχήστρας, η οποία είναι απόλυτα αναλώσιμη για τον κάθε μαγαζάτορα, ο οποίος μόλις ατονήσει το ενδιαφέρον των «φίλων και γνωστών» της μιας ορχήστρας θα επενδύσει στην επόμενη που θα αυτοπροταθεί.
Αυτός είναι και ένας πολύ τυπικός φαύλος κύκλος μουσικής ματαιοδοξίας που τεχνοκρατικά τελείως, αποτελεί μια κοντόφθαλμη win-win κατάσταση για τους συναλλασσόμενους, σε βάθος χρόνου όμως βλάπτει τον όρο της ζωντανής μουσικής, εκπαιδεύοντας ένα κοινό στο να μην ενδιαφέρεται για τις νέες προτάσεις, απλά αντικαθιστώντας τον εκάστοτε DJ με ένα σχήμα.
Δεκάδες τα παραδείγματα σχημάτων που όταν προσπάθησαν να παίξουν ζωντανά δικά τους τραγούδια γεμίζανε οι τουαλέτες κόσμο που δεν έδειχνε ενδιαφέρον και αντιμετώπιζε την στιγμή σαν διάλειμμα, ενώ την ίδια στιγμή οι συζητήσεις στο ακροατήριο δημιουργούσαν αμηχανία στους μουσικούς, αποθαρρύνοντας τους.
Κάπου στο 2012 και αφού η επιτυχία του καινοτόμου εγχειρήματος που λέγεται «Imam Baildi» βρίσκεται σε πλήρη άνθηση, ξεκίνησαν να ξεφυτρώνουν σχήματα που θα παντρέψουν την παλιά ελληνική μουσική (ρεμπέτικο, παραδοσιακό κλπ) με ήχους της Νέας Ορλεάνης, του Μπρίστολ ή οποιουδήποτε άλλου μουσικού ρεύματος θα ταίριαζε αυτό. Νέο κύμα από δεκάδες ορχήστρες με τάχα χαρισματικά Pin-up girls και wannabe περσόνες της ποτοαπαγόρευσης χτύπησε τα αστικά κέντρα της χώρας. Τα μαγαζιά βρήκαν νέο υλικό επένδυσης, το ραδιόφωνο φάνηκε να αγκαλιάζει την προσπάθεια τους και η περασμένη 4ετία βρήκε το μουσικό κοινό να στρέφεται προς τις swing διασκευές του ρεμπέτικου και τον αναπροσδιορισμό του τραγουδιού του ελληνικού κινηματογράφου. Σαφώς και η επανεκτέλεση σπουδαίων τραγουδιών της μουσικής ΠΡΕΠΕΙ να βρίσκεται στην ατζέντα μας, καθώς αποτελεί κληροδότημα των προηγούμενων γενεών, η υπερβολή όμως πάντα ενοχλεί και εξορισμού οδηγεί στην γρήγορη αποκαθήλωση του ρεύματος.
Η όλη αυτή κατάσταση έχει οδηγήσει στο εξής απλοϊκό συμπέρασμα, το οποίο έχει καταγραφεί στο ασυνείδητο του ακροατή, μοιράζοντας τους εξής ρόλους:
- οι νέοι μουσικοί φτιάχνουν ορχήστρες, επανεκτελούν τους παλιούς και σπουδαίους
- οι παλαιότεροι μουσικοί, μουσικοί που υπήρχαν και πριν το 2009 παράγουν μουσική και τους ακολουθούμε, είναι αποδεκτοί ως δημιουργοί
Αυτό σαφώς αν κανείς το συνδέσει με το καθεστώς της ΑΕΠΙ είναι προς όφελος των παλαιών δημιουργών, οι οποίοι βλέπουν άκοπα να κερδίζουν χρήμα αλλά και δόξα.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι απόλυτο και σαφώς υπάρχουν εξαιρέσεις. Πόσο καιρό όμως έχει να ακούσεις για ένα αληθινό συγκρότημα, μια παρέα μουσικών που γράφει έναν δίσκο και στον προτείνει; Όπως έκαναν οι Τρύπες την δεκαετία του ’80 ή αργότερα τα Ξύλινα Σπαθιά. Όπως έκανε ο Ορφέας Περίδης στις αρχές της δεκαετίας του ’90, λίγο αργότερα ο Αλκίνοος, ο Φοίβος και δεκάδες ακόμα, ανεξαρτήτως μουσικού ύφους. Σαφώς και κάτι θα έχεις να απαντήσεις, σκέψου όμως κάθε πόσο καιρό σου συμβαίνει αυτό.
Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, στο σημείο αυτό που το κοινό περιμένει την καινούργια πρόταση πάνω στην οποία θα εκπαιδευτεί για τα επόμενα χρόνια. Τα μέσα και οι εταιρίες παραγωγής οφείλουν να λάβουν αποφάσεις που ουσιαστικά θα καθορίσουν τις τύχες τους, καθώς η μουσική βιομηχανία δεν μπορεί συνεχώς να λειτουργεί σαν τροφή για μηρυκαστικά που αναμασάνε συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, εκτελεσμένα με διαφορετικές συνταγές. Για το καλό της δημιουργίας, αρκετά με τις ορχήστρες!