Σπύρος Σασσάνης*
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΡΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΕΣ (Συνεργασία του Νόστιμον Ήμαρ με το Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης)
Τα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας λειτουργούν στη βάση πολλαπλών επιπέδων. Όλα τα Κέντρα Πρόληψης απαντούν σε αιτήματα που δέχονται από την κοινότητα, τα επεξεργάζονται και είτε τα αποδέχονται ως έχουν, είτε τα προσαρμόζουν και τα τροποποιούν ανάλογα με τις ανάγκες, τις προτεραιότητες και τις επιλογές της επιστημονικής ομάδας, είτε (σπανιότερα) τα απορρίπτουν, σε μία αναστοχαστική διαδικασία που αποτελεί μέρος της διερεύνησης των αναγκών της κοινότητας. Η δουλειά στην πρόληψη των εξαρτήσεων δεν μπορεί να είναι μηχανιστική ή διεκπεραιωτική, γιατί τότε δε θα είναι πρόληψη. Άρα, δεν έχει σημασία μόνο ο τρόπος που είναι διατυπωμένο κάποιο αίτημα, αλλά και το γενικό πολιτισμικό πλαίσιο κάθε κοινωνίας.
Επίσης, τα κέντρα Πρόληψης, στελεχώνονται από επιστημονικό προσωπικό κοινωνικών ειδικοτήτων, εκ των οποίων τουλάχιστον έναν ψυχολόγο. Συνεπώς, καλώς εχόντων των πραγμάτων (τα τελευταία χρόνια υπάρχει σοβαρή εκροή εργαζομένων λόγω παραιτήσεων), κάθε Κέντρο Πρόληψης στελεχώνεται, σε επιστημονικό προσωπικό, από, τουλάχιστον, έναν ψυχολόγο, έναν κοινωνιολόγο ή/και κοινωνικό ανθρωπολόγο, έναν κοινωνικό λειτουργό, χωρίς να αποκλείονται και άλλες ειδικότητες, κυρίως λειτουργών μέσης εκπαίδευσης, διότι συνεπικουρούν διεπιστημονικά το έργο της πρόληψης.
Τι είναι όμως η διεπιστημονικότητα και πώς βοηθάει στην πρόληψη των εξαρτήσεων και της προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας; Είναι μία καθαρά τεχνοκρατική διαδικασία, που λειτουργεί στη βάση κόστους/οφέλους; Δηλαδή η διεπιστημονικότητα είναι «αποτελεσματική», άρα πρέπει να την επιλέξουμε; Το κριτήριο είναι ο ντετερμινισμός του όποιου αποτελέσματος, ακόμη και αν αυτό δεν είναι ή δεν μπορεί να είναι άμεσα μετρήσιμο; Είναι εν τέλει η διεπιστημονικότητα ωφελιμιστική (Δερτιλής, 1983);
Ας δούμε καλύτερα ένα παράδειγμα από την δουλειά που κάνουν τα Κέντρα Πρόληψης σε όλη την επικράτεια. Σε κάποιο σχολείο της Αθήνας, οι έφηβοι μαθητές που συμμετέχουν σε ομάδα εφήβων, κλήθηκαν να καταγράψουν σε μία από τις συναντήσεις που είχαν, τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ίδιοι, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς τους. Από τις απαντήσεις τους μπορούμε να ανιχνεύσουμε πολλά στοιχεία: δυσκολίες έκφρασης, όπως για παράδειγμα συντακτικά ή ορθογραφικά λάθη, εκπαιδευτικά ελλείμματα, ζητήματα διαχείρισης άγχους, πίεσης συνομηλίκων, δυσκολίες επικοινωνίας με εκπαιδευτικούς και γονείς, δυσκολίες προσαρμογής σε νέο περιβάλλον, ανεργία και οικονομική ανέχεια οικογένειας, αυτοεκτίμηση και αποδοχή, μίσος και αδιαλλαξία ακόμη και αυτοκτονικό ιδεασμό. Και όλα αυτά από μία μόνο ομάδα εφήβων, σε ένα μόνο σχολείο! (οι απαντήσεις-ανώνυμα- είναι διαθέσιμες). Πώς απαντάει μία κοινωνία σε τέτοιου είδους ζητήματα; Και ποιος ο πραγματικός ρόλος των δομών προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας; Μήπως η λύση είναι ένας ψυχολόγος σε κάθε σχολείο (ΦΕΚ 3676/28-08-2018); Και γιατί όχι ένας ψυχολόγος σε κάθε τάξη! Ή μήπως η απάντηση μπορεί να κρύβεται στην παροχή μονοπρόσωπης «Αγωγής Υγείας» από το Υπουργείο Υγείας σε τοπικό και υπερ-τοπικό επίπεδο; Ή μήπως ακόμη θα μπορούσαν να καταγραφούν, με όμορφα γραφιστικά ανά δήμο, με χρωματική διαβάθμιση ποσότητας «ωφελουμένων» στη κεντρική σελίδα των νεοσύστατων Κέντρων Κοινότητας (https://kentrakoinotitas.gr/) τόσοι έφηβοι από το τάδε σχολείο; Ή έστω θα μπορούσαμε να στηριχτούμε στις πρόσκαιρες, και πολιτικά και ιδεολογικά κατευθυνόμενες επιλογές των ΕΣΠΑ; Επιλογές που εντείνουν την κυρίαρχη λογική της εξατομικευμένης αντιμετώπισης του συλλογικού, αναπαράγοντας μία διαρκώς αυξανόμενη-και πάντως σήμερα ήδη αρκετά διαδεδομένη και ισχυρή-αντίληψη «κοινωνικό πρόβλημα-ατομική λύση» για όλα τα συλλογικά διακυβεύματα.
Από μόνες τους τέτοιες «λύσεις» είναι σίγουρο ότι δεν επαρκούν. Η ανάθεση σε τρίτους ζητημάτων που αφορούν τη συλλογική συνείδηση και δράση δε επιλύει προβλήματα, απλά τα μεταθέτει. Το κυρίαρχο λοιπόν ζήτημα είναι η ανάληψη δράσης από το συλλογικό, με παρακίνηση και συνεργασία, με εμπιστοσύνη, ασφάλεια και δημοκρατικές διαδικασίες. Οι λειτουργοί της πρόληψης, μέλη και οι ίδιοι της κοινότητας, συν-υπάρχουν, εκχωρούν μέρος της ατομικότητάς τους (επιστημονική ειδίκευση) προς όφελος όλης της κοινότητας, και των ίδιων. Ακριβώς όπως και όλοι οι υπόλοιποι οι οποίοι συμμετέχουν στην ίδια διαδικασία, οι εκπαιδευτικοί και οι δάσκαλοι, οι εργαζόμενοι στις κοινωνικές υπηρεσίες και στις άλλες κοινωνικές δομές, οι γονείς και μαθητές, οι διάφορες συλλογικότητες και επαγγελματίες, οι ειδικοί ψυχικής υγείας…
Από την άλλη μεριά, εδώ και δεκαπέντε χρόνια έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει μια σταδιακή μετατόπιση της ευθύνης στην αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας, από τους ενεργούς πολίτες και την τοπική κοινότητα, προς εξειδικευμένα τεχνοκρατικά στελέχη και τις αντίστοιχες απρόσωπες υπηρεσίες (Ζαφειρίδης, Λαϊνάς, & Γκιουζέπας, Το πρόβλημα των ναρκωτικών και ο νέος ρόλος του λειτουργού υγείας., 2003). Αν ξαναγυρίσουμε στο παράδειγμά μας με την ομάδα εφήβων, τότε μήπως ψάχνουμε ένα superman? Έναν υπεράνθρωπο-λειτουργό ψυχοκοινωνικής υγείας που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις εκπαιδευτικές (στο παράδειγμά μας φιλόλογου), διοικητικές, κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές, ψυχολογικές και οικονομικές απαιτήσεις;
Η απάντηση ή έστω ένα μέρος αυτής, πιθανόν να κρύβεται στις διεπιστημονικές προσεγγίσεις, που τα περισσότερα Κέντρα Πρόληψης επιλέγουν. Κάποιες φορές απαντώντας στην ανάγκη των τοπικών κοινωνιών, που ειδικά μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα λειτούργησαν ως διευρυμένες κοινωνικές υπηρεσίες, αλλά και την ανάγκη των εργαζομένων σε αυτά που η εργασιακή ανασφάλεια τους ώθησε να διερευνήσουν εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης περισσότερων (ποσοτικά και ποιοτικά) προβλημάτων των τοπικών κοινοτήτων. Η διεπιστημονικότητα δηλαδή δεν είναι αποτέλεσμα μόνο επιλογής θεωρητικών εργαλείων, αλλά απαντάει σε πραγματικές ανάγκες της κοινότητας, μέρος της οποίας είναι και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στο πεδίο. Δεν είναι δηλαδή μια εργαλειακή επιλογή και δεν αφορά μόνο τον πλουραλισμό ειδικοτήτων και εξειδικεύσεων, αλλά τη συνειδητοποίηση στην πράξη του πολυπαραγοντισμού ως αιτιολόγηση της εξαρτητικής διαδικασίας και συνεπώς και της αντιμετώπισής της. Η επιλογή της διεπιστημονικής αντιμετώπισης του φαινομένου της πρόληψης των εξαρτήσεων, οδηγεί τους εργαζόμενους να επεξεργαστούν ολιστικά, στο βαθμό του εφικτού, κοινωνικά ζητήματα, υιοθετώντας με αυτόν τον τρόπο και μάλιστα στην πράξη, την αρχή ότι το ζήτημα των εξαρτήσεων είναι ένα κοινωνικό, πολυπαραγοντικό φαινόμενο.
Η διεπιστημονικότητα δε σημαίνει τον τεμαχισμό της γνώσης σε επιμέρους ενότητες, με στεγανά ανάμεσά τους, αλλά σημαίνει συνεργατική ενότητα, οργάνωση και πολιτιστική σύνθεση, στοιχεία απαραίτητα για την πολιτιστική απελευθέρωση (Freire, 1974). Με αυτόν τον τρόπο, η κοινότητα ως όλο αντιμετωπίζει τις βαθύτερες αιτίες που μπορεί να οδηγήσουν κάποια από τα μέλη της σε εξάρτηση και να μην εξωραΐζουν τη μιζέρια της καθημερινότητας μέσα από προγράμματα σχεδιασμένα «άνωθεν» που επικεντρώνονται στο σύμπτωμα και όχι στις κοινωνικές αιτίες και τα αδιέξοδα που το δημιουργούν (Ζαφειρίδης, ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ. 1. Θεραπευτικές κοινότητες: Ομάδες Αυτοβοήθειας, 2009). Δε χρειάζεται ο «σωβινισμός» της μονοθεματικότητας στην αντιμετώπιση των εξαρτήσεων (Miller, 1980), και σίγουρα όχι με γνώμονα το δίπολο ιατρού (θεραπευτή) – ασθενή (μαθητή, σχολείο, κοινότητα).
Παραπομπές:
Freire, P. (1974). Η αγωγή του καταπιεζόμενου. Αθήνα: ΡΑΠΠΑ.
https://kentrakoinotitas.gr/. (n.d.).
Miller, W. (1980). The addictive behaviors. Στο W. Miller, The addictive behaviors. Oxford: Pergamon Press.
Δερτιλής, Γ. (1983). Διεπιστημονικότητα και Ιστορία. Επιθεώρηση Κοινωνικών Επιστημών, σσ. 52-64.
Ζαφειρίδης, Φ. (2009). ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ. 1. Θεραπευτικές κοινότητες: Ομάδες Αυτοβοήθειας. Αθήνα: Κέδρος.
Ζαφειρίδης, Φ., Λαϊνάς, Σ., & Γκιουζέπας, Σ. (2003). Το πρόβλημα των ναρκωτικών και ο νέος ρόλος του λειτουργού υγείας. Πρακτικά ημερίδας Κέντρου Πρόληψης Βέροιας “Η Πρόσβαση”. Βέροια.
*Κοινωνιολόγος, Msc , Med , Κέντρο Πρόληψης ΦΑΕΘΩΝ, Ιλίου Πετρούπολης, Αγίων Αναργύρων-Καματερού, Επιστημονική Επιτροπή Σωματείου Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης.