Με αφορμή «Το Δικαστήριο» του Τσαϊτάνια Ταμάν
Από τον Old Boy
Όπως συμβαίνει σε κάθε έργο τέχνης που είναι ριζωμένο σε έναν τόπο και την κουλτούρα του, οι αποδέκτες του που ανήκουν σε άλλο τόπο και άλλη κουλτούρα είναι πολύ πιθανόν να χάσουν περισσότερα ή λιγότερα από όσα εισπράττουν οι εγχώριοι αποδέκτες και να προσπαθήσουν να καλύψουν τα κενά με αναγωγές σε οικείες κατηγοριοποιήσεις.
Από την άλλη, όταν το ριζωμένο σε ένα τόπο και μια κουλτούρα έργο τέχνης είναι δυνατό, όχι μόνο δεν χαλάει ο κόσμος για την ύπαρξη αυτών των κενών, αλλά αντίθετα αφενός μας επιτρέπει να γνωρίσουμε ουσιαστικά αυτόν τον τόπο και αυτή την κουλτούρακαι αφετέρου καταδεικνύει πως, πίσω από τις διαφορές, εν τέλει σε όλους τους τόπους και όλες τις κουλτούρες τα γρανάζια της κοινωνικής μηχανής λειτουργούν με παραπλήσιο τρόπο.
Στο «Δικαστήριο» ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τσαϊτάνια Ταμάν αφηγείται την ιστορία μιας δίκης (ένας λαϊκός ποιητής – τραγουδιστής που μιλά για εξεγέρσεις, κατηγορείται ότι με τα τραγούδια του που προτρέπουν σε αυτοκτονία ως μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας, προκάλεσε την αυτοκτονία ενός εργάτη) και ταυτόχρονα ρίχνει ματιές στην ιδιωτική ζωή των τριών βασικών συντελεστών της δίκης, του συνήγορου υπεράσπισης, της εισαγγελέως, του δικαστή.
Ο συνήγορος είναι ο πιο εύπορος και ο πιο καλλιεργημένος από τους τρεις. Προέρχεται από πλούσια οικογένεια, ακούει τζαζ, πηγαίνει σε ψαγμένα κλαμπ και είναι υπερασπιστής των ατομικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών. Μολονότι δεν έχουμε στο μυαλό μας την Ινδία ως ιδιαίτερα προβληματική σε αυτόν τον τομέα (εδώ ας πούμε μια πολύ πρόσφατη αποτίμηση της κατάστασης), ο δικηγόρος στην ταινία μιλά για περιπτώσεις πολιτικών αντιφρονούντων που διώκονται διαρκώς, με διαφόρων λογιών κατηγορίες και που ακόμη κι όταν καταφέρνουν να αθωωθούν για κάποιες, οι Αρχές τους περιμένουν έξω από την φυλακή για να τους ξανασυλλάβουν για νέες.
Σε μια ταινία λοιπόν που μιλά κατεξοχήν για ταξικές διαφορές (όσο κι αν τις περιπλέκει η διαφορά μεταξύ καστών) ο πιο ταξικά ευνοημένος είναι και ο πιο προοδευτικός, αν και πάντα από το δίχτυ ασφαλείας που του προσφέρουν το κοινωνικό του στάτους και τα χρήματα του. Αντίθετα, η εισαγγελέας, από πολύ πιο λαϊκή καταγωγή, έχει άλλο κώδικα ανάγνωσης του κόσμου. Ο κόσμος της είναι απλός: αφού είσαι διαφορετικός από εμάς, είτε ως ιδεολογικός ταραξίας είτε ως εσωτερικός μετανάστης, είσαι διαφορετικός από εμάς.
Στο μυαλό της όλη αυτή η διαδικασία η δικαστική με τις αναβολές είναι μια άνευ λόγου και αιτίας χρονοτριβή. Ο κόσμος της είναι απλός, η υπόθεση είναι απλή: γιατί δεν τον κλειδώνουν τον κατηγορούμενο να τον πετάξουν μέσα σε ένα κελί για πολλά χρόνια; Αφού έχει απασχολήσει ξανά και ξανά τις Αρχές. Η προσφυγή στην ιδιωτική ζωή του δικαστή τέλος δείχνει μια άλλη πτυχή των πραγμάτων.
Πως εκτός από την πολιτική ιδεολογία, τη νομική κατάρτιση, την ευσυνειδησία ή το αίσθημα δικαίου, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που καθορίζουν την κρίση ενός δικαστή. Ένας άνθρωπος μπορεί να κατέχει υψηλή θέση στην κοινωνία και την ίδια ώρα να είναι εντελώς στενόμυαλος, με προλήψεις και πεποιθήσεις εντελώς αναντίστοιχες για έναν άνθρωπο που δουλειά του είναι να δικάζει άλλους ανθρώπους.
Οι διαρκείς αναβολές στη διαδικασία της εξέτασης της υπόθεσης, η παραπομπή από δικάσιμο σε δικάσιμο, ενδεχομένως να κάνει εντύπωση σε κοινά άλλων χωρών, πάντως για τα δεδομένα του ελληνικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, αυτά που στα μάτια άλλων θεατών μπορεί να μοιάζουν ατελείωτα ή καφκικά, για τον Έλληνα θεατή που είχε οποτεδήποτε εμπλοκή με το δικαστικό σύστημα, φαντάζουν διαδικασίες εξπρές με αξιοθαύμαστη και αξιομίμητη ταχύτητα κι αποτελεσματικότητα.
Απέναντι σε αυτούς τους τρεις λειτουργούς της δικαστικής θεατρικής σκηνής στην ιδιωτική ζωή των οποίων θα διεισδύσουμε, τα τρία βασικά θύματα της υπόθεσης (ο λαϊκός ποιητής – τραγουδιστής, ο εργάτης που αυτοκτόνησε και η χήρα του), οι τρεις άνθρωποι που ανήκουν στα κάτω κάτω στρώματα της κοινωνίας θα μείνουν στο φόντο. Πώς είναι άραγε η ζωή σου, όταν το επάγγελμά σου να είναι να μπαίνεις μέσα στους υπονόμους και να τους καθαρίζεις; Πόσο πιο κάτω μπορεί να σε κατατάξει η κοινωνία; Να πεθαίνεις στην κυριολεξία από τη δυσωδία. Ποιος φταίει για το θάνατο από δυσωδία;
Κάποιον πρέπει να βρει να κατηγορήσει η κοινωνία. Ας κατηγορήσει εκείνον που μιλάει για τη δυσωδία της. Ας τον κατηγορήσει ότι είναι τόσο πολύ επιδραστικός που επειδή τραγούδησε, το τραγούδι του οδήγησε τον εργάτη να αφεθεί και να πεθάνει από τη σκατίλα. Η χήρα του λέει ότι κάθε μέρα ο άντρας της έριχνε πετραδάκια όταν έμπαινε στον υπόνομο για να δει αν θα πεταχτούν κατσαρίδες. Αν πετάγονταν σημαίνει ότι θα μπορούσε να αναπνεύσει και ο ίδιος.
Η κάμερα του Ταμάν δεν θα μας πάει όμως ούτε μέσα στους υπονόμους, ούτε στα κρατητήρια και τη φυλακή. Να το κάνει μόνο για λόγους πρακτικούς και μπάτζετ; Μάλλον όχι. Δεν θα μπούμε καν στο σπίτι μιας γειτόνισσας του μακαρίτη για να δούμε σε τι συνθήκες ζει, στην εξώπορτα της θα μείνουμε. Η ταινία θα μιλήσει για την αθλιότητα, θα τη δείξει μόνο με μερικά εξωτερικά πλάνα, δεν θα εικονογραφήσει τα άδυτά της.
Ο ποιητής γράφει τραγούδια για εξέγερση, για τον ρατσισμό, τραγούδια κατά των Mall, τραγούδια για το χρώμα και το χρήμα ως διαχωριστικούς παράγοντες. «Θα σας ήμασταν βαθιά υποχρεωμένοι, αν δεν μας αποκαλούσατε καλλιτέχνες» τραγουδάει. Δεν τον ενδιαφέρει η αισθητική, τον ενδιαφέρει η αλήθεια. Σαν απλά να λέει τραγουδιστά, με ομοιοκατάληκτα στιχάκια και μελωδία να τα συνοδεύει, αυτά που πιστεύει.
Που όμως όσο άφιλτρα και πρωτογενώς κι αν γίνεται, δεν παύει η ρίμα και η μουσική να αποτελούν αισθητικό ντύσιμο. Και επίσης λίγες φορές να τα ακούσεις αυτά τα δύο του τραγούδια αρχίζεις να κολλάς και τα ξανακούς (εδώ ένα ενδιαφέρον βιντεάκι για το πώς φτιάχτηκαν τα τραγούδια αυτά και γενικά για τα τραγούδια διαμαρτυρίας στην Ινδία). Ας μην πιστεύουμε λοιπόν ποτέ τους καλλιτέχνες, όταν καταθέτουν κάτι μέσω της τέχνης τους, αφού είναι επαγγελματίες ψεύτες. Ωστόσο ας συμφωνήσουμε ίσως στο εξής.
Ότι το να είσαι καλλιτέχνης και να κάνεις τέχνη δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο και η πιο σημαντική ιδιότητα. Μπορεί να είναι για ανθρώπους που δεν χρειάστηκε ποτέ να αντιμετωπίσουν την αθλιότητα της ζωής ως καθημερινή συνθήκη. Για όσους ζουν παρέα με αυτή την αθλιότητα, η τέχνη σημαντική ή μη, μπορεί να έρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Πέρσι είδαμε άλλη μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία που διαδραματιζόταν στο Μουμπάι, το “Lunchbox”. Μολονότι δεν είχε άμεσες ή έμμεσες πολιτικές αιχμές ή καταγγελτική διάθεση, δεν επελέγη να προταθεί για υποψήφια για όσκαρ ξένης ταινίας, καθώς ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής εξηγούσε σε μια συνέντευξη, ότι πολλά από τα μέλη της θεώρησαν πως είναι άκυρη η προϋπόθεση πάνω στην οποία στήθηκε το σενάριο της, αφού το σύστημα παράδοσης των γευμάτων στην Ινδία δεν κάνει ποτέ λάθη.
Κι όμως φέτος «Το Δικαστήριο» είναι η επίσημη υποψηφιότητα της Ινδίας. Είτε κάτι άλλαξε στη νοοτροπία της επιτροπής, είτε το τι πλήττει την εικόνα μιας χώρας και τι όχι, είναι τελικά πάρα πάρα πολύ σχετικό σε αυτόν τον κόσμο. Από την άλλη για να είμαστε δίκαιοι, όταν ένα έργο μιλά για την κρατική λογοκρισία και την παρεμπόδισης της ελευθερίας του λόγου και την ίδια ώρα προτείνεται ως επίσημη υποψηφιότητα της χώρας είναι προφανώς κάτι θετικό.
Ο δημιουργός της ταινίας, Τσαϊτάνια Τανάμ, είναι μόλις 28 χρονών, έκανε να ολοκληρώσει «Το Δικαστήριο» τρία χρόνια, άρα το ξεκίνησε από τα 25 του, ωστόσο βλέποντάς το έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις την ταινία ενός ανθρώπου που κουβαλάει αφενός πείρα και σοφία μιας ζωής και που αφετέρου είναι σκηνοθετικά εντελώς σίγουρος για αυτό που κάνει, ενός ανθρώπου που δεν μπαίνει στον πειρασμό να εντυπωσιάσει, ενός ανθρώπου που έχει απόλυτη εμπιστοσύνη σε αυτό που δείχνει.
Ένα απόλυτα ελπιδοφόρο σκηνοθετικό ντεμπούτο και μια ταινία που πατά πάρα πολύ γερά στα πόδια της, όντας εντελώς ουσιαστική. Ακόμη λοιπόν κι αν δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν καλλιτέχνη.