Ανακοίνωση της Δικτύωσης Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Ζωή Μετά για τις τελευταίες εξελίξεις στο προσφυγικό.
Η Σύμβαση της Γενεύης, λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν από τις χειρονομίες που δήλωναν τη δέσμευση της πολιτισμένης ανθρωπότητας να μη γυρίσει «ποτέ ξανά» στα σκοτάδια του φασισμού. Με την κύρωσή της, οι κυβερνήσεις υποχρεώνονταν να παρέχουν διεθνή προστασία στους πρόσφυγες, κατοχυρώνοντας τα δικαιώματα στη μετακίνηση, την εκπαίδευση και την εργασία. Αρνούμενη σήμερα τα δικαιώματα αυτά, η «πολιτισμένη» Ευρώπη πολιτεύεται παγερά αδιάφορη για το ιστορικό κεκτημένο του μεταπολεμικού κόσμου. Η πολιτική της πάνω στη ζωή και το θάνατο είναι εξωφρενικά απλή: όσο η ζωή στις ευρωπαϊκές κοινωνίες θα υποβαθμίζεται στα όρια του «απλώς βιολογικού» γεγονότος, τόσο ο πόλεμος εναντίον των ανέστιων «εισβολέων» θα αναβαθμίζεται στα ευρωπαϊκά σύνορα, ακυρώνοντας ακόμα και αυτό το γεγονός.
Οι κινήσεις του αυστριακού στρατού στα σύνορα Ελλάδας-ΠΓ Δημοκρατίας της Μακεδονίας και ο νόμος για τα τιμαλφή στη Δανία, η δεύτερη περίφραξη που ετοιμάζει η ΠΓΔΜ και τα σχέδια εμπλοκής του ΝΑΤΟ στη διαχείριση του προσφυγικού, οι απειλές να τεθεί η Ελλάδα εκτός Ζώνης Σένγκεν, ως αποδιοπομπαίος τράγος μιας αποτυχημένης ευρωπαϊκής πολιτικής, και τα σενάρια επαναπροώθησης προσφύγων στην Ελλάδα με βάση τον Κανονισμό του Δουβλίνου, είναι επεισόδια ενός πραγματικού πολέμου. Ο πόλεμος αυτός γυρνά το ρολόι της Ιστορίας πίσω σε (πολύ) σκοτεινούς καιρούς –γι’ αυτό και το «προσφυγικό» δεν αφορά μόνο τους πρόσφυγες.
Η ελληνική κυβέρνηση διακήρυξε την πρόθεσή της να μη γίνει μέρος αυτού του πολέμου, και αντίθετα, να πορευτεί έναν άλλο δρόμο. Επί των ημερών της, ωστόσο, μέρος του πολεμικού σκηνικού είναι η παραμονή του φράχτη στον Έβρο –ενώ τα πολύνεκρα ναυάγια στο Αιγαίο δεν σταμάτησαν ποτέ– και η επαναλειτουργία των στρατοπέδων κράτησης, η επιστροφή δηλαδή στην εγκληματική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων. Υπό την πίεση των προσφυγικών ροών, και με δεδομένες οικονομικές δυσκολίες και διοικητικές ανεπάρκειες, η ελληνική κυβέρνηση πορεύτηκε (και) στο προσφυγικό με τη δοκιμασμένη μέθοδο «πάμε και βλέπουμε». Δεν αξιοποίησε τα σημαντικά αποθέματα αλληλεγγύης της ελληνικής κοινωνίας προς τους πρόσφυγες, δεν πήρε στα σοβαρά το ζήτημα της εγκατάστασής τους (άρα και των αντίστοιχων δομών…), ενώ η διαπραγματευτική της τακτική δεν αμφισβήτησε τη στρατιωτικοποίηση των ευρωπαϊκών συνόρων – αντίθετα, καθηλώθηκε στην ανάδειξη των ευθυνών της Τουρκίας, στο έδαφος της οποίας βρίσκονται σήμερα περίπου 2,5 εκ. πρόσφυγες. Απέναντι σε ωμούς ευρω-εκβιασμούς και χωρίς δικό της σχέδιο, η ίδια βρέθηκε σιγά σιγά στην απέναντι όχθη: να αποδέχεται τη λογική του διαχωρισμού των μεταναστών χωρίς χαρτιά από τους πρόσφυγες στα hot-spots, και τελικά τη διευκόλυνση των απελάσεων· να επιχειρηματολογεί «κατά των διακινητών» και σχεδόν αποκλειστικά με όρους «εθνικής κυριαρχίας»· να ξιφουλκεί κατά των «ανίδεων αντιρατσιστών» υπερασπιζόμενη το φράχτη στον Έβρο· να ανέχεται την ασυδοσία της Frontex εναντίον προσφύγων και αλληλέγγυων στα νησιά· να εκκενώνει ξημερώματα την Ειδομένη και να ξανανοίγει τα στρατόπεδα κράτησης για τους μετανάστες.
Δυστυχώς, αυτή η πολιτική βρίσκει αντιπάλους κυρίως από τα δεξιά – από τα μαύρα σκοτάδια αντιδραστικών τοπικών κοινωνιών, ή ορθότερα, τμημάτων τους. Στα Διαβατά, η τοπική αυτοδιοίκηση υποδαυλίζει τις πιο μισαλλόδοξες φωνές της τοπικής κοινωνίας, αυτές που εξομοιώνουν ανθρώπους με σκουπίδια και «αντιστέκονται» στη δημιουργία προσωρινών κέντρων φιλοξενίας για να μη γίνει ο τόπος τους «χαβούζα». Παρόμοιες καταστάσεις βλέπουμε στο Σχιστό και στην Κω.
Καθώς στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη ξανασκοτεινιάζει προς ικανοποίηση των πάσης φύσεως νοσταλγών του φασισμού, η αντεπίθεση της αλληλεγγύης είναι υπόθεση ζωτικής σημασίας για την Αριστερά. Το προσφυγικό δεν είναι ζήτημα «γενικώς δικαιωματικό»: Η υποδοχή των προσφύγων απαιτεί μια μεγάλη αναδιανομή για την εξασφάλιση της σίτισης, της στέγασης, της περίθαλψης και της εκπαίδευσής τους – κι αυτήν ακριβώς αρνείται η αντιπροσφυγική πολιτική, συμπληρώνοντας τον κανόνα της λιτότητας. Στη συνθήκη αυτή, χρειάζεται να επιμείνουμε πάση θυσία στα βασικά: Στην εγγύηση της ασφαλούς διέλευσης για τους πρόσφυγες και τη διεθνή συνεργασία για την υποδοχή και τη μετεγκατάστασή τους, αντί της στρατιωτικοποίησης των συνόρων (Frontex, ΝΑΤΟ, εθνικοί στρατοί) και τις επαναπροωθήσεις που κοστίζουν ζωές. Στη δημιουργία ανοιχτών δομών πρώτης υποδοχής και φιλοξενίας, αντί για τους φράχτες και τα στρατόπεδα. Στην αλληλεγγύη που αναβαθμίζει τις τοπικές κοινωνίες, αντί της ρατσιστικής δυσανεξίας που τις ρίχνει στην αγκαλιά της Ακροδεξιάς.