Της Βάλιας Μακρυνίτσα
Όταν ο ξάδερφός μου πέθανε από καρκίνο, η θεία μου έβαλε στο σαλόνι τη μάσκα οξυγόνου που φορούσε. Δεν θέλησε να πετάξει τίποτα απλά και μόνο για να παρηγορείται σκεπτόμενη πως ο Δημήτρης θα γύριζε πίσω και θα ζητούσε τα πράγματά του.
Ο ξάδερφός μου πέθανε από μία ασθένεια πολύ βάρβαρη αλλά και πολύ συνηθισμένη και το παρήγορο, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, είναι ότι η θεία μου πρόλαβε να τον χαιρετίσει, αν μπορεί ποτέ μια μάνα να αποχαιρετήσει το παιδί της. Ο Παύλος Φύσσας δεν πέθανε, δολοφονήθηκε με ένα άδικο και σκληρό τρόπο και η δική του μάνα δεν πρόλαβε ούτε καν να τον αποχαιρετήσει.
Έφυγε το πρωί από το σπίτι και το βράδυ της τον έφεραν νεκρό και ματωμένο. Χτύπησε το τηλέφωνο, έπρεπε να μαζέψει τα κομμάτια της και να πάει να νεκροφιλήσει το γιό της. Έπρεπε να βρει τη δύναμη να κάνει κουράγιο για να στηρίξει και το άλλο της παιδί που τη χρειάζεται. Όπως η θεία μου με τη μάσκα, η μητέρα του Παύλου ακούει τα τραγούδια του μόνο και μόνο για να ηχεί η φωνή του στα αυτιά της και να τον νιώθει δίπλα της.
Δυο χρόνια μετά καλείται να καταθέσει κατά του Γιώργου Ρουπακιά, κατά του φονιά του παιδιού της, ο οποίος δεν το σκότωσε κατά λάθος, αλλά εκτελώντας τις εντολές της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή. Μιας οργάνωσης η οποία μπήκε στη βουλή εξαιτίας του φόβου, της ανοησίας και της αμάθειας κάποιων ανθρώπων. Όπως είπε η Μάγδα Φύσσα τα χέρια του Μιχαλολιάκου είναι βαμμένα με το αίμα του γιού της. Αυτή τη στιγμή στο εδώλιο του κατηγορουμένου δεν θα έπρεπε να κάθεται μόνο ο Ρουπακιάς, δεν θα έπρεπε να βρίσκεται σύσσωμη η εγκληματική οργάνωση από το πιο χαμηλόβαθμο έως το πιο υψηλά ιστάμενο στέλεχος. Όπως έχουν πει κι άλλοι πριν από εμένα, σήμερα θα έπρεπε να κατηγορούνται οι 379.581 άνθρωποι που ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή το Σεπτέμβρη. Αυτοί οι 379.581 ψηφοφόροι δεν έχουν καμιά δικαιολογία. Βαυκαλίζονται απλά αναμασώντας τα ‘’επιχειρήματα’’ της οργάνωσης περί μεταναστών, ανεργίας και εγκληματικότητας και ξεχνούν επιλεκτικά ότι αυτό το ανοσιούργημα το οποίο στήριξαν με την ψήφο τους αποτελείται από τους ίδιους φονιάδες που οδήγησαν εκατομμύρια ανθρώπους στα κρεματόρια, τους ίδιους φονιάδες που έσφαξαν και έκαψαν άντρες και γυναικόπαιδα στα Καλάβρυτα, τους ίδιους φονιάδες που πλάκωσαν με τανκς τους φοιτητές στο Πολυτεχνείο. Ίδιοι φονιάδες με διαφορετικά πρόσωπα και ονόματα.
Δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα στο δικαστήριο, δίπλα στη μάνα που καταθέτει οφείλει να βρίσκεται όχι μόνο ο πατέρας και η αδερφή του, όχι μόνο οι φίλοι του, αλλά και ένας ολόκληρος λαός που δε φοβάται να πει όχι στο ναζισμό. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν πως για τα δεινά της χώρας, των παιδιών και τα δικά τους, υπεύθυνοι δεν είναι οι ίδιοι και όσοι κυβερνούσαν αυτόν τον τόπο τόσα χρόνια, αλλά άνθρωποι διαφορετικού χρώματος, εθνικότητας και θρησκεύματος, ο Παύλος δεν θα είναι ο μόνος. Χρειάζεται ένας ολόκληρος λαός να πει όχι και να στείλει τη Χ.Α. και τους ομοίους της στον βούρκο από τον οποίο προήλθαν. Αντί λοιπόν οι γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στα «εκπαιδευτικά» σεμινάρια της Χ.Α., μπορούν να τους δώσουν να διαβάσουν ένα βιβλίο της Διδούς Σωτηρίου, μπορούν να τους επιτρέπουν να παίζουν με όλα τα παιδιά σε μια παιδική χαρά και τέλος μπορούν να τα πάνε μια βόλτα μέχρι την πλατεία Βικτωρίας να μάθουν να μην φοβούνται.
Αν η Μάγδα Φύσσα ήξερε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που βλέπει το γιό της να βγαίνει από την πόρτα, θα τον αγκάλιαζε, θα του έδινε ένα φιλί και θα τον φώναζε ξανά για να του δώσει κι άλλα…..[Παράφραση από την Αποχαιρετιστήρια επιστολή του Gabriel Garcia Marquez]