Δεν είναι πολλές τέτοιες φυλές. Για την ακρίβεια είναι τόσο σπάνιες που η ύπαρξή τους μετεωρίζεται ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα, στη φήμη και τη μαρτυρία. Κάποιος άκουσε για ένα δάσος, κάποιος είδε στην ομίχλη μιας θάλασσας, κάποιος βρήκε ένα κολιέ σε χρώμα άγνωστο, κάποιος μύρισε ένα μπαχαρικό δίχως γη προέλευσης, κάποιος άγγιξε ένα δέρμα που δεν ήταν να αγγιχτεί. Αυτοί πήραν τους ψιθύρους ως σκυτάλη απ’ τους ανέμους της νύχτας και τους μετέφεραν ως ιστορίες στις σελίδες της μέρας. Αυτοί είπαν, αυτοί έγραψαν για τις φυλές των κατηφορικών κοιλάδων.
Κατηφορική κοιλάδα μπορεί να είναι τα πάντα που ορίζουν την Ευτοπία και συγγενεύουν με την Ουτοπία. Είναι εκεί που μερικοί θα θέλαμε να ζήσουμε και οι διαρκείς αναβολές, μας φτάνουν σε ηλικία που δεν έχουμε τα κουράγια να πάμε και να ζήσουμε. Είναι ένας τόπος που απλόχερα δίνει καθαρές ανάσες κι όσοι τον κατοικούν, εξίσου απλόχερα, του το ανταποδίδουν με αειφόρες εκπνοές. Είναι σίγουρα μακριά από νοσηρά αστικά περιβάλλοντα, από πολυκατοικιόμορφες μουτζούρες του χώρου. Είναι ζωγραφισμένος πράσινα την άνοιξη, χρυσά το καλοκαίρι και κίτρινα το φθινόπωρο. Έχει μπλε από θάλασσες και ποτάμια και μυρίζει χώμα. Χώμα όχι σκόνη, χώμα όχι τσιμέντο. Είναι ένα μέρος βγαλμένο απ’ την πρίζα της ηχητικής παράνοιας. Ακαπέλα σφυρίζει ο άνεμος, ακαπέλα σπάνε τα κλαδιά.
Το γεωγραφικό στίγμα των κατηφορικών κοιλάδων αλλάζει διαρκώς. Αυτό είναι τα τείχη του, αυτό η άμυνά του. Μόνο οι φυλές τους ξέρουν και επιστρέφουν. Σαν τα πουλιά ακολουθούν αόρατους δρόμους χαραγμένους κάτω απ’ την κουβέρτα της επιφανειακής ζωής. Μια κατηφορική κοιλάδα μπορεί να βρίσκεται στο άρωμα βανίλιας που ξεφεύγει από ένα δώρο που ξετυλίγεται ή στις υπώρειες μιας αψεγάδιαστης γυναικείας πλάτης με πινακίδα “αν οι σφυγμοί σας αντέχουν, συνεχίστε νότια”. Η κατηφορική κοιλάδα μπορεί να πλέει με τον ιδρώτα του εραστή και να στέκεται ενεή με τη χαρτογράφηση των μυών του. Δεν έχει ψιλά γράμματα το πολεοδομικό της συμβόλαιο. Μόνο την ομορφιά επιβάλλει. Αυτή το ένα προαπαιτούμενό της.
Λίγοι από εμάς χωράμε στις κατηφορικές κοιλάδες. Λίγοι από όσοι ζούμε στον πλανήτη εννοώ. Όπως πάντα, σε όλες τις εποχές, λίγοι χωρούσαν, λίγοι τις έβρισκαν, λίγοι ζούσαν σ’ αυτές. Θέλει κότσια να διαβείς Ρουβίκωνες κοινωνικών παραλογισμών υποστηρίζοντας τη δικιά σου λογική, την αυτοδιάθεσή σου. Το καλύτερο οχυρωματικό έργο της Ρώμης ήταν η υποκρισία. Το υιοθέτησε κάθε εποχή και κάθε άνθρωπος που σεβόταν, έστω στοιχειωδώς, τα υποκοριστικά της ζωούλας του, της δουλίτσας του, του μισθουλάκου του. Πώς να φύγεις, πώς να τα αφήσεις όλα πίσω, πού να ξεβολεύεσαι; Πώς να τραβήξεις τις κουρτίνες να μπει φως στο σαλόνι σου; Αφού βλέπουν οι γείτονες…
Οι φυλές των κατηφορικών κοιλάδων ζουν απομονωμένες αλλά ζουν και ανάμεσά μας. Είναι άνθρωποι που έφυγαν απ’ το χώρο αλλά και άλλοι που έφυγαν απ’ τα στάνταρ που οι πολλοί ορίσαμε ως τέτοια. Τους ξεχωρίζεις απ’ την ευτυχία στο ακρόχειλο και την ηρεμία στη ματιά. Είναι αυτοί που σιχαινόμαστε γιατί δε μυρίζουν τη δικιά μας μούχλα. Είναι οι άλλοι, είναι οι ξένοι, είναι οι διαφορετικοί, είναι όσοι μίλησαν στις σιωπές της μάζας, όσοι έκαναν βήματα μπροστά στις προσοχές της, όσοι άπλωσαν χέρι να βοηθήσουν στην αδιαφορία της, όσοι γδύθηκαν στην μπούργκα της.
Οι φυλές των κατηφορικών κοιλάδων περπατάν ξεκούραστα προς μια ζωή που ούτε στα όνειρά μας δε θα τη φτάσουμε. Εν τέλει, όχι γιατί μόνο δεν μπορούμε αλλά γιατί κατά βάθος δε θέλουμε. Είμαστε τόσο ελάχιστοι ακόμη και με το εαυτό μας, τον μισούμε τόσο, που δε θέλουμε να τον δούμε κάτοικο τέτοιων τόπων.
*Ο πίνακας είναι της Μαΐτας Χατζηϊωαννίδου. Εγώ ξεχωρίζω το κορίτσι της κατηφορικής κοιλάδας.
(Βρείτε το Πρόβατο και στη σελίδα του στο Facebook: https://www.facebook.com/provatooxiarni/)