Το ’21 δεν είναι μόνο οι μεγάλες μάχες και οι διάσημοι ήρωες: πίσω από τα κεντρικά γεγονότα και τους πρωταγωνιστές τους, βρίσκεται η μικρή ιστορία των απλών ανθρώπων, η οποία, αν και συνήθως μένει στη σκιά, έχει πολυεπίπεδο ενδιαφέρον. Μία τέτοια περίπτωση πραγματεύεται το βιβλίο του Γιώργου Πάλλη με τίτλο «Μαρούσι 1821-1827. Ένας μικρός οικισμός της Αττικής στην Ελληνική Επανάσταση», που μόλις εκδόθηκε από την εφημερίδα “Αμαρυσία”.
Πίσω από την αδιάφορη σύγχρονη όψη τους, τα προάστια της Αθήνας κρύβουν ενδιαφέρουσες τοπικές ιστορίες, εν πολλοίς ξεχασμένες σήμερα. Το Μαρούσι ανήκει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία, καθώς αποτελούσε ένα από τα παλαιότερα χωριά της Αττικής. Στις παραμονές της Επανάστασης είχε μερικές εκατοντάδες κατοίκων, οι οποίοι καλλιεργούσαν τον αιωνόβιο ελαιώνα που περιέβαλε τον οικισμό και έφτανε ως το σημερινό Ολυμπιακό Στάδιο.
Η Επανάσταση άρχισε στην Αθήνα με καθυστέρηση σχεδόν ενός μήνα. Οι Αθηναίοι ήταν άμαθοι στα όπλα: αυτοί που τα πήραν πρώτοι και ξεσηκώθηκαν ήταν οι χωρικοί της Αττικής, με πρωταγωνιστές τους Μενιδιάτες και τους Χασιώτες. Στις 25 Απριλίου του 1821 κατέλαβαν την πόλη και κατόπιν πήραν μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις που ακολούθησαν, με αποκορύφωμα την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή το 1826-1827.
Με άξονα την παρουσία των Μαρουσιωτών στα γεγονότα, το βιβλίο αφηγείται όλα όσα συνέβησαν στην ευρύτερη περιοχή κατά τα επτά χρόνια του αγώνα. Δίνει επίσης μία αναλυτική περιγραφή της κατάστασης του συγκεκριμένου οικισμού πριν από την Επανάσταση και της ανασυγκρότησής του μετά το τέλος της. Ο συγγραφέας, που διδάσκει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, βασίζεται σε πηγές της εποχής και ιδιαίτερα στον Άγγλο γαιοκτήμονα James Henry Skene, o οποίος κατέγραψε πολύτιμες μαρτυρίες για το Μαρούσι και τους ανθρώπους του σε ένα μεγάλο του άρθρο το 1838.
Το βιβλίο επικεντρώνεται μεν στο Μαρούσι, αλλά έχει ευρύτερες προεκτάσεις. Το περιεχόμενό του ενδιαφέρει όποιον θέλει να μάθει περισσότερα πράγματα για την κοινωνία και την οικονομία της Αττικής την εποχή της Επανάστασης, τους θεσμούς της αυτοδιοίκησης των χωριών της, τις γεωργικές καλλιέργειες, τις αντιθέσεις μεταξύ Αθηναίων και χωρικών, αλλά και τη διαχείριση της μνήμης του 1821 από την τοπική κοινωνία κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον αντίκτυπο των γεγονότων στον άμαχο πληθυσμό: τρεις τουλάχιστον φορές οι Μαρουσιώτες και άλλοι χωρικοί εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν πρόσφυγες στη Σαλαμίνα και την Αίγινα – την τελευταία, το 1826, παρέμειναν εκεί για τρία και πλέον χρόνια, σε συνθήκες εξαθλίωσης, μετρώντας πολλά θύματα. Άλλο ενδιαφέρον σημείο αποτελεί η τυραννική διοίκηση των συνεργατών του στρατηγού Γκούρα στην απελευθερωμένη Αττική, μεταξύ του 1822 και του 1826, που οδήγησε πολλούς χωρικούς στο να υποταχθούν τελικά στον Κιουταχή και να «προσκυνήσουν», κατά την έκφραση της εποχής. Η Επανάσταση ήταν μια συνεχής εναλλαγή πράξεων πατριωτισμού και ιδιοτέλειας, και αυτό το πλήρωσαν πάνω απ’ όλους οι ανώνυμοι της ιστορίας, όπως ήταν οι κάτοικοι του Μαρουσιού.
*φωτογραφία εξωφύλλου: “Ελαιώνας κοντά στο Μαρούσι, έργο του James Skene, περίπου 1838-1845, συλλογή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης”