Του Γιάννη Στάμου
Το αναδυόμενο τα τελευταία χρόνια «μουσουλμανικό ζήτημα» της Ευρώπης φαίνεται δυστυχώς πως έρχεται να πάρει εν πολλοίς τη θέση που κατείχε το «εβραϊκό ζήτημα» κατά το 19ο αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου. Πρόκειται για το ζήτημα της διαχείρισης της αλλόθρησκης ετερότητας εντός της –έστω κατ’ όνομα– χριστιανικής Ευρώπης, το οποίο στην περίπτωση των Εβραίων έληξε με τη ναζιστική «Τελική Λύση» κατά τη διάρκεια του Β΄ Π.Π. (γνωστή στους μη ναζιστές και ως Ολοκαύτωμα). Σήμερα η ρητορική κατά των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ευρώπη προσπαθεί να νομιμοποιηθεί μέσω μιας φαινομενικά ορθολογικής επίκλησης στην πολιτισμική ασυμβατότητα του Ισλάμ με την Ευρώπη.
Ας πάρουμε εδώ ως παράδειγμα τη Γαλλία που βρίσκεται στο επίκεντρο και των δύο ζητημάτων –εβραϊκού και μουσουλμανικού– και αποτελεί επιπλέον την ιστορική μήτρα του ευρωπαϊκού φασισμού, πριν ακόμη αυτός αναδυθεί και αναρριχηθεί στην εξουσία στην ιταλική εκδοχή του. Στη δεκαετία του ’90 η ρητορική περί του ασυμβίβαστου των ηθών των μουσουλμανικών μειονοτήτων με τη γαλλική κουλτούρα αποτελούσε την προνομιούχο περιοχή του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου του Jean-Marie Le Pen. Αργότερα έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη συντηρητική (κεντρο)δεξιά μέσω της δήθεν κοσμικιστικής εμμονής σχετικά με την απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας. Στις μέρες μας τη βλέπουμε να εκπορεύεται ακόμη και από εξέχοντες πολιτικούς της νεοφιλελεύθερης (πρώην) σοσιαλδημοκρατίας, όπως ο επί προεδρίας Francois Hollande πρωθυπουργός Manuel Valls. Ο τελευταίος, στην προσπάθειά του να στηρίξει τις αποφάσεις Γάλλων δημάρχων που απαγόρευσαν τα λεγόμενα μπουρκίνι στις παραλίες του δήμου τους, ισχυρίστηκε παθιασμένα πριν κάποιους μήνες ότι τα γυμνά στήθη εκπροσωπούν τη Γαλλία αλλά οι μαντίλες όχι. Ο ισχυρισμός στόχευε να παραπέμψει στο σύμβολο της γαλλικής δημοκρατίας, τη γυναικεία μορφή της Marianne, η οποία αναπαρίσταται μεν κάποιες φορές γυμνόστηθη, αλλά, όπως επεσήμαναν αρκετοί επικριτές του Valls, ακόμη συνηθέστερα φοράει κι αυτή ένα είδος μαντίλας ή καλύμματος.
Αν, όμως, το επιχείρημα για τις μουσουλμανικές μειονότητες της Ευρώπης σήμερα στην ηπιότερη μορφή του είναι ότι δεν μπορούν (ή δε θέλουν) να αφομοιωθούν, το επιχείρημα για τις εβραϊκές μειονότητες του 19ου και του 20ου αιώνα ήταν συχνά πως, ακόμη και αν παρουσιάζονται ως αφομοιωμένοι, στην πραγματικότητα είναι ριζικά ξένοι· ακόμη και στις περιπτώσεις που έχουν απαρνηθεί τη θρησκεία τους και έχουν παντρευτεί με «ευρωπαίους χριστιανούς», κατά βάθος το εβραϊκό στίγμα παραμένει· εν τέλει, η αφομοίωσή τους όχι μόνο είναι επίπλαστη, αλλά δεν είναι και παρά ένα τέχνασμα, το οποίο οι Εβραίοι συνειδητά μετέρχονται για να υλοποιήσουν τους σκοτεινούς σκοπούς τους.
Διαπιστώνει, λοιπόν, κανείς πως δύο διαφορετικές θρησκευτικές μειονότητες αντιμετωπίστηκαν από μεγάλα τμήματα του ευρωπαϊκού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένης μερίδας διανοουμένων και πολιτικών, ως ο απόλυτος εσωτερικός εχθρός επί τη βάσει μιας επιχειρηματολογίας που ήταν εν πολλοίς αντικρουόμενη: το πρόβλημα με τους Εβραίους είναι ότι ενσωματώθηκαν σε μεγάλο βαθμό, ενώ με τους Μουσουλμάνους το αντίθετο. Αυτό θα έπρεπε να μας κάνει να σκεφτούμε ότι αν μη τι άλλο το πρόβλημα πρέπει να εντοπιστεί όχι στη φύση και την ταυτότητα του ετερόδοξου Άλλου, αλλά εντός της ίδιας της ευρωπαϊκής/δυτικής νοοτροπίας, η οποία, παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις για το αντίθετο, δεν ανέχεται τον Άλλο στους κόλπους της Ευρώπης.
Οι τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν για τη νομιμοποίηση της μισαλλοδοξίας και τη διάδοση της αντιεβραϊκής υστερίας στην Ευρώπη ήταν συχνά παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας κατά των μουσουλμάνων. Οι διώξεις ή τα πογκρόμ κατά εβραϊκών κοινοτήτων αρκετές φορές βασίστηκαν στην εξαφάνιση ή τη δολοφονία παιδιών, με την ευθύνη να αποδίδεται στους Εβραίους, που δήθεν χρησιμοποιούσαν το αίμα χριστιανοπαίδων για τελετουργίες. Το τελευταίο διάστημα παρακολουθήσαμε σωρεία καταγγελιών για βιασμούς από πρόσφυγες ή μουσουλμάνους, με τις κατηγορίες όχι σπάνια να λειτουργούν με τη λογική του «ένοχοι μέχρι της αποδείξεως του εναντίου» και να θεωρούνται από μόνες τους επαρκή τεκμηρίωση για τη νομιμοποίηση ακραίων αντιπροσφυγικών και αντιμουσουλμανικών αντιλήψεων και πράξεων.
Οι κατηγορίες αυτές, πέρα από το ότι συχνότατα αποτελούν απλώς ανυπόστατα μυθεύματα και πολιτικά στοχευμένες πλαστογραφήσεις, συνδυάζουν τη στερεοτυπική εικόνα του παραβατικού και ζωώδη ανατολίτη με την ολοκληρωτική αποσιώπηση των αναρίθμητων κρουσμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης και βιασμών από τους ίδιους τους Ευρωπαίους. Χαρακτηριστικά, και στην Ελλάδα τέτοια αφηγήματα προωθούνται κυρίως από τους ίδιους που επί χρόνια προάγουν τις πιο χυδαίες μορφές σεξισμού και φαλλοκρατικής κουλτούρας, που βλέπει τη γυναίκα μόνο ως γλάστρα ή ως ημίγυμνη χορεύτρια, όπως από την εκπομπή και το έντυπο του Θέμου Αναστασιάδη. Όπως και στην περίπτωση της εγχώριας λασπολογίας και παραπληροφόρησης σχετικά με διάφορα θέματα από τα συστημικά ΜΜΕ, η εκ των υστέρων αποκάλυψη ότι πάρα πολλές από αυτές τις καταγγελίες ήταν ψευδείς ή τα δημοσιεύματα κατασκευασμένα λίγο άλλαξε την αρνητική ατμόσφαιρα που δημιούργησε το αρχικό μπαράζ διαδόσεων και καταγγελιών.
Επιπλέον, η συνωμοσιολογική γραμμή σκέψης που βλέπει στον ενσωματωμένο Εβραίο έναν πράκτορα του διεθνούς Σιωνισμού που υποσκάπτει τον «ευρωπαϊκό πολιτισμό» εκ των ένδον αναβιώνει στις μέρες μας στη φοβία ή στη ρητορική περί σχεδίου ισλαμοποίησης της Ευρώπης. Τέτοιες αντιλήψεις εκτρέφουν (ή εκτρέφονται από) διάφορους φορείς ανά την Ευρώπη, είτε πρόκειται για εκπροσώπους της Εκκλησίας της Ελλάδος ή του Ελληνικού Στρατού είτε πρόκειται για ακροδεξιές οργανώσεις, όπως η PEGIDA στη Γερμανία. Δεν έχει νόημα να συζητήσουμε για τη φαιδρότητα τέτοιων φαινομένων στην Ελλάδα, αφ’ ης στιγμής κατά πλειοψηφία εκπορεύονται από άτομα και φορείς που είτε αδιαφορούν είτε κατ’ ουσίαν προπαγανδίζουν υπέρ της αποικιοποίησης της χώρας και της απώλειας κάθε ίχνους εθνικής κυριαρχίας, αλλά κραυγάζουν υστερικά περί ισλαμικής εισβολής και άλλα ηχηρά παρόμοια, όταν θύματα της πολιτικής που ασκεί στη Μέση Ανατολή η «πολιτισμένη Δύση» (στην οποία πρέπει πάση θυσία να ανήκουμε ακόμη και αν είμαστε κυριολεκτικά κτήμα της) καταλήγουν στην Ελλάδα.
Σε παρόμοια κατηγορία ανήκει, φυσικά, κι ο έντονος ισλαμοφοβικός και ρατσιστικός λόγος που παρατηρείται στο χώρο του ελληνικού ακραίου κέντρου, όπου επιχειρείται συστηματικά να συγκαλυφθεί το γεγονός ότι η ισλαμική τρομοκρατία αποτελεί εν μέρει κατασκεύασμα των ΗΠΑ και εν μέρει αντίδραση στις συνεχείς εισβολές και επεμβάσεις του δυτικού μπλοκ στο μουσουλμανικό κόσμο και να παρουσιασθούν όλοι οι μουσουλμάνοι ως αιμοδιψείς και φονιάδες.
Η περίπτωση της PEGIDA, που ιδρύθηκε το 2014, είναι όμως άξια περισσότερης προσοχής, γιατί συνιστά δείκτη δύο μεταβολών που είναι σημαίνουσες τόσο για τη Γερμανία όσο και για την Ευρώπη γενικότερα. Η μία μεταβολή έχει να κάνει με τη χρονική απόσταση από την εμπειρία της ναζιστικής θηριωδίας και την απόσειση από μερίδα του γερμανικού πληθυσμού της (συχνά ενοχικής) αντίληψης ότι πρέπει όχι μόνο να απέχουν αλλά και να δείχνουν πως απέχουν από κάθε εξτρεμιστική κίνηση ρατσιστικού και φασιστικού χαρακτήρα λόγω «βεβαρυμμένου παρελθόντος». Μέσω της πολιτικής και της ρητορείας των κυβερνώντων Χριστιανοδημοκρατών τα τελευταία χρόνια διαβλέπουμε μια κανονικοποίηση του γερμανικού ρατσισμού και του αισθήματος ανωτερότητας που διακατέχει όχι μόνο αρκετούς Γερμανούς αλλά και πολίτες άλλων κρατών που βρίσκονται στο στενό πυρήνα της γερμανοκρατούμενης ΕΕ, όπως η Ολλανδία.
Ακόμη και οι υπερβολικά και απροσδόκητα θερμές εκδηλώσεις υποδοχής των προσφύγων από γερμανούς πολίτες το πρώτο διάστημα μετά την πολιτική απόφαση της Angela Merkel να αναστείλει προσωρινά τους κανονισμούς του Δουβλίνου δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο ως αποτέλεσμα της ύπαρξης υπολογίσιμου αριθμού ειλικρινών και συνειδητοποιημένων ανθρωπιστών. Σε κάποιο βαθμό θα πρέπει να ερμηνευθούν ως προσπάθεια απόσεισης της ενοχής για το ρόλο της Γερμανίας στην καταστροφή της ευρωπαϊκής περιφέρειας και για το γεγονός ότι η δημοφιλία του Wolfgang Schäuble εκτοξεύτηκε μετά την τιμωρητική στάση του έναντι της Ελλάδας μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Για κάποιους Γερμανούς ήταν ξεκάθαρα μια προσπάθεια να πείσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο πως δεν είναι υπεύθυνοι για μια ακόμη καταστροφή στην Ευρώπη, πως δεν είναι άκαρδοι ή τέρατα, αλλά ίσα-ίσα παρέχουν τη στήριξή τους και τη βοήθειά τους αμέριστα εκεί που πραγματικά χρειάζεται, σε αυτούς που πραγματικά τους αξίζει (όχι στους «κλέφτες Ισπανούς» ή στους «αναξιόπιστους Ιταλούς», πολλώ δε μάλλον στους «τεμπέληδες Έλληνες»).
Η άλλη μεταβολή έχει να κάνει με την επαναφορά του ρατσιστικού ιδεολογήματος της Αρίας φυλής με άλλο όνομα. Για αρκετούς φασίστες διανοούμενους της προπολεμικής εποχής ο όρος δε δήλωνε τίποτα άλλο από τους λευκούς δυτικούς και ήταν σε απόλυτη συνάρτηση με ιδεολογήματα ανωτερότητας που δημιουργήθηκαν και διαδόθηκαν μέσα στα πλαίσια της αποικιοκρατίας. Για τους Ναζί ο όρος έλαβε μια πιο στενή αλλά συναφή έννοια για να χαρακτηρίσει τους γερμανόφωνους πληθυσμούς της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης καθώς και συγγενείς λαούς, όπως Σκανδιναβούς και Αγγλοσάξονες. Κατά βάση, όμως, ο όρος ήταν εν πολλοίς ταυτόσημος με τους Ευρωπαίους και έτσι τον αντιλαμβάνονταν π.χ. γάλλοι διανοούμενοι που υποστήριξαν το ναζισμό επί τη βάσει του οράματος για ένα αναγεννημένο δυτικό πολιτισμό σε μια ενωμένη Ευρώπη καθαρμένη από το αλλότριο, εβραϊκό στοιχείο.
Την επανάκαμψη τέτοιων ιδεών, λοιπόν, καταδεικνύει το ίδιο το όνομα της PEGIDA, που αποτελεί αρκτικόλεξο της φράσης Πατριωτικοί Ευρωπαίοι ενάντια στην Ισλαμοποίηση της Δύσης (Patriotische Europäer gegen die Islamisierung des Abendlandes), καθώς και το γεγονός ότι ακροδεξιές δυνάμεις και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αντιγράφουν το παράδειγμά της, όπως η Pegida UK, που ιδρύθηκε το 2015-16 στη Βρετανία.
Εν τέλει, όλα αυτά τα σενάρια περί εισβολής, εσωτερικού εχθρού, εβραιοποίησης ή ισλαμοποίησης, μάλλον δείχνουν περισσότερα για τον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης παρά για τους κατά περίπτωση «εισβολείς». Όταν η ιστορία της αλληλεπίδρασής σου με τις άλλες ηπείρους είναι μια ιστορία γενοκτονίας, εξανδραποδισμού, εκμετάλλευσης, αποικιοποίησης, καθυπόταξης και κατάκτησης, μπορείς βέβαια να την εξωραΐσεις ή να την απωθήσεις, αλλά η πραγματική της υφή επανέρχεται φασματικά στον τρόπο που βλέπεις ή παρουσιάζεις τον μη ευρωπαίο Άλλο: ως μια διαρκή απειλή, που μόνο στόχο έχει να διαπράξει στην Ευρώπη ό,τι οι Ευρωπαίοι διέπραξαν στις άλλες ηπείρους για αιώνες.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ το Σάββατο 10.6.2017