Του Περικλή Παυλίδη
Η σοσιαλιστική πορεία που εγκαινιάστηκε με την Οκτωβριανή Επανάσταση αποτελούσε κίνηση προς ένα εξαιρετικά άγνωστο και δύσκολο δρόμο. Από την αρχή η ηγεσία της βρέθηκε αντιμέτωπη με πληθώρα τεράστιων προβλημάτων, συνυφασμένων με σφοδρές συγκρούσεις και διαρκώς αβέβαιη προοπτική επίλυσής τους. Υποχρεώθηκε έτσι σε αλλεπάλληλες υποχωρήσεις και επώδυνες τροποποιήσεις του επαναστατικού προγράμματος, γεγονός που προκαλούσε οξύτατες διαφωνίες και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της.
Είναι αληθές ότι οι μπολσεβίκοι αρχικά κινήθηκαν ανιχνευτικά. Θέτοντας τον στόχο του σοσιαλισμού και ελπίζοντας σε επανάσταση στην Ευρώπη (πρωτίστως στη Γερμανία) εφάρμοσαν στην οικονομία μετριοπαθή πολιτική. Στην ύπαιθρο αποδέχτηκαν την κυριαρχία των ιδιωτικών νοικοκυριών, ενώ στην πόλη, εκτός της κρατικοποίησης πολύ συγκεκριμένων και περιορισμένων τομέων της οικονομίας, συμβιβάστηκαν με την παραμονή των επιχειρήσεων στους ιδιώτες-ιδιοκτήτες τους, υπό τον όρο της επιβολής σε αυτές ενός συστήματος εργατικού ελέγχου.
Δεν θα περάσει όμως πολύς χρόνος όταν σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου η οικονομία θα αρχίσει να κρατικοποιείται εκτενώς και ο Λένιν θα φτάσει να θεωρεί επικείμενο στόχο την κρατικοποίηση των ανταλλαγών μεταξύ πόλης και χωριού και τη συνακόλουθη συρρίκνωση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων.
Η χρεωκοπία της πολιτικής του Πολεμικού Κομμουνισμού, στην οποία πίστεψαν για μια στιγμή οι μπολσεβίκοι, τόσο κάτω από την πίεση των ιδιαιτέρων συνθηκών του πολέμου, όσο και υπό την επιρροή των ιδεών που είχαν για το σοσιαλισμό, θα γίνει αντιληπτή με δραματικό τρόπο όταν εναντίον τους θα εξεγερθούν όχι μόνο οι ναύτες της Κρονστάνδης αλλά και μαζικά οι αγρότες της περιφέρειας του Ταμπόφ.
Εισηγούμενος με μεγάλο ρεαλισμό τη Νέα Οικονομική Πολιτική (η οποία σαφέστατα αντιπροσώπευε για τους επαναστάτες οδυνηρή υποχώρηση) ο Λένιν είχε την ειλικρίνεια να αναγνωρίσει την αποτυχία της προηγούμενης πολιτικής του κόμματός του, δηλώνοντας: «στο οικονομικό μέτωπο, προσπαθώντας να περάσουμε στον κομμουνισμό, πάθαμε την άνοιξη του 1921 μια ήττα πιο σοβαρή απ’ όλες τις ήττες που μας προξένησε ο Κολτσάκ, ο Ντεκίκιν είτε ο Πιλσούδσκι».
Ο Λένιν ήταν ο πρώτος που με μοναδική κριτική ικανότητα διέκρινε την αντιφατικότητα του καθεστώτος που προέκυψε από την επανάσταση. Οραματιζόμενος ο ίδιος, μόλις δύο μήνες πριν την εξέγερση του Οκτώβρη (στο έργο του Κράτος και επανάσταση), ένα εργατικό κράτος στο οποίο όλοι οι πολίτες θα είναι «ένοπλοι εργάτες», «υπάλληλοι κι εργάτες ενός παλλαϊκού κρατικού ‘συνδικάτου’», ασχολούμενοι με την «καταγραφή και τον έλεγχο» και λαμβάνοντας «ίσες απολαβές», βρίσκεται υποχρεωμένος το 1922 να κάνει τη διαπίστωση: «οι κομμουνιστές έγιναν γραφειοκράτες. Αν υπάρχει κάτι που θα μας καταστρέψει είναι αυτό».
Σε κάθε περίπτωση, με το τέλος του εμφυλίου πολέμου και την οριστική νίκη των μπολσεβίκων κατέστη απολύτως σαφές ότι η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας θα διέλθει από ένα μακρύ, εξαιρετικά δύσκολο και αβέβαιο δρόμο, συνυφασμένο με την αναγκαιότητα πολλών ελιγμών, τροποποιήσεων και επανακαθορισμών του επαναστατικού σχεδίου.
Η ΕΣΣΔ της δεκαετίας του 1920, παρά την ανάκαμψη της οικονομίας ως συνέπεια της ΝΕΠ, ήταν μια φτωχή και αδύναμη χώρα, με πληθώρα αγράμματων ανθρώπων, ασθενή παραγωγική βάση και αμυντική ικανότητα, οξύτατο πρόβλημα ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων, και συνάμα περικυκλωμένη από εχθρικές προς αυτή και ασύγκριτα πιο ισχυρές καπιταλιστικές δυνάμεις.
Γεννημένο από μια μεγαλειώδη επανάσταση το σοβιετικό καθεστώς δεν είχε καθόλου σίγουρη την επιβίωσή του. Το 1936 ο Τρότσκι σημείωνε χαρακτηριστικά: «μπορούμε, ωστόσο, να περιμένουμε ότι η Σοβιετική Ένωση θα βγει από τον ερχόμενο μεγάλο πόλεμο χωρίς ήττα; … Από μια τεχνική, οικονομική και στρατιωτική άποψη ο ιμπεριαλισμός είναι ασύγκριτα πιο δυνατός. Αν δεν τον παραλύσει η επανάσταση στη Δύση, ο ιμπεριαλισμός θα σαρώσει το καθεστώς που βγήκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση».
Δεδομένου ότι η ελπίδα σε μια «παγκόσμια επανάσταση» ήταν πλέον παντελώς ουτοπική, η τύχη της ΕΣΣΔ θα κρινόταν από την ικανότητά της μέσω της επιστράτευσης όλων των διαθέσιμων πόρων και της εργασιακής υπερπροσπάθειας των πολιτών της (της σκληρής εργασίας εκατομμυρίων ανθρώπων) να δημιουργήσει σε σύντομο διάστημα ισχυρή βιομηχανική παραγωγική βάση, καθοριστικής σημασίας για την αμυντική θωράκισή της, αλλά και για την αυτόνομη οικονομική ύπαρξη και ανάπτυξή της.
Βεβαίως αυτή η υπερπροσπάθεια, συνδεδεμένη με την εσπευσμένη εκβιομηχάνιση και τη βεβιασμένη κολεκτιβοποίηση, έγινε μέσα σε δύσκολες συνθήκες και συνοδεύτηκε από σημαντική υποβάθμιση του επιπέδου ζωής για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1930.
Εξαιρετικά δραματικό (το πλέον δραματικό) ήταν το εγχείρημα της κολεκτιβοποίησης των ατομικών αγροτικών νοικοκυριών, της μετατροπής τους δηλαδή σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς, σε υλικές συνθήκες ανεπαρκείς για κάτι τέτοιο. Χωρίς όμως την κολεκτιβοποίηση θα ήταν αδιανόητη η γρήγορη εκβιομηχάνιση της χώρας. Και αυτό γιατί μόνο η γρήγορη και εκτενής κολεκτιβοποίηση των αγροτικών νοικοκυριών θα επέτρεπε στο κράτος να λαμβάνει με σταθερό τρόπο και σε χαμηλές τιμές τις ποσότητες δημητριακών που χρειάζονταν για εξαγωγές, προκειμένου να αγοράζεται από το εξωτερικό πολύτιμος μηχανικός εξοπλισμός, αλλά και για να συντηρείται ο ραγδαία αυξανόμενος πληθυσμός των πόλεων. Επίσης θα απελευθέρωνε μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών από την ύπαιθρο προσφέροντας το απαραίτητο εργατικό δυναμικό στην δυναμικά αναπτυσσόμενη βιομηχανία.
Η κολεκτιβοποίηση ωστόσο συγκλόνισε τη σοβιετική κοινωνία. Η υλοποίησή της συνδέθηκε με παρατεταμένες συγκρούσεις και χρήση κρατικής βίας.
Εν γένει η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας στην ΕΣΣΔ χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη έκταση της κρατικής βίας σε συνάρτηση με τη δημιουργία ισχυρών μηχανισμών ασφαλείας. Αυτό οφειλόταν πρωτίστως στο γεγονός ότι οι κοινωνικές αλλαγές που επιχειρήθηκαν προκάλεσαν τη συνειδητή και αποφασιστική αντίσταση των εκμεταλλευτικών τάξεων και των κοινωνικών τους συμμάχων, των μικρομεσαίων ιδιοκτητών της πόλης και του χωριού, καθώς και μεγάλου τμήματος της διανόησης.
Οφειλόταν επίσης στο γεγονός ότι η ΕΣΣΔ αντιμετώπιζε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της την επιθετικότητα των κατά πολύ ισχυρότερων καπιταλιστικών δυνάμεων, πράγμα που συνεπαγόταν τη σημαντική στρατιωτικοποίηση της οικονομίας της.
Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι στην ΕΣΣΔ το κράτος διογκώθηκε και ως συνέπεια της ίδιας της εγκαθίδρυσης και λειτουργίας των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Επρόκειτο για το γεγονός ότι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής κατέστησε αναγκαία τη σχεδιοποιημένη διεύθυνσή τους στην κλίμακα όλης της κοινωνίας. Με δεδομένη την κατάργηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και εν γένει τη συρρίκνωση της εμπορευματικής παραγωγής, ένα ευρύ δίκτυο διοικητικών οργάνων και σχέσεων κατέστη αναγκαίο για τη λειτουργία και ανάπτυξη του συνόλου της οικονομίας. Το σοβιετικό κράτος και οι μηχανισμοί του αποτέλεσαν το θεμέλιο αυτού του δικτύου (με τη συμμετοχή βεβαίως σε αυτό όλων των επιχειρήσεων και παραγωγικών οργανισμών), ως θεσμός που συνένωσε διοικητικά το σύνολο των κατακερματισμένων παραγωγικών δυνάμεων, διασφαλίζοντας τη σχεδιοποιημένη και συνεργατική λειτουργία τους. Χωρίς το ρόλο αυτό του κράτους οι παραγωγικές δυνάμεις θα λειτουργούσαν αναπόφευκτα διαμέσου σχέσεων εμπορευματικού ανταγωνισμού.
Η ανάπτυξη της ΕΣΣΔ, ακόμη και στο επίπεδο της μεγάλης βιομηχανίας, δεν έκανε εφικτή την αυτοδιεύθυνση των χειρωνακτών-άμεσων παραγωγών (χειριστών χειροκίνητων εργαλείων ή υπηρετών των μηχανών), ακριβώς επειδή αυτοί παρέμεναν χειρώνακτες-άμεσοι παραγωγοί, υποταγμένοι στις επιμέρους συνθήκες της εργασιακής τους δραστηριότητας.
Επιβεβαιώθηκε σαφώς η διαπίστωση του Λένιν ότι «κανένας ανειδίκευτος εργάτης, καμία μαγείρισσα δεν είναι σε θέση να αναλάβουν αμέσως τη διακυβέρνηση του κράτους», η οποία ήταν συνυφασμένη με την άποψή του ότι «κάθε μεγάλη εκμηχανισμένη βιομηχανία … ακριβώς προς το συμφέρον του σοσιαλισμού, απαιτεί αναντίρρητη υποταγή των μαζών στην ενιαία θέληση των καθοδηγητών της διαδικασίας της εργασίας».
Στον κρίσιμο ρόλο του σοβιετικού κράτους στη διεύθυνση της οικονομίας εκφράστηκε η διατηρούμενη σε όλη την ιστορία της ΕΣΣΔ αντίθεση μεταξύ διοικητικής-διανοητικής και εκτελεστικής-χειρωνακτικής εργασίας.
Βεβαίως, η σχεδιοποιημένη διεύθυνση της οικονομίας δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς τη συμμετοχή με ποικίλους τρόπους των εργαζομένων στην εκπόνηση των στόχων της παραγωγικής δραστηριότητας κάθε επιχείρησης, χωρίς τουλάχιστον τη διασφάλιση της απαραίτητης συναίνεσής τους στην υλοποίηση των στόχων αυτών.
Ωστόσο, σε συνθήκες όπου η εργασία αποτελούσε για εκατομμύρια εργαζομένων όχι εσωτερική ανάγκη, αλλά εξωτερικό άχθος, δεδομένου ότι ήταν κοπιώδης, ανθυγιεινή, μονότονη (η απλή εκμηχάνιση της παραγωγής, με τον εργαζόμενο να αποτελεί υπηρέτη των μηχανών, διατηρεί τον επιβλαβή χαρακτήρα της εργασίας για το σώμα και τον ψυχισμό των ανθρώπων) διατηρούνταν και η ανάγκη διεύθυνσής τους από ένα εξωτερικό μηχανισμό, προκειμένου αυτοί να διεκπεραιώνουν με συνέπεια τα εργασιακά τους καθήκοντα.
Αναφερόμενος στο ζήτημα αυτό ο Τρότσκι είχε δηλώσει με οξυδέρκεια: «Ένα σοσιαλιστικό κράτος, ακόμα και στην Αμερική, πάνω στη βάση του πιο προχωρημένου καπιταλισμού, δεν θα μπορούσε άμεσα να προμηθεύει στον καθένα όλα όσα χρειάζεται, και έτσι θα ήταν υποχρεωμένο να σπρώχνει τον καθένα να παράγει όσο το δυνατό περισσότερα. Το καθήκον του παρακινητή, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, πέφτει φυσικά στο κράτος, που με τη σειρά του, δεν μπορεί παρά να καταφύγει, με διάφορες αλλαγές και ελαφρύνσεις, στη μέθοδο της πληρωμής της εργασίας που έχει επεξεργαστεί ο καπιταλισμός».
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω η ΕΣΣΔ, ως το πλέον ανεπτυγμένο και αντιπροσωπευτικό σοσιαλιστικό καθεστώς του 20ου αιώνα, ήταν αναπόφευκτα μια αντιφατική κοινωνία. Οι αντιθέσεις της ήταν ιδιότυπες. Ανέκυπταν στο εσωτερικό της εργασίας, μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων, και ήρθαν στο προσκήνιο όταν καταργήθηκαν οι εκμεταλλευτικές τάξεις και βεβαίως η σχέση κεφαλαίου-εργασίας. Επρόκειτο για τις αντιθέσεις του διατηρούμενου υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας, οι οποίες σε συνάρτηση με την ανεπάρκεια των μέσων κατανάλωσης για τη βέλτιστη ικανοποίηση των αναγκών γεννούσαν ιδιότυπους ανταγωνισμούς μεταξύ των εργαζομένων για κατάληψη καλύτερης (περισσότερο ξεκούραστης και δημιουργικής) θέσης στο σύστημα της παραγωγής με ταυτόχρονη αύξηση, νόμιμα ή παράνομα, των υλικών απολαβών. Η εκτενής ανάπτυξη της παραοικονομίας στην ΕΣΣΔ (με τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού εργαζομένων) αποτελούσε την πλέον επικίνδυνη για το καθεστώς εκδήλωση αυτών των αντιθέσεων.
Δεδομένου ότι οι εν λόγω αντιθέσεις δεν ήταν δυνατόν να εξαλειφθούν αμέσως, το σοβιετικό καθεστώς ήταν υποχρεωμένο, παράλληλα με την υλοποίηση κοινωνικών μετασχηματισμών που οδηγούσαν στην άμβλυνσή τους, να τις ελέγχει και κατασταλτικά. Επρόκειτο για ένα αναπόφευκτα αντιφατικό ρόλο του ίδιου του εργατικού κράτους, το οποίο θα έπρεπε, αφενός να συντελεί στη διαρκώς μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων στη διεύθυνση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αφετέρου να ελέγχει τις μεταξύ τους αντιθέσεις και ανταγωνισμούς, προκειμένου να μην αποκτήσουν ανοικτά αντεπαναστατικό χαρακτήρα.
Την ίδια στιγμή η διατήρηση του διευθυντικού και κατασταλτικού ρόλου του κράτους συνεπαγόταν τη διατήρηση και διεύρυνση της αποξένωσής του από την κοινωνία, την ενίσχυση των εγγενώς γραφειοκρατικών χαρακτηριστικών του.
Τελικά το σοσιαλιστικό καθεστώς στην ΕΣΣΔ δεν κατάφερε να καταστεί μη αναστρέψιμο. Βεβαίως για να επιτύχει κάτι τέτοιο δεν αρκούσε απλώς η κατάργηση της κεφαλαιοκρατίας, παρά απαιτούνταν ο εξαιρετικά βαθύς μετασχηματισμός της εργασίας, πράγμα αδύνατο στις υλικές συνθήκες του 20ου αιώνα.
Ωστόσο το πλέον σημαντικό στην ιστορία του σοβιετικού καθεστώτος είναι το γεγονός ότι αυτό υπερέβη όλες τις συντριπτικά εναντίον του αρχικές συνθήκες και πιθανότητες, ότι στηριγμένο στον ενθουσιασμό και την προσπάθεια του εργαζόμενου λαού διήνυσε μια συγκλονιστική διαδρομή τεχνολογικής, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής προόδου στο εσωτερικό του και άσκησε ισχυρότατη επίδραση στον υπόλοιπο κόσμο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο πολιτισμός της ΕΣΣΔ στα βασικά του πεδία (στη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, το τραγούδι, τις εικαστικές τέχνες) ανέδειξε εμφατικά τα ιδανικά της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης, της ειρήνης, της συνειδητής εργασίας για το κοινό καλό, της αυταπάρνησης και αυτοθυσίας στον αγώνα για τη συλλογική πρόοδο.
«Το πιο ακριβό στον άνθρωπο είναι η ζωή … και πρέπει να τη ζήσει κανείς έτσι που να μπορέσει πεθαίνοντας σαν πει: Όλη μου τη ζωή, όλες μου τις δυνάμεις τις έδωσα στο πιο ωραίο ιδανικό του κόσμου –στον αγώνα για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας», διαβάζουμε στο κλασικό έργο του Νικολάι Οστρόφσκι, Πώς δενότανε τ’ ατσάλι.
«Όσο μεγαλύτερη είναι η κολεκτίβα, οι προοπτικές της οποίας είναι για τα μέλη της και ατομικές προοπτικές, τόσο ο άνθρωπος είναι ομορφότερος και καλύτερος», δηλώνει ο Αντόν Μακάρενκο στο εμβληματικό μυθιστόρημά του, Παιδαγωγικό ποίημα.
Αυτή ήταν η νέα, σοσιαλιστική αντίληψη του νοήματος και σκοπού της ζωής στο πνεύμα της οποίας η σοβιετική κοινωνία διαπαιδαγωγούσε τους πολίτες της, σε διαρκή αντιπαράθεση με αντίπαλες ιδέες και στάσεις ζωής που προέρχονταν από το ιστορικό παρελθόν και αναπαράγονταν καθημερινά στις αντιφατικές συνθήκες της χώρας.
Ο θεμελιωμένος στο σοσιαλιστικό ιδεώδες σοβιετικός πολιτισμός (ο οποίος σαφώς δεν ταυτιζόταν ποτέ με το σύνολο της συγγραφικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας στην ΕΣΣΔ) αποτελεί εξαιρετικά λαμπρή σελίδα της προοδευτικής πολιτισμικής δημιουργίας της ανθρωπότητας.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση αποτέλεσε γεγονός που καθόρισε την ιστορία του 20ου αιώνα ακριβώς επειδή το δημιούργημά της, η ΕΣΣΔ, κατέστη δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας, ικανή να επηρεάζει τις διεθνείς εξελίξεις.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι η ΕΣΣΔ, όχι μόνο δεν διευκολύνθηκε όσον αφορά την ανάπτυξή της από την «παγκόσμια επανάσταση», όπως περίμεναν αρχικά οι μπολσεβίκοι, αλλά η ίδια μέσω της υπερπροσπάθειας των εσωτερικών δυνάμεών της στην κρίσιμη δεκαετία του 1930 κατέστη ικανή να συντρίψει τις φασιστικές ορδές και στη συνέχεια να στηρίξει αποφασιστικά τη διεθνή πορεία της επανάστασης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα επαναστατικά (σοσιαλιστικά, αντιιμπεριαλιστικά) καθεστώτα που προέκυψαν μετά τον πόλεμο μέσα από ένα πρωτόγνωρο στην ιστορία κύμα απελευθερωτικών αγώνων των λαών, βρίσκονταν από κάθε άποψη (τεχνολογική, οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική) σε κατώτερο επίπεδο από αυτό της ΕΣΣΔ και μπόρεσαν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν λαμβάνοντας ποικίλων μορφών πολύτιμη βοήθεια από την πρώτη σοσιαλιστική χώρα.
Ο δρόμος που διήνυσε το σοβιετικό καθεστώς δεν ήταν ποτέ εύκολος και ευθύς. Και βεβαίως σε καμία περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να είναι αποκαθαρμένος από «παλινδρομήσεις» και «παραμορφώσεις». Στις συνθήκες του 20ου αιώνα (ακριβέστερα, σε οποιεσδήποτε συνθήκες) κανένα καθαρό μοντέλο σοσιαλισμού δεν θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί.
Εν κατακλείδι ας σημειώσουμε ότι με τη μεγαλειώδη και δραματική πορεία του το σοβιετικό καθεστώς μας αποκάλυψε μια νέα πραγματικότητα: τι συμβαίνει όταν καταργούνται οι εκμεταλλευτικές τάξεις και εγκαθιδρύεται η σοσιαλιστική-κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ενώ μεγάλος αριθμός εργαζομένων παραμένει υποταγμένος σε ένα υποδουλωτικό καταμερισμό εργασίας. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και το τέκνο της η ΕΣΣΔ μας έθεσαν κρίσιμα ερωτήματα αναφορικά με το ζήτημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Η απάντηση σε αυτά βάσει και των σημερινών υλικών όρων της παραγωγής είναι αποφασιστικής σημασίας για τη νοηματοδότηση και τον προσανατολισμό των αγώνων που διεξάγουν οι σύγχρονοι φορείς της μισθωτής εργασίας.
*Επίκουρος καθηγητής στο ΑΠΘ