Από το Γιάννη Δημογιάννη
Η δημοσίευση της πασίγνωστης νουβέλας σε συνέχειες, στα «Παναθήναια», (υπήρχαν, βλέπεις, και λογοτεχνικά περιοδικά στην Ψωροκώσταινα), ολοκληρώθηκε κατακαλόκαιρα του 1903, δηλαδή, πριν από έναν ολόκληρο αιώνα, και κάτι. Ο υπότιτλος, δε, «Κοινωνικό μυθιστόρημα» έδωσε, εξ αρχής, σαφείς συντεταγμένες του μύθου, μιας και ο συγγραφέας φάνηκε, τουλάχιστον στην πρόθεση, πρόθυμος να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της εποχής του.
Αν, πάντως, προσλάβουμε τη «Φόνισσα» αυστηρά με όρους πολιτικής ορθότητας, φαντάζει κάπως οξύμωρο (μη σου πω, ανοίκειο, και ανορθόδοξο)! Εκείνος ο συγγραφέας, που, κατά καιρούς, στιγματίστηκε με χαρακτηρισμούς, όπως – συμπλεγματικός, μισογύνης, διχασμένος κοσμοκαλόγηρος, αυτοκαταστροφικός, ενδεχομένως διπολικός ή με ψυχωτική συμπεριφορά, και ταυτοχρόνως, «άτολμος αφηγητής», απαγκιστρωμένος στην καθαρεύουσα, συντηρητικός ηθογράφος, και προβλέψιμος παραμυθάς – παρ’ όλα αυτά, αυτός ο ιδιότυπος θιασώτης της εκκλησιαστικής παράδοσης (παπαδοπαίδι πολύτεκνης, συντηρητικής φαμίλιας), να μας κληροδοτεί ένα έργο – ατόφιο ράπισμα στα ανδροκρατικά στερεότυπα. Μία οφειλόμενη, σπαρακτική ωδή, στη γυναικεία οδύνη. Ένα αριστοτεχνικό ψυχογράφημα της ανθρώπινης οντότητας, η οποία συνθλίβεται από τον κοινωνικό περίγυρο, αποκλειστικά και μόνον επειδή είχε την «Τύχη» να γεννηθεί γυναίκα. Και εδώ, ας μη μας διαφεύγει ούτε ο χρόνος, ούτε ο τόπος και τα κοινωνικά του συμφραζόμενα.
Από τον πρόλογο, κιόλας, της ιστορίας, το αποτύπωμα της τραγικής ηρωίδας – αυτής της ασυνήθιστης ανδρογυναίκας – κάνει λόγο για μία γυναίκα, που «εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωής της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε είμη να υπηρετή τους άλλους». Για να επεξηγηθούν, εν συνεχεία, και με ακρίβεια, οι κρίκοι, στην αλυσίδα της φθοράς:
«Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού ∙ όταν απέκτησε τέκνα, έδινε δούλα των τέκνων της ∙ όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της.». Κοντολογίς, από γιαγιά, σε μάνα, κι ύστερα, σε κόρη και εγγονή – μία φυλακή που διαιωνίζεται στον αιώνα τον άπαντα. Ή, για να θυμηθώ την ιερή μαρτυρία μίας σύγχρονής Ηπειρώτισσας γιαγιάς: «εμείς, αγόρι μου, ζήσαμε στα τυφλά»! Απορίες βουβές, και ισόβια αναπάντητες.
Σε τούτο το ζοφερό σκηνικό, το μέλλον του νεογέννητου βρέφους (βλ. εγγονή της Φόνισσας) προδιαγράφεται – εξ αιτίας του γυναικείου της φύλου – αμετάκλητο, αναπότρεπτο, έως και νομοτελειακό, κατά πολλούς. Γι’ αυτό, και ο Παπαδιαδάντης, σαν αποστασιοποιημένος αφηγητής, μιλά αδρά για το αθώο, αναμάρτητο πλάσμα, «το οποίον ουδ’ εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη και αυτό». Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη υπόθεση – αυτό, δηλαδή, το «εάν επέζη» – είναι που γεννά την ακόλουθη ευχή, αναγκάζοντας τη «μάμμη» (τη νόνα, τη γιαγιά) να συλλογιέται κρυφίως (κρυφά ) μέσα της: «Θε μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό;»
Γιατί; Γιατί; Γιατί; Η ίδια βασανιστική λέξη που ανακυκλώνεται αέναα, οδηγώντας βήμα προς βήμα, στην απόγνωση και την καθήλωση. Εξάλλου, σε καιρούς άνυδρους – όπου κάθε γυναίκα φορούσε στην ψυχή της, και από μία «μπούργκα», Ορθόδοξα ευλογημένη – ο Παπαδιαμάντης καταφέρνει στο δραματουργικό – σχεδόν θεατρικό καμβά – ν’ ακουμπήσει το δάκτυλο, στο σημάδι των καρφιών! Να αγγίξει, δηλαδή, εκείνα τα ματωμένα «γιατί», που πυρακτώνουν κλιμακωτά, την ψυχή και το μυαλό της ταλαίπωρης γιαγιάς.
Μέχρις ότου αυτή καταλήγει στην παραφροσύνη, εκλογικεύοντας, και «ερωτοτροπώντας» δίχως ενοχές, με την ιδέα του φόνου. Της αποτρόπαιης πράξης, που εδώ ανάγεται όχι σε βίαιη θανάτωση, αλλά σε θεόσταλτη «αποστολή» ∙ σε λύτρωση κάθε καταδικασμένης κοπέλας από τα δεινά που θα επωμιστεί τόσο άδικα στο μέλλον της! Αναμφίβολα, πρόκειται για μία συγκλονιστική καταβύθιση στα άδυτα του ανθρώπινου σύμπαντος, που – κατ’ εμέ – δεν υπολείπεται σε τίποτε, από αντίστοιχες «ανατομικές απεικονίσεις» κλασσικών συγγραφέων, όπως ο Ντοστογιέφσκι.
Μπροστά, επομένως, στις δαιδαλώδεις διαδρομές, και τ’ ανάστροφα γυρίσματα του βίου · μπροστά στις συμπληγάδες που συνθλίβουν τον ανθρώπινο μικρόκοσμο, προκύπτουν εύλογα, οι ακόλουθες ενστάσεις:
Ποιος θα μπορούσε, μέσα σε όλες αυτές τις αντιφάσεις, να καθορίσει, και κυρίως να ελέγξει τα όρια που διαχωρίζουν τη λογική απ’ την παραφροσύνη; Ποιος άνθρωπος θα μπορούσε να έχει τη δύναμη, ώστε ν’ ανατρέψει τους κοινωνικούς φραγμούς, περιφρουρώντας έτσι την ευαισθησία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη; Μα πάνω απ’ όλα, ποιος θα μπορούσε να παραβλέψει τις καθημερινές συμβάσεις, ώστε να αφουγκραστεί και να «εναρμονιστεί» με τους υπερκόσμιους νόμους, που φαντάζουν ανεξιχνίαστοι, και δυσερμήνευτοι για το νου; Ενστάσεις, που σίγουρα δεν επιδέχονται εύπεπτες, προβλέψιμες ερμηνείες, πόσο δε μάλλον, αποσπασματικές ψυχιατρικές «εξισώσεις»!
Η άμμος της κλεψύδρας, έχει δυστυχώς εξαντληθεί για την ταλαίπωρη γυναίκα. Ίσως – αν το σκεφτείς καλύτερα – πάντα να ήταν εξαντλημένη, μόλο που εμείς δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι.
Βλέποντας, όμως, πως η αλυσίδα σμιλεύτηκε, ώστε να καθηλώσει στην ακούσια δουλοφροσύνη, και πολλές άλλες αθώες κοριτσίστικες ψυχές, η Φόνισσα πράττει κατά το μέτρο της συνείδησής της. Κυριευμένη από την εμμονή της προδιαγεγραμμένης «κόλασης», κάνει το άλμα, την υπέρβαση, που αναπόφευκτα την οδηγούν σε δρόμους δύσβατους: «Αφού η λύπη είναι χαρά και ο θάνατος είναι ζωή και ανάστασις, τότε και η συμφορά ευτυχία είναι και η νόσος υγεία». Από εκεί και πέρα, η γερόντισσα παραδίδεται στον ασφυκτικό εναγκαλισμό της παράνοιας, μονολογώντας και η ίδια: «Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του»!
Πάνω στη βάση της χριστιανικής εσχατολογικής προσέγγισης, που θεωρεί τον θάνατο ως ζωή και ανάσταση, η Φραγκογιαννού έχει πια εξασφαλίσει στο «θολωμένο της μυαλό», όλα τα απαραίτητα άλλοθι, καθώς και όλα τα αναγκαία ιδεολογικά ερείσματα, για να δικαιώσει, και κυρίως να απενοχοποιήσει τους προμελετημένους φόνους της. Εξάλλου, στη «συνείδησή της» ο Χριστός – ο Μέγας Λυτρωτής – είναι ο πρώτος που χάραξε, με την αδιάψευστη μαρτυρία Του, το δρόμο που η Φόνισσα έρχεται στη συνέχεια να διανύσει. Οπότε, η Φόνισσα – στον αιρετικό, μεταφυσικό της μονόλογο – επικαλείται τον Λόγο Του Θεανθρώπου, και σε αυτόν προστρέχει, αντλώντας το «θάρρος», προτού δολοφονήσει μικρά παιδιά: «όποιος αγαπά την ψυχή του, θα την χάσει, κι όποιος μισεί την ψυχή του, εις ζωήν αιώνιον θα την φυλάξει».
Η Χαδούλα έχει, όντως, κάθε λόγο, όχι μόνο να μισήσει την ψυχή της, αλλά πρωτίστως να μισήσει, και έπειτα να στερήσει τη ζωή, σε όποιο πλάσμα καταδικάστηκε να γεννηθεί γυναίκα… Η Χαδούλα – ακροβατώντας ανάμεσα στα ανερμήνευτα σημάδια των ονείρων και την ίδια την πραγματικότητα – καταφέρνει να υπερβεί το μεταίχμιο της ζωής. Καταλύει τη μεθόριο γραμμή του θανάτου, και οι επιλογές της καθαγιάζονται σ’ ένα εξοντωμένο μυαλό, που αδυνατεί να ισορροπήσει στο μεταίχμιο όριο της λογικής, του δίκαιου και της ελευθερίας. Οι φόνοι μετουσιώνονται σε πράξεις «υπερκόσμιας δικαιοσύνης». Οι αποφάσεις της «νομιμοποιούνται». Και τότε, σημαίνει η ώρα, που η Φόνισσα ορθώνει το ανάστημά της, απέναντι στους πραγματικούς δολοφόνους της ζωής.
Στο φινάλε του θεατροποιημένου δράματος, όλα τα βήματα που συναρμολογούνται πάνω στην πονεμένη της μνήμη, έρχονται, για να απαλύνουν τις προδομένες ελπίδες, τις αδικαίωτες γυναικείες φωνές. Γι’ αυτό και η ίδια, μακαρίζει στη ψυχή της, το βρέφος που έπνιξε με τα χέρια της:
«Όταν επέστρεφε εις την νεκρώσιμον οικίαν η γραία Χαδούλα… παρηγορίαν καμμίαν δεν εύρισκε να είπη, μόνον ήτο χαρωπή όλη και εμακάριζε το αθώον βρέφος και τους γονείς του. Και η λύπη ήτο χαρά και η θανή ήτο ζωή και όλα ήσαν άλλα εξ άλλων».
Στον επίλογο, μένω βουβός, μπροστά στο ψηφιδωτό της οδύνης. Ο άνθρωπος που παραμένει μετέωρος απέναντι στον εαυτό του, την κοινωνία, και τον ανεξερεύνητο μακρόκοσμο του σύμπαντος. Ο νους που εγκλωβίζεται, όταν αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με διλήμματα και ανυπέρβλητα αδιέξοδα. Η ψυχή που ταλανίζεται, καθηλωμένη από ανεκπλήρωτες επιθυμίες και ναυαγισμένες σχεδίες. Σε τελική ανάλυση, η ίδια η ζωή, στις πολλαπλές εκφάνσεις της. Ο βίος των ανθρώπων που συχνά αποδεικνύεται – όπως μαρτυρεί στερεότυπα ο κοσμοκαλόγερος της Σκιάθου – «και ανωφελής, και μάταιος, και βαρύς»… Μία ατέρμονη περιπλάνηση, που δυστυχώς καταλήγει – είτε εν αγνοία, είτε παρά τη θέληση μας – να μοιάζει σε αφόρητο μαρτύριο.
Ο χρόνος έγραφε καλοκαίρι του 1903. Πριν από έναν ολόκληρο αιώνα και κάτι ψηλά.