Ο Πρωθυπουργός απαντάει σε επίκαιρες ερωτήσεις στο Κοινοβούλιο – Πηγή: EUROKINISSI/ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Στην Ώρα του Πρωθυπουργού –η οποία πολύ καλώς επανήλθε μετά τη διακοπή της από τον κ. Σαμαρά– ο Αλέξης Τσίπρας απάντησε σε ερώτηση της Ντόρας Μπακογιάννη με θέμα την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Στη δευτερολογία του, ο πρωθυπουργός, αναφερόμενος στις κατηγορίες της κ. Μπακογιάννη περί οίησης, σχολίασε ότι μια μικρή οίηση μπορεί να δικαιολογηθεί σε έναν άνθρωπο που δεν ανήκει σε πολιτικό τζάκι και κατάφερε να γίνει πρωθυπουργός στα 40 του.
Τη φράση του πρωθυπουργού ακολούθησαν έντονα χειροκροτήματα των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η κάμερα δείχνει δύο υπουργούς πίσω από τον κ. Τσίπρα να μειδιούν, ικανοποιημένοι από την απάντηση του.
Χρειάζεται κανείς να αναρωτηθεί. Υπάρχει άραγε «επιτρεπόμενη» οίηση για τον πρωθυπουργό μιας χώρας στην κατάσταση που είναι σήμερα η Ελλάδα; Είναι το αξίωμα του πρωθυπουργού θέση καριέρας που καταγράφεται στα επιτεύγματα του προσωπικού του βιογραφικού; Και πόση τέτοια οίηση αντιστοιχεί στους χιλιάδες νέους ανθρώπους –συνομηλίκους ή συμφοιτητές του πρωθυπουργού– που παλεύουν καθημερινά για να επιβιώσουν; Ο αγώνας και η επισφάλεια αυτών των νέων ανθρώπων δεν έχει περίσσευμα ούτε δίνει δικαίωμα στην «μια κάποια αλαζονεία» που διεκδικεί ο πρωθυπουργός.
Ειδικά σε έναν άνθρωπο της Αριστεράς που βρίσκεται αντιμέτωπος με διαρκείς πολιτικές διαψεύσεις και που έγινε πρωθυπουργός με ένα πρόγραμμα που δεν μπορεί να εφαρμόσει.
Από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ο πρωθυπουργός έχει πει αρκετές φορές μέσα στο Κοινοβούλιο ότι «ο λαός μίλησε στις εκλογές» και για αυτό δεν επιτρέπεται καμιά κριτική στο έργο του. Την ίδια αναφορά κάνει και για τους πρώην συντρόφους του, που δεν άντεξαν την αλλαγή πολιτικής και έφυγαν από το κόμμα. Παρόμοια στάση τηρούν αρκετοί υπουργοί της κυβέρνησης –υπάρχουν ευτυχώς και ορισμένες εξαιρέσεις– απέναντι στις κριτικές από τα δεξιά στη Βουλή και τις λίγες από τα αριστερά αντιστάσεις στην κοινωνία.
Ίσως όμως η οίηση να είναι το επικοινωνιακό έρεισμα που απομένει για να υποστηρίξει κανείς ιλιγγιώδεις πολιτικές μεταστροφές: από το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος στον συμβιβασμό της 5ης Ιουλίου. Και ίσως είναι αυτή που τροφοδοτεί μια αντίληψη της πολιτικής με ατάκες των 15 δευτερολέπτων ή με αναρτήσεις στο τουίτερ, που μετά ο πρωθυπουργός αναγκάζεται να διαγράψει.
Σε αυτόν τον τόπο όμως δεν έχει πεθάνει ούτε η σκέψη ούτε το συναίσθημα. Και ο τρόπος, το ήθος και οι επιλογές διαχείρισης της εξουσίας αξιολογούνται. Το να «ξεμπερδεύουμε με το παλιό» έχει πρωτίστως αναφορά σε περιεχόμενα πολιτικής και ηθικής και όχι σε ηλικιακά επιτεύγματα.
Ο Τζιοβάνι Σαρτόρι, στο 20ο μάθημά του, στο βιβλίο Η Δημοκρατία σε 30 μαθήματα (Εκδόσεις Μελάνι, 2015), καταπιάνεται με το ζήτημα της ηθικής και τη διαχωριστική γραμμή Δεξιάς-Αριστεράς. Λέει, λοιπόν: «Η Δεξιά δεν επικαλείται την ηθική, άρα δεν εκτίθεται σε ηθική χρεοκοπία. Αντιθέτως, όσοι υπερηφανεύονται για το ηθικό τους ανάστημα οφείλουν να δίνουν λόγο για την ανηθικότητά τους […] Αν η εξουσία διαφθείρει λίγο όλους, διαφθείρει πολύ την Αριστερά, όταν βρίσκεται στην εξουσία».
Στο χέρι του κ. Τσίπρα είναι να το διαψεύσει.