Από τη στοχοποίηση των Ελλήνων της Αυστραλίας στα χρόνια της Ισπανικής Γρίπης έως τον Ασπρόπυργο και την Νέα Σμύρνη, η καταστολή πρώτα αφορούσε τους άλλους. Μετά, ολόκληρη την κοινωνία.
- ΕΛΛΟΓΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ από τον Δημήτρη Κούλαλη
Την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, χιλιάδες πολίτες διαδηλώνουν κατά της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας στις κατά τόπους πλατείες. Νέοι και μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι, γυναίκες, άνδρες, παιδιά, φορείς· συλλογικότητες, κόμματα της αντιπολίτευσης, οπαδοί ομάδων· από κοινού διεκδικούν έναν δημόσιο χώρο στον οποίο τα παιδιά θα γελάνε, δεν θα πονάνε. Ωραίες εικόνες. Μήνυμα αναπτέρωσης του τσακισμένου εδώ και ένα χρόνο ηθικού μας. Μήνυμα, ένα ακόμα, κοινωνικής απονομιμοποίησης της επιχειρούμενης από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας (ναι, θα το πω) πολιτειακής εκτροπής με πρόσχημα την πανδημία.
Όμως, βρε παιδιά, μήπως αργήσαμε λίγο; Θα μου πεις: κάλιο αργά, παρά ποτέ. Σύμφωνοι. Παρόλα αυτά, ας είμαστε ειλικρινείς: Η αντιπαραβολή με την σιγή -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων-για τα πρόσφατα αίσχη του Ασπροπύργου λέει πάρα πολλά για τα αντανακλαστικά μας ως κοινωνία, ελπίζω όχι και για το μέλλον της…
Τον περασμένο Δεκέμβρη, η κυβέρνηση απείλησε (εμμέσως πλην σαφώς) τους κατοίκους της Δυτικής Αττικής ότι η μη συμμόρφωση τους με τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα, ίσως τους έφερνε αντιμέτωπους με τον στρατό. Σε σχόλιο της τότε η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας επεσήμανε:
«Τη στιγμή που η πανδημία στη Δυτική Αττική έχει χτυπήσει κόκκινο, εξαιτίας της ανυπαρξίας μέτρων προστασίας σε χώρους δουλειάς, Μέσα Μεταφοράς κι άλλους κρίσιμους χώρους, καθώς και των ελλείψεων στο δημόσιο σύστημα υγείας, η κυβέρνηση νομίζει, ότι θα αντιμετωπίσει την κατάσταση με τον αυταρχισμό και την αστυνομοκρατία, (…) επιδίδεται σε απειλές, συκοφαντίες κι αυταρχικά μέτρα σε βάρος των εργαζομένων και των κατοίκων της περιοχής».
Παράλληλα, σε ανακοίνωσή του το δίκτυο “Ελεύθερων Φαντάρων Σπάρτακος” κατήγγελλε την απειλή αξιοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων στον ρόλου του επιτηρητή για την τήρηση των μέτρων περιορισμού της πανδημίας.
«Ο αστικός στρατός τους, το άλλο σκέλος του Κράτους Άμυνας/Ασφάλειας, παίρνει θέση και αυτός ενάντια στον «εσωτερικό εχθρό» και απειλεί μέσω των φιλικών στην ακροδεξιά κυβέρνηση της ΝΔ ΜΜΕ, προειδοποιώντας ότι εξετάζει και ετοιμάζεται για όλα τα ενδεχόμενα ενάντια στον «εχθρό-λαό»», έγραφαν τότε οι συντάκτες της ανακοίνωσης. Θυμίζοντας παρακάτω ότι «είναι η κυβέρνηση της ΝΔ που ψήφισε την εμπλοκή του Στρατού στο εσωτερικό της χώρας, ενώ από την πρώτη στιγμή της διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει γίνει σαφές ότι ο Στρατός είναι Πάροχος Ασφάλειας!».
Είχε προηγηθεί βέβαια το κατάλληλο μασάζ μίσους απ’ τα ΜΜΕ των Αθηνών· ξέρετε, αυτά που πριν λίγο καιρό προσπαθούσαν να βγάλουν λάδι έναν κατά συρροή βιαστή ανηλίκων και πρόσφατα να μοντάρουν τα ουρλιαχτά μίσους που εκστόμιζαν κατά του λαού οι ένστολοι χούλιγκαν του κ. Χρυσοχοϊδη.
Όπως έχει καταγγείλει ο κ. Ηλίας Γιαννόπουλος, νομικός σύμβουλος της Ελλάν Πασσέ (Πανελλαδική Συνομοσπονδία Ελλήνων Ρομά), τα ΜΜΕ πρόβαλαν επιλεκτικά τους Έλληνες Ρομά -σ.σ. στοχοποιώντας τους- χωρίς να δίνουν βήμα σε εκπροσώπους τους, σε μια προσπάθεια να βρεθεί το “μαύρο πρόβατο” στο οποίο θα πέσουν οι ευθύνες για την πιθανή διασπορά του κορονοϊού σε ορισμένες περιοχές”.
Πρόκειται για μια τελείως άδικη εντύπωση, τόνιζε – τότε σε δηλώσεις της – ταυτόχρονα η κ. η Ματίνα Βαβούλη, διευθύντρια του 7ου δημοτικού σχολείου Νέας Ζωής, Ασπρόπυργου, δίπλα στον καταυλισμό Ρομά. Διερωτώμενη μάλιστα: “Όταν η πολιτεία δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα τόσο καιρό, είναι δυνατόν να έρχεται τώρα και να βάζει τιμωρία τους κατοίκους;”. Παράλληλα, σε δηλώσεις της στην εφημερίδα Εποχή, η κ. Βαβούλη περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο την άθλια κατάσταση που επικρατεί στους τοπικούς καταυλισμούς. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Βασίλειος Πάντζος, πρόεδρος της Ελλάν Πασσέ. Μιλώντας τον περασμένο Δεκέμβριο στην εφημερίδα Documento, ο κ. Πάντζος τόνιζε ότι “απαιτείται διαφορετικός χειρισμός από την πολιτική του “Μένουμε σπίτι” ”.
Τι έκανε η κυβέρνηση “όλων των Ελλήνων” (σε αρχηγό της οποίας αυτοαναγορεύτηκε ο κ. Μητσοτάκης στο πρόσφατο, αισχρό του διάγγελμα ) απέναντι στα αιτήματα των ανθρώπων που έχουν ιδία άποψη επί του θέματος; Απάντησε όπως μέχρι τώρα έχει απαντήσει σ’ όλα τα ζητήματα που αφορούν την πανδημία: Μπάτσοι, παντού! Ούτε μέτρα για τη διαβίωση αυτών των ανθρώπων, ούτε μέτρα προστασίας από την πανδημία, όπως απολυμάνσεις, αποκομιδή σκουπιδιών, παροχή τροφίμων και υγειονομικού υλικού, ούτε πρόβλεψη υλικοτεχνικής βοήθειας για εξασφάλιση συμμετοχής στην τηλεκπαίδευση (γεγονός που οδήγησε το Ελληνικό παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι σε μηνυτήρια αναφορά κατά της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως και της υφυπουργού Σοφίας Ζαχαράκη) · τίποτα· μπάτσοι, παντού!
Μια ματιά στις συνθήκες ζωής και στις καθημερινές εμπειρίες των περισσότερων αρκεί για να φανεί ότι, πέρα από τον προσωπικό ρατσισμό μέρους των συμπατριωτών μας, οι Ρομά αντιμετωπίζουν και θεσμικό ρατσισμό, πάγιο και συστημικό, λέει στον Ημεροδρόμο ο κ. Σπύρος Μαρκέτος, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ και επιστημονικός επιμελητής του βιβλίου: “Είμαστε ο λαός των ρομά” (εκδ. Τόπος). Για τον κύριο Μαρκέτο, η αλληλοτροφοδότηση του θεσμικού και προσωπικού ρατσιμού “καθρεφτίζει την ανάγκη του καπιταλισμού να διασπά τους εργαζόμενους. Επίσης να κρατά ομάδες στον πάτο της κοινωνίας, ώστε ν’ απορροφούν τους κραδασμούς που προκαλούν οι περιοδικές οικονομικές κρίσεις”.
Εκδήλωση αυτού του δομικού χαρακτηριστικού των καπιταλιστικών κοινωνιών είναι η αστυνομική καταπίεση και η αυθαιρεσία, στο έλεος της οποίας βρέθηκαν οι ρομά της Δυτικής Αττικής προ τριμήνου.
«Υπάρχουν παντού περιπολικά και μάλιστα στις εισόδους των περιοχών με αναμμένους φάρους, σαν να εισέρχεσαι στο Ελ Ντοράντο. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Τι θέλουν να δείξουν, ότι αστυνομοκρατείται η περιοχή και άρα θα τηρηθούν τα μέτρα; Διαμορφώνεται ένα σκηνικό τρόμου που δεν έχει κανένα υγειονομικό αποτέλεσμα»
…προειδοποιούσε ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ελευσίνας Βαγγέλης Λίγγος, ενώ κατήγγελλε και την άδικη επιβολή προστίμου από αστυνομικούς σε εργαζόμενους της περιοχής.
Φυσικά, δεν πρόκειται για μια νέα συνθήκη, αλλά για την ποιοτική αναβάθμιση κρατικών πολιτικών περιθωριοποίησης και εν συνεχεία ρατσιστικής στοχοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Άλλοτε εν ονόματι του κοινωνικού κράτους, άλλοτε εν ονομάτι των μέτρων προστασίας από την πανδημία.
Όπως εξηγούσε σε άρθρο της το 2014 η γαλλική Le Monde:
“Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι πληθυσμοί των αλλοδαπών και των Ρομά συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον επισφαλών όσον αφορά την πρόσβαση στην περίθαλψη, ενώ οι στοιχειώδεις κοινωνικές παροχές υπόκεινται σε αυστηρούς όρους”. Πρόκειται για μια “αποφασιστική ιδεολογική λειτουργία σε καιρούς οικονομικής κρίσης και πνευματικού πανικού- καθώς-προσφέρει μια συμβολική νομιμοποίηση στις πολιτικές του αποκλεισμού, χωρίς την οποία θα συναντούσαν την αποδοκιμασία ενός μέρους του πληθυσμού”.
Απλή και αποτελεσματική, η ρητορική της στοχοποίησης, βαδίζει χέρι χέρι με τις πολιτικές αποκλεισμού και αστυνομικής τρομοκρατίας συνδέοντας τη διατήρηση της κοινωνικής προστασίας- είτε μιλάμε για προνοιακά επιδόματα σε καιρούς κρίσης του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου, είτε για τα μέτρα υγειονομικής προστασίας σε καιρούς πανδημίας- με την απόρριψη των εμιγκρέδων, των Ρομά, των “άλλων”.
Των αιώνιων “άλλων”, στη θέση των οποίων βρεθήκαν κάποτε οι Έλληνες…
Ήταν το 1919, όταν η ισπανική γρίπη χτύπησε την πόρτα της Ελληνικής Κοινότητας του Port Pirie στα νότια της Αυστραλίας. Με περίπου ογδόντα Έλληνες οικογενειάρχες να βγάζουν το ψωμί τους στην περιοχή, η τοπική Κοινότητα εξελισσόταν και μεγάλωνε διαρκώς. Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, είχε προηγηθεί μια πενταετία κατά την οποία οι νεοφερμένοι μετανάστες από την Ελλάδα έπιαναν δουλειά στο μεταλλουργείο του Port Pirie. Σε σχεδόν 200, μόνο κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Α’ΠΠ), τους υπολογίζει η εφημερίδα “Νέος Κόσμος”, σημειώνοντας την μετατροπή τού εν λόγω μεταλλουργείου στον μεγαλύτερο και κατ’ εξοχήν εργοδότη των Ελλήνων εκείνη την περίοδο.
Το κλίμα, ωστόσο, άρχισε να στραβώνει με την επάνοδο των Αυστραλών φαντάρων στο Port Pirie. Με την τοπική εφημερίδα “Recorder” να προπαγανδίζει συνεχώς το ρατσιστικό μίσος εναντίον της Ελληνικής Κοινότητας , οι Έλληνες της πόλης βρέθηκαν αντιμέτωποι με υποτιμητικά σχόλια, ενώ σε πλείστες περιπτώσεις υπέστησαν φυλετικές διακρίσεις. Από κοντά, φυσικά, και τα όργανα της τάξης που κάθε λίγο και λιγάκι εφορμούσαν στα ελληνικά καφενεία με το τεφτέρι των προστίμων στο χέρι. Δι’ ασήμαντον πάντα αφορμή. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο “Νέος Κόσμος”: “Τα πρόστιμα ήταν σημαντικά σε σύγκριση με τις παραβάσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν απαγγέλθηκαν καν κατηγορίες στους παραβάτες”.
Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε και τη δράση ρατσιστικών συμμοριών όπως η “Grasshopper Gang”, μια ομάδα που επάνδρωνε τις τάξεις της με βετεράνους του πολέμου και νεαρότερους ηλικιακά άνδρες, φίλα προσκείμενους στους Αυστραλούς απόμαχους. “Αρκετά νεαρά μέλη της «Grasshopper Gang»”,διαβάζουμε στα επίκαιρα της εποχής, “συγκεντρώθηκαν απέναντι από την είσοδο του Casino Lane. Επιτέθηκαν σε έναν γνωστό Έλληνα κάτοικο και τον χτύπησαν άσχημα. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν δύο συλλήψεις” .
Την ίδια εποχή βρίσκονται εν ισχύ και οι διώξεις εναντίον των Ελλήνων εργατών στο μεταλλουργείο του Port Pirie. Με την κατηγορία του “ταραξία” να βαραίνει οποιαδήποτε πράξη διεκδίκησης τους, οι Έλληνες μεταλλουργοί βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα. Ο τοπικός Τύπος σε ένα κρεσέντο μισαλλόδοξων δημοσιευμάτων, έπαιζε επιδέξια το χαρτί τού διαίρει και βασίλευε (καταγράφοντας τους δείκτες ανεργίας των γηγενών ως το απείκασμα της επαγγελματικής ενσωμάτωσης των Ελλήνων), ενώ οι κατεστημένες ηγεσίες των σωματείων απέκλειαν τους Έλληνες εργάτες, φοβούμενες ότι ήταν “εύκολο να παρασυρθούν σε επαναστατικές ενέργειες” ή και κρίνοντας ότι “εφόσον οι επαναπατριζόμενοι στρατιώτες δεν μπορούν να βρουν δουλεια, (…) οι Έλληνες δεν θα πρέπει να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση” ( δήλωση του γραμματέα του τοπικού συνδικάτου Αυστραλών Εργατών και ανακοίνωση της Ένωσης Λιμενεργατών του Ντάργουιν).
Μέσα σε αυτό το κλίμα του διάχυτου φόβου, της εργασιακής επισφάλειας και της προσπάθειας κοινωνικού εξοβελισμού της, η Ελληνική Κοινότητα του Port Pirie, όπως προείπαμε, χτυπήθηκε και από την Ισπανική Γρίπη.
Την 1η Απριλίου 1919, στη στήλη με τους θανάτους της προηγούμενης μέρας, η “Recorder” ανέφερε ότι οι μεταλλεργάτες Γιάννης Χαγενάκης, 35 ετών και Μιχαήλ Καρέγκος, 23 ετών είχαν υποκύψει στον φονικό ιό. Δυο μέρες μετά, άλλος ένας Έλληνας, αυτή τη φορά ο Τζίμης Σπαής (34 ετών), άφηνε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο, χτυπημένος εξίσου από την πανδημία. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι θάνατοι σήμαναν συναγερμό στην ελληνική κοινότητα. Συναγερμός όμως σήμανε και στους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της εποχής. Έχοντας προηγηθεί οι θάνατοι των δύο πρώτων αδελφών της οικογένειας Κοντούλου, η “Recorder” δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να στάξει το ρατσιστικό της δηλητήριο, έπειτα από την αναγγελία και τρίτου θανάτου στην ίδια οικογένεια. Σε δεικτικό σχόλιό της στις 7 Απριλίου 1919, η εφημερίδα υπονόησε έμμεσα ότι η “προτίμηση” του ιού στους Έλληνες μετανάστες του Port Pirie οφείλονταν σε δική τους υπαιτιότητα. Βέβαια, λίγες μέρες πριν, η εν λόγω φυλλάδα είχε φροντίσει να ξεδιαλύνει οποιαδήποτε αμφιβολία περί του αντιδραστικού της προσανατολισμού, αφού σε άρθρο της με τίτλο: “Απομόνωση- Μια παρωδία” σχολίαζε την “χαλαρότητα των κανονισμών” που επικρατούσε στην οικία των αδελφών Κοντούλου, υπογραμμίζοντας με την πένα της τρομολαγνείας ότι “επιτρέπεται σε αυτούς τους ανθρώπους η είσοδος και η έξοδος, παρά τις κίτρινες σημαίες”. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα: “Το σπίτι του Pirie που κατοικούν οι Έλληνες αποτέλεσε απειλή για την υγεία της κοινότητας. Αποτελεί ακόμα απειλή”.
Σας θυμίζει κάτι το ύφος; Μήπως η φρασεολογία; Μήπως η απροκάλυπτη καταπάτηση των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας περί αμεροληψίας και κάλυψης των γεγονότων χωρίς φυλετικές παρωπίδες;
Φευ! Στον καιρό του #boycottgreekmedia ζούμε…
Στο θέμα μας όμως. Ο θάνατος του Τζιμ Κοντούλου (ο τρίτος αδελφός της οικογένειας) και η σχεδόν αντανακλαστική εξεύρεση του αποδιοπομπαίου τράγου για την εξάπλωση της πανδημίας στο πρόσωπο των Ελλήνων κατοίκων του Port Pirie είχε ως αποτέλεσμα όλες οι υπόλοιπες οικογένειες ελληνικής καταγωγής να εισαχθούν στο τοπικό νοσοκομείο σε καθεστώς απομόνωσης. Ανατρέχοντας εκ νέου στον “Νέο Κόσμο”:
“Αυτοί οι μετανάστες με περιορισμένη ή ανύπαρκτη γνώση της αγγλικής γλώσσας, και σίγουρα χωρίς καμία κατανόηση των συνεπειών του θανατηφόρου ιού, περιθωριοποιήθηκαν ακόμη περισσότερο σε ένα ήδη ρατσιστικό περιβάλλον. Δεν μπορεί καν να φανταστεί κανείς τις δυσκολίες που υπέστησαν αυτοί οι Έλληνες μετανάστες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ο φόβος μιας πανδημίας τώρα έγινε και ο φόβος των Ελλήνων στην πόλη του Port Pirie” – neoskosmos.com
Ίσως εδώ, φίλοι αναγνώστες, βρίσκεται το ζουμί της υπόθεσης. Γιατί μπορεί οι Έλληνες του Port Pirie να έθαψαν τους νεκρούς τους, να μάζεψαν τα κομμάτια τους και να μετακόμισαν σε άλλες περιοχές της Αυστραλίας (υπολογίζεται ότι περίπου τριάντα άτομα εγκαταστάθηκαν στη Μελβούρνη μέχρι το τέλος του 1919), όμως η βία που δέχτηκαν συναντάται σε κάθε εποχή. Σε κάθε χώρα. Σε όλες τις περιόδους κρίσεων. Ιδανικό εξιλαστήριο θύμα της εξουσίας που αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του λαού της και αναγάγει τη φτώχεια και την εξαθλίωση σε δημόσιο κίνδυνο. Μα, όπως απέδειξαν και τα πρόσφατα θλιβερά γεγονότα του βάναυσου ξυλοδαρμού του 29χρονου Αλέξανδρου από αστυνομικούς στη Νέα Σμύρνη, η κρατική βαρβαρότητα ξεκινά, δεν τελειώνει με τον εξανδραποδισμό των “άλλων”, των “ξένων”. Εν ολίγοις, ίσως να μην υπήρχε η Νέα Σμύρνη, αν η εξουσία των λεφτάδων μάς είχε βρει απέναντί της στον Ασπρόπυργο.
Ελπίζω να μην χρειαστεί να επανέλθω. Αν και, πολύ αμφιβάλω γι’ αυτό…