The original chair by Allen Jones, 1969
Τη δεκαετία του ’50 και για τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια οι λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες ή αναφέρονταν σε αυτές, αφορούσαν στην πλειοψηφία τους τα παιδιά, την ευχαρίστηση του συντρόφου και συνταγές μαγειρικής. Όλοι ένιωθαν και θεωρούσαν πως η γυναίκα είναι διαφορετική σε σχέση με τον άντρα, ασχέτως των δικαιωμάτων της. Η φωνή της παράδοσης και οι στοχασμοί του Freud τις έμαθαν να μην επιθυμούν τίποτα παραπάνω από το να είναι περήφανες και ευχαριστημένες με τη θηλυκότητά τους. Όφειλαν να μάθουν πως θα τυλίξουν έναν άντρα και θα τον κρατήσουν και στη συνέχεια πως θα καταφέρουν να είναι σωστές νοικοκυρές, σωστές στα συζυγικά τους καθήκοντα και σωστές μανάδες.
Η Bettie Friedan διατυπώνοντας τα λεγόμενα ενός ψυχιάτρου στη συμβουλευτική κλινική γάμων Margaret Sanger, αναφέρει πως το αποτέλεσμα ήταν να “μετατρέψουμε τις γυναίκες σε πλάσματα του σεξ. Δεν έχουν άλλη ταυτότητα πέραν της μητρικής και της συζυγικής.”
Η ιδέα της διάκρισης μεταξύ του αρσενικού και του θηλυκού έχουν ως αφετηρία την πρόθεση στοχευμένων κατηγοριών, όπως μυαλό/σώμα, πολιτισμός/φύση, πνεύμα/ύλη, που ταυτόχρονα συνδέονται με το δίπτυχο των δύο φύλων. Ο άντρας λοιπόν είναι το μυαλό και αντιπροσωπεύει τον πολιτισμό· η γυναίκα πάλι, είναι το σώμα και αναπαριστά τη φύση. Αυτή η έμφυλη ανισότητα αποτελεί μια θεμελιώδη διαφοροποίηση που θέτει τις παραμέτρους για τις αντίστοιχες κοινωνικές τοποθετήσεις ανδρών και γυναικών. Ο Αριστοτέλης παραδεχόταν την ανισότητα των δύο φύλων και υποστήριξε την άποψη ότι “το θηλυκό είναι θηλυκό, επειδη υπολείπεται ορισμένων ιδιοτήτων. Θα πρέπει να θεωρήσουμε τη γυναικεία φύση προσβεβλημένη με φυσικό ελάττωμα”. Ενώ πάλι ο Θωμάς ο Ακινάτης βλέπει τη γυναίκα σαν ‘ατελή άνθρωπο’ και σαν ‘νόθο αρσενικό’.
Η διάκριση βιολογικού και κοινωνικού φύλου και η τάση του εγγενή ανδροκεντρισμού εντοπίζεται ως βασικός στόχος στη φεμινιστική ανάλυση τη δεκαετία του ‘70. Οι φεμινίστριες αναγνώρισαν ως κύρια πηγή της γυναικείας υποταγής τις αντιληπτές βιολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων και τις φυλετικές ιδεολογίες, οι οποίες υποστηρίζονται από δυϊστικά παραδείγματα που έχουν εκφραστεί από τους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας, του Διαφωτισμού και πέρα. Για τη Rosi Braidotti το θεωρητικό πλαίσιο της σεξουαλικής διαφοράς εστιάζει κυρίως στους τρόπους που ορίζεται συμβολικά η υπεροχή του αρσενικού. “Η γυναίκα έχει μετρηθεί και κριθεί με βάση το πρότυπο του ανθρώπου, το βασικό ανθρώπινο υποκείμενο. Η βιολογική απόκλιση από το αρσενικό πρότυπο σηματοδοτεί τις γυναίκες ως βιολογικά (και ως εκ τούτου ‘φυσικά’) κατώτερες, ως θύματα μιας παθολογικής φυσιολογίας.”
Παρακολουθώντας λοιπόν παράλληλα το παγκόσμιο τοπίο της σύγχρονης τέχνης, αξίζει να σημειωθεί πως θα ήταν αγνώριστο χωρίς την κριτική παρέμβαση της φεμινιστικής ταυτότητας τόσο στη θεωρία όσο και στην πρακτική της σύγχρονης τέχνης. Το γυναικειο σώμα εμφανίζεται ως σύμβολο κάλλους, σαν αντικείμενο πόθου και σεξουαλικής απελευθέρωσης και ορισμένες φορές παρουσιάζεται με έναν προσβλητικό/σεξιστικο τρόπο που είναι αποκλειστικά προϊόν κοινωνικής κατασκευής.
Με το σαρκαστικό σκεπτικό του Marcel Duchamp, ότι τα πάντα μπορεί να είναι τέχνη, κι ενώ οι περισσότεροι σατιρίζουν τον καταναλωτισμό και το χαμηλό επίπεδο αντίληψης της τέχνης, ο Allen Jones ένας από τους αντιπροσώπους του Pop Art κινήματος στη Μεγάλη Βρετανία, εκφράζει με τα έργα του μια σεξουαλική ελευθερία και έναν κυνικό παραλογισμό της μοντέρνας ζωής. Επί της ουσίας μοιάζει να γελοιοποιεί τα “porno chic” γλυπτά του ενώ συγχρόνως εκφράζεται μια ερωτική επιθυμία και μια σεξουαλική υποβάθμιση. Γυναίκες μεταμορφωμένες σε ανθρώπινα έπιπλα βρίσκουν αντήχηση στα λόγια του Foucault που υποστηρίζει ότι “τα ανθρώπινα όντα μετασχηματίζονται σε υποκείμενα…”. Από τη δική του σκοπιά, ο Jeff Gord αναφέρει χαρακτηριστικά “πάντα μου άρεσε η σκέψη να χρησιμοποιήσω τη γυναίκα σαν έπιπλο… Εικάζω πως η σκέψη αυτή βασίζεται στον να έχεις ένα τόσο δυναμικά σεξουαλικό υποκείμενο υπό έλεγχο.”
Οι Φουκοϊκές αντιλήψεις προβάλλουν ως βασικό επιχείρημα ότι η εξουσία είναι σχέση, ασκείται δε πρωτίστως στα σώματα των ανθρώπων. Στο Beyond Structuralism and Hermeneutics, ο Foucault μελετά εκτενώς το “ζήτημα του σώματος και το πώς αυτό γίνεται αντικείμενο εξουσίας, αλλά και τις τεχνικές που χαρακτηρίζουν τις νεωτερικές κοινωνίες οι οποίες αφορούν τη χειραγώγηση, την επιτήρηση και τον έλεγχο των σωμάτων, δηλαδή τους πειθαρχικούς μηχανισμούς οι οποίοι μετασχηματίζουν το ανθρώπινο σώμα και το κανονικοποιούν“.
Στην πραγματικότητα, το συμβολικό αποτελεί μια μεταβλητή που επιδρά και θέτει όρια στην ασύμμετρη σχέση ανδρών και γυναικών, εντοπίζοντας επιρροές από κάθε υπαρκτές κοινωνικές και πρακτικές σχέσεις, με τη σεξουαλική διαφορά ως θεμελιώδη, και παραμένοντας ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα ζητηματα του σημερα.
Και τρανή απόδειξη ότι μέσα σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί το περιοδικό TIME που θεώρει πως ο όρος φεμινισμός[1] θα έπρεπε να εμπεριέχεται στη λίστα των λέξεων που θα πρέπει να απαγορευτούν το 2015.
[1] feminist: You have nothing against feminism itself, but when did it become a thing that every celebrity had to state their position on whether this word applies to them, like some politician declaring a party? Let’s stick to the issues and quit throwing this label around like ticker tape at a Susan B. Anthony parade.