Από τον Νίκο Μόττα*
Ήταν 5 Μάη 1981 όταν ο Μπόμπι Σαντς, στα 27 του χρόνια, άφηνε την τελευταία του πνοή στις φυλακές Μέιζ, στη βόρειο Ιρλανδία. Ο θάνατος του Σαντς, μέλους του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), αποτέλεσε γεγονός-σταθμό σε μια αιματοβαμμένη ιστορία γεμάτη ηρωϊσμό, βία, ασίγαστο μίσος, ιμπεριαλιστική καταπίεση και πάθος για εθνική ανεξαρτησία. Πρόκειται για τη μακρά ιστορία του αγώνα για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας από τα δεσμά του βρετανικού ιμπεριαλισμού, της οποίας τραγικός πρωταγωνιστής υπήρξε ο Σαντς.
Ο Μπόμπι Σαντς, γεννημένος στις 9 Απρίλη 1954 σε μια εργατογειτονιά λίγο έξω από το βόρειο Μπέλφαστ, έγινε γνωστός ως ο πρώτος από τους δέκα απεργούς πείνας που έσβησαν στη φυλακή. Ο ίδιος είχε περάσει σχεδόν το ένα τρίτο της σύντομης ζωής του πίσω από τα σίδερα των βρετανικών φυλακών. Το κελί έμελε να γίνει το «σπίτι» του- εκεί παντρεύτηκε, εκεί βρίσκονταν όταν γεννήθηκαν τα δυό του παιδιά, εκεί έγραψε μια σειρά ποιημάτων και άρθρων με πολιτικό περιεχόμενο.
Ο Σαντς είχε γευτεί απ’ τα πρώτα του χρόνια τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ανισότητα που η βρετανική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» είχε επιβάλει στη βόρειο Ιρλανδία. Κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων, η οικογένεια του (ιρλανδοί ρωμαιοκαθολικοί) αναγκάστηκε να αλλάξει αρκετές φορές σπίτι προκειμένου να γλυτώσει από παρενοχλήσεις προερχόμενες από «ενωτικούς» (unionists/loyalists). Αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια, ο Σαντς θα γράψει αργότερα στη φυλακή: «Ήμουν μονάχα ένα παιδί της εργατικής τάξης σε ένα εθνικιστικό γκέτο, όμως ήταν η καταπίεση που δημιουργεί το επαναστατικό πνεύμα της ελευθερίας. Δεν θα ηρεμούσα μέχρι να πετύχαινα την απελευθέρωση της χώρας μου, έως ότου η Ιρλανδία γίνει κυρίαρχη, ανεξάρτητη σοσιαλιστική δημοκρατία» (16 Δεκέμβρη 1978).
Το 1972, δύο γεγονότα οδήγησαν στην ένταξη του 18χρονου Μπόμπι στον IRA και τον πολιτικό αγώνα. Η άγρια επίθεση μιας συμμορίας «ενωτικών» στο σπίτι των γονιών του και η απόλυση από τη δουλειά του εξαιτίας της καταγωγής και των απόψεων του. Ήταν καλοκαίρι του 1972, μόλις έξι μήνες μετά την περίφημη «Ματωμένη Κυριακή» όταν ο βρετανικός στρατός είχε δολοφονήσει εν ψυχρώ 14 αμάχους στην πόλη Ντέρυ. Έκτοτε η ζωή του έγινε ένα μόνιμο εκκρεμές, μεταξύ της παράνομης πολιτικής δράσης και της φυλακής.
Το 1977, μαζί με άλλα μέλη του IRA, ο Σαντς καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκιση για οπλοκατοχή, έπειτα από βομβιστική ενέργεια του ιρλανδικού δημοκρατικού στρατού. Στις βρετανικές φυλακές ο Σαντς είχε την ευκαιρία να ζήσει από πρώτο χέρι τη βαρβαρότητα των κατακτητών ιμπεριαλιστών: απομόνωση, 15 μέρες χωρίς ρούχα, διατροφή ανά τρείς μέρες.
Την περίοδο εκείνη, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, σε μια προσπάθεια να υποβαθμίσει και να υπονομεύσει το κύρος του IRA, άλλαξε το νομικό στάτους και από «πολιτικοί κρατούμενοι πολέμου» τα μέλη του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού έμπαιναν στην ίδια κατηγορία με τους κατάδικους του κοινού ποινικού δικαίου. Ήταν μια κίνηση που σκοπό είχε να αμαυρώσει ως «κοινούς εγκληματίες» τους αγωνιστές για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι κρατούμενοι του IRA έπρεπε πλέον να φοράνε τα ίδια ρούχα με τους υπόλοιπους κρατούμενους, ενώ τους απαγορεύτηκε κάθε δικαίωμα συνάθροισης, ανάγνωσης βιβλίων, αυτομόρφωση κλπ. Φυσικά, δεν επρόκειτο για μια πρωτοφανή απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης: την ίδια πολιτική είχε εφαρμόσει και το ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής απέναντι στους πολιτικούς κρατούμενους του Αφρικανικού Κονγκρέσου.
Η απόφαση αυτή των βρετανών αποτέλεσε τη θρυαλλίδα όσων ακολούθησαν και τελικά οδήγησαν στη γενικευμένη απεργία πείνας και το θάνατο (δολοφονία επί της ουσίας) 10 ιρλανδών κρατούμενων. Αρχικά, οι κρατούμενοι του IRA αρνήθηκαν να φορέσουν τις φόρμες της φυλακής, καλύπτοντας το σώμα τους μονάχα με μια κουβέρτα. Ήταν η λεγόμενη «διαμαρτυρία της κουβέρτας» στην οποία οι βρετανικές αρχές απάντησαν με απίστευτη βαρβαρότητα: καθημερινοί βασανισμοί, εξευτελισμοί από τους δεσμοφύλακες, στέρηση σίτισης, μεσαιωνικές συνθήκες κράτησης κλπ. Ταυτόχρονα, η βία στους δρόμους των βορειοιρλανδικών πόλεων αυξάνονταν και η αστυνομική αυταρχικότητα μεγάλωνε. Είχε έρθει η εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ και η βρετανική αστική τάξη ήταν αποφασισμένη να τσακίσει όποιον, έστω και κατ’ ελάχιστο, αμφισβητούσε την κυριαρχία της.
Τον Οκτώβρη του 1980 οι κρατούμενοι του IRA προχώρησαν στην πρώτη μακρά απεργεία πείνας, διεκδικώντας ανθρώπινες συνθήκες κράτησης και τη νομική αναγνώριση τους ως «πολιτικών κρατουμένων». Η κυβέρνηση Θάτσερ αρνήθηκε αρχικά κάθε παραχώρηση, έως τις 18 Δεκέμβρη όταν και επήλθε συμφωνία μεταξύ των κρατουμένων και του βρετανού υπουργού εξωτερικών Χάμφρεϊ Άτκινς. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, επρόκειτο για έναν υποκριτικό ελιγμό της κυβέρνησης η οποία ουδέποτε τήρησε τα συμφωνηθέντα.
Την 1η Μάρτη 1981, οι ιρλανδοί κρατούμενοι της λεγόμενης «πτέρυγας-H» των φυλακών Μέιζ, με μπροστάρη το Μπόμπι Σαντς, ξεκίνησαν νέα απεργία πείνας. Ο Σαντς ήταν πλέον πεπεισμένος ότι μόνο ο θάνατος του θα μπορούσε να κινήσει το διεθνές ενδιαφέρον και να πιέσει τη βρετανική κυβέρνηση. Η πολιτική πτέρυγα του IRA, το κόμμα «Σιν Φέιν», αποφάσισε να θέσει το Μπόμπι Σαντς υποψήφιο στις γενικές εκλογές του Απρίλη, σε μια προσπάθεια να τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας. Την 9η Απρίλη, ημέρα των εκλογών, έπειτα από 40 μέρες απεργία πείνας, ο Σαντς εκλέχθηκε μέλος του κοινοβουλίου με περισσότερες από 30 χιλιάδες ψήφους. Ούτε αυτό, ωστόσο, στάθηκε ικανό ώστε να αμβλύνει την σκληρότητα του καθεστώτος της Θάτσερ- ο Μπόμπι Σαντς, αν και εκλεγμένος βουλευτής πλέον, έλιωνε μέρα με τη μέρα στο κελί των βρετανικών φυλακών.
Στις 5 Μάη 1981 γράφτηκε ο επίλογος. Η κηδεία του Σαντς εξελίχθηκε σε διαμαρτυρία περισσότερων από 100 χιλιάδων ατόμων, ενώ μέχρι τον Αύγουστο πέθαναν στη φυλακή άλλοι 9 συναγωνιστές του. Στις 3 Οκτώβρη 1981 η απεργία έληξε, ενώ η διεύθυνση των φυλακών παραχώρησε ορισμένα δικαιώματα στους εναπομείναντες κρατούμενους του IRA.
Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός είχε φαινομενικά κερδίσει τη μάχη, αυτήν της φυσικής εξόντωσης ορισμένων γενναίων μαχητών της ιρλανδικής ανεξαρτησίας. Ταυτόχρονα όμως, ο αγώνας και ο θάνατος του Μπόμπι Σαντς έμελλε να «γεννήσουν» ένα σύμβολο αντίστασης και ανυπακοής απέναντι στον κατακτητή. «Δεν θα με λυγίσουν» έγραφε στο ημερολόγιο του ο ίδιος, «διότι η θέληση για λευτεριά, για τη λευτεριά του ιρλανδικού λαού, είναι στην καρδιά μου». Όσο για την εκδίκηση απέναντι στη βαρβαρότητα των βρετανών κατακτητών, του αρκούσε το γέλιο ενός παιδιού- «η εκδίκηση μας θα είναι το γέλιο των παιδιών μας».
* υποψ. διδάκτωρ πολιτικών επιστημών και ιστορίας.