Από την Βάσω Κοντού*
Η πολιτική πραγματικότητα, αν μη τι άλλο, δεν υφίσταται «προ της πολιτικής αναπαράστασης αλλά μόνον διαμέσου αυτής […] δεν βρίσκεται ή ανακαλύπτεται, αλλά φτιάχνεται, μέσα από τις διαδικασίες της πολιτικής αναπαράστασης»
Ο όρος «αισθητικοποίηση της πολιτικής» εισήχθη από τον Γερμανό φιλόσοφο Walter Benjamin, ο οποίος, όντας αριστερός διανοούμενος, τάχθηκε ως πολέμιος της φασιστικής ιδεολογίας σε μια προσπάθεια να ασκήσει κριτική στις λαϊκίστικες πολιτικές πρακτικές που είχαν υιοθετηθεί. Κατ’ουσίαν, ο όρος αυτός περιγράφει μια κατάσταση στην οποία το πολιτικό μέσο διαδραματίζει πιο σημαντικό ρόλο από το πολιτικό μήνυμα αυτό κάθε αυτό. Αναντίρρητα, το φαινόμενο της αισθητικοποίησης της πολιτικής είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, αν αναλογιστούμε την επιρροή που ασκούν τα ΜΜΕ στην σύγχρονη ζωή και πιο συγκεκριμένα αν εξετάσουμε την περίπτωση του Τζάστιν Τρυντώ.
Ο Τζάστιν Πιερ Τζέιμς Τρυντώ γεννήθηκε το 1971 και είναι ο πρώτος πρωθυπουργός, γιος πρωθυπουργού του Καναδά. Σπούδασε φιλολογία, αλλά τον κέρδισε η πολιτική, στην οποία στράφηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του. Εκλέχθηκε βουλευτής το 2008 και όντας αρχηγός του φιλελεύθερου κόμματος το Νοέμβρη του 2015 θριάμβευσε στις εκλογές. Ωστόσο, ο θρίαμβος αυτός συνίσταται σε μεγάλο βαθμό σε μια πολιτική αναπαράσταση ενός «χαρισματικού» ηγέτη, ο οποίος μετουσιώνεται σε αισθητική κατασκευή στα πλαίσια της τηλε-οπτικοποίησής και εν γένει της μεσοποίησης της πολιτικής. Είναι παντρεμένος με την δημοσιογράφο Σοφία Γκρεγκουάρ, με την οποία έχει αποκτήσει 3 παιδιά, υποδεικνύοντας πως η οικογενειακή του ζωή βρίσκεται σε αρμονία με την πολιτική του καριέρα. «Ο νέος πρωθυπουργός του Καναδά έχει τατουάζ, ασχολείται με το μποξ, κάνει στριπτίζ και όλος ο κόσμος ασχολείται μαζί του», «είναι ετοιμόλογος, έχει χιούμορ, είναι υπέρ της ανεξιθρησκίας, είναι φεμινιστής, υπερασπίζεται το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση, απλώνει χέρι βοηθείας στους πρόσφυγες. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;» αναρωτιέται αρθρογράφος σε γνωστό ειδησεογραφικό σάιτ. Η απάντηση, βέβαια, φαντάζει εύκολη αν αναλογιστούμε ότι η επικοινωνιακή διάσταση της πολιτικής, στις μέρες μας θεωρείται δεδομένη, ενώ ταυτόχρονα τείνει να μετατραπεί σε πολιτικό δόγμα. Το σημαντικό είναι τα πολιτικά υποκείμενα να μην απωλέσουν την αυτονομία τους σε μια απόπειρα εργαλειακής χρήσης του επικοινωνιακού «θέλγητρου», οδηγώντας αναπόφευκτα στην υπαγωγή του πολιτικού πεδίου στους κανόνες που επιτάσσει η επικοινωνία.
Στην εποχή που διανύουμε, η πολιτική διέρχεται μια κρίση αναπαράστασης της πραγματικότητας, η οποία δε μπορεί να θεωρηθεί απαραιτήτως αναπόφευκτη. Οι πολιτικοί κρατούντες, αναλογιζόμενοι την αδυναμία τους να πείσουν τους πολίτες με πολιτικά επιχειρήματα, υποδύονται τον ρόλο ενός «μυθοπλάστη» και επιδίδονται σε έναν ατέρμονο αγώνα, προκειμένου να θέσουν τον λαό συνήγορο τους. Ο πολιτικός λόγος αποδομείται και αναπόφευκτα τείνει προς μια κατεύθυνση στην οποία ο εντυπωσιασμός του δέκτη αποτελεί μοναδική επιδίωξη. Την πολιτική ορθότητα των επιχειρημάτων διαδέχεται η «οφθαλμολαγνεία», ενώ το πολιτικό περιεχόμενο στερείται κάθε ουσίας. Ο λαός εκπίπτει σε ένα δίλημμα μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Σ’ αυτή την περίπτωση, η μυθοπλασία εκ πρώτης όψεως δεν απορροφά τον λαό, αντιθέτως τον απωθεί , αρνούμενος να δεχθεί την φορμαλιστική αυτή επιτήδευση. Λαμβάνοντας υπόψιν όμως την φιγούρα του Τζάστιν Τρυντώ, ο οποίος ανασύρθηκε στην μιντιακή μνήμη, κερδίζοντας τον βαρύγδουπο τίτλο του «γόη της διεθνούς πολιτικής», καταλαβαίνουμε ότι ο λαός όχι μόνο «μαγεύεται» από τη μυθοπλασία, αλλά την διαιωνίζει εν γνώσιν του ή μη.
«Σήμερα θεωρούμε ότι δεν υπάρχει πλέον καμία στέρεη πραγματικότητα την οποία μπορούμε να αντιπαρατάξουμε στην κυριαρχία των φαινομένων και καμία σκοτεινή όψη την οποία μπορούμε να αντιτείνουμε στον θρίαμβο της κοινωνίας της κατανάλωσης» (Ζακ Ρανσιέρ, Ο χειραφετημένος θεατής, σελ. 35)
Η εξάπλωση της «τηλεοπτικής Δημοκρατίας», καθώς και η ανάδειξη πολιτικών προσωπικοτήτων, βασισμένη σε μια κουλτούρα αισθητικής προσέγγισης του πολιτικού, όλο και περισσότερο αντικαθιστά τις κομματοκεντρικές μορφές πολιτικής εκπροσώπησης. Πλέον, επικρατεί μια μορφή επαγγελματικής πολιτικής, θεμελιωμένη στην ισχυρή συνεργασία κομμάτων και ΜΜΕ, όπου η εκπροσώπηση πολιτικών προσωπικοτήτων έχει τον κύριο λόγο. Όμως, λαμβάνοντας υπόψιν την ευκολία με την οποία ένα πολιτικό υποκείμενο μπορεί να αναδειχθεί, βάσει αισθητικών κριτηρίων μέσω της τηλε-οπτικοποίησής της πολιτικής, με τέτοια ευκολία μπορεί να αποδομηθεί , υποδεικνύοντας την ευθραυστότητα της πολιτικής φήμης. Συνεπώς, υπό αυτό το πρίσμα τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας θέτουν τους όρους της πολιτικής εγγύτητας.
Ωστόσο, το παράδοξο της υπόθεσης είναι η σπασμωδική αντίδραση των ΜΜΕ, η οποία συνίσταται στην προώθηση μιας ρεαλιστικής αποτύπωσης των γεγονότων, ενώ κατ’ ουσίαν θεμελιώνεται στην υπονόμευση του πολιτικού μηνύματος, χάρις στη δύναμη της εικονικότητας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η γοητεία της πολιτικής αυτόματα τρέπεται σε ένα τέχνασμα πλάνης του πολιτικού σώματος. Και όπως ισχυρίζεται και ο Benjamin «δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα και τεκμήριο βαρβαρότητας».
*Φοιτήτρια πολιτικών επιστημών