Σίμος Ανδρονίδης
«Καλό του τρύπιο καλάμι- ήχους ωραίους μας χαρίζει της πηγής και του αγέρα που μας λείπει. Το «αχ», το ειπωμένο: παρηγοριά και χαμόγελο. Μα αυτός που φυσάει το καλάμι, πολύ ασκημίζει·- τα μάγουλα του φουσκώνουν, μικραίνουν τα μάτια· κάλεσμα αγάπης·- το παίρνουνε οι άλλοι, σ’ άλλους δίνουν την αγάπη που ζητάει ο αυλητής. Και, τότε, εκείνος, πετάει το καλάμι στο νερό· στρέφει πίσω· – κανένας. Κοιτάει μες στην πηγή το πρόσωπο του, ερημικό, χαραγμένο απ’ τον αυλό που τρέμει στο βυθό λαμποκοπώντας σα μαχαίρι» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Ο αυλητής’/Επαναλήψεις – Β’).
O Γιάννης Ρίτσος, ποιητής της εν-συναίσθησης, βιωματικός και, με την τροπικότητα και την τραγικότητα της ποίησης, ‘συγκεντρωτικός’, διείδε την ορμή με την οποία ‘εισέβαλε’ στο προσκήνιο ο 20ος αιώνας, δια-κρατώντας την μεταιχμιακότητα μίας γραφής η οποία τον έφερε στα πρόθυρα και στο ίδιο το πεδίο-περιεχόμενο της συμμετοχής-στράτευσης, ‘συλλαμβάνοντας’ παράλληλα τους όρους της σήμανσης: η κάθε ποιητική συλλογή αξιώνει τον δικό της χρόνο, συγκροτεί την ιδιαίτερη ταυτότητα της μίας και των πολλών απευθύνσεων, τη φορά ενός πλήθους που υπαινίσσεται τον ίδιο του τον θάνατο, τον διαπερνά διαμέσου της ‘ύστατης καταφυγής’: «Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν.. Αυτό το χαμόγελο κι αυτόν τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν»[1], αναφέρει στο ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’..
Η Ριτσική ποίηση, ανοιχτή και δοτική στις εκφάνσεις των διάστικτων επινοήσεων και επανεπινοήσεων, πραγματώνεται σε αλήθειες της στιγμής, δύναται να ‘ενσαρκωθεί’ και να ‘ενσαρκώσει’ αυτό που υπομένει σωπαίνοντας, εκεί όπου η ίδια η ποίηση φέρει το προσωπείο όπου εκφράζονται και προβάλλονται οι ‘ανέστιες’ ωσμώσεις, η ανθρώπινη σάρκα, το αίμα με και δίχως όνομα, το ήθος του απέριττου, η ποίηση ως στοίχημα που δύναται να κερδηθεί..
To ποιητικό γίγνεσθαι του Γιάννη Ρίτσου εγκολπώνεται ‘διαφορικές’ αντιφάσεις και αντινομίες, έντονες αντιθέσεις, ποιητικά ρεύματα, την μαρξική διαλεκτική, τις ταξικές αναφορές, σώματα που εγγράφουν την ερωτική άφεση, συναρθρώνοντας την ‘τραυματική’ οικογενειακή γενεαλογία του με την ιστορική γενεαλογία της χώρας: και διαμέσου αυτής της προσίδιας και διαθετικής ώσμωσης, ανα-καλεί, ποιητικά, α-συνέχειας, σημαίνει το εν εξελίξει έργω του ‘τώρα’, αναζητεί και ανασημασιοδοτεί την ιδιαίτερη ‘κανονικοποίηση’ μίας ποίησης που την κρίσιμη στιγμή σχεδόν ‘αποτραβιέται’ από το προσκήνιο για να αναδυθούν υποκείμενα τα οποία ‘εκμαιεύουν’ την θεατρικότητα της απεύθυνσης, καθοδηγούμενα από την αρχή: αξίωσε την συμμετοχή, έναν άνθρωπο που ‘σωπαίνει’ ομιλώντας..
Το δικό του προσωπικό, οικογενειακό ‘τραύμα’, η οριακότητα της παράνοιας & του θανάτου, αναπλαισιώνεται σε ίδια και σε ‘άλλη’ ποίηση, εκ-βάλλει στο πεδίο της αναφοράς της καθημερινής ‘Αγρύπνιας’, στο πεδίο μίας διαρκούς ‘άσκησης’ της απουσίας: «Μέσα στα χέρια του κρατούσε τον ίσκιο των χεριών του. Η νύχτα ήταν καλή -δε βλέπαν οι άλλοι πως κρατούσε τον ίσκιο του. Ενίσχυε τη νύχτα. Φυλαγόταν. Έτσι υπολόγιζε πιότερο τους άλλους. Η θάλασσα γύρευε ακόμη τα μάτια του- εκείνος έλειπε. Ένα κορίτσι του κούμπωνε αργά το σακάκι του – αυτός κοιτούσε αλλού χαμογελώντας τη μεγάλη απόσταση. Ίσως, ψηλά, μες στην αστροφεγγιά, να’ νοιγε ένας φεγγίτης που κοίταζε τα λιόδεντρα και τα καμένα σπίτια. Εκείνος άκουγε την πεταλούδα που γυρνούσε στο ποτήρι του ψυχοσάββατου και την κόρη του ψαρά που άλεθε στο μύλο του καφέ την ησυχία».[2]
H Ριτσική ποιητική συνήχηση ‘παράγει’ τους συμβολισμούς της μετωνυμίας, της επί-κλησης του βαθιά ανθρώπινου συμβάντος, της αντίδρασης στην κοινωνική αδικία, (αντίδραση που ‘σημάδεψε’ την ένταξη του στο ΚΚΕ), της ιχνηλάτησης της συμμετοχής, διότι για τον ποιητή, η δυναμική της ποίησης τίθεται σε λειτουργία και εντός της αμφίδρομης σχεσιακότητας-επικοινωνίας, εντός του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος που προσδιορίζεται από διάστικτες παρεμβάσεις..
Διαμέσου της ένταξης του στην ελληνική Αριστερά και στο ΚΚΕ, αναζητεί τα ‘κρυμμένα’ νήματα της ιστορίας, την ‘μεσσιανικότητα’ της πρωτεϊκής φοράς, δομώντας την κοινότητα των ‘ανωνύμων αγίων’, και διαμεσολαβώντας τις μετατοπίσεις-παλινδρομήσεις: από την δικτατορία της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, στην δεκαετία του 1940, στην Κατοχή και στην Αντίσταση, στην εξορία και στην κρατική καταστολή εναντίον της Αριστεράς και στον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949), και, από τον Εμφύλιο στη μεταπολεμική ‘περιορισμένη’ Δημοκρατία, στη δικτατορία των Συνταγματαρχών και στη Μεταπολίτευση του 1974.
Η πορεία δεν είναι διόλου γραμμική, άχρονη και ευθύγραμμη. Αντιθέτως, ο ποιητής, συμμετέχοντας βιώνει, προσλαμβάνει έναν έκκεντρο ρεαλισμό που δύναται να μεταπλασθεί σε ‘συγγνωστή’ όσο & ‘ασύγγνωστη’ ποίηση, εγγράφει αντιφάσεις και διχογνωμίες, σπαραγμούς και άταφους νεκρούς που ‘σκυλεύονται’ πάνω στο ‘βάθρο’ των νικητών, εκεί όπου τα νεανικά πρόσωπα, άρρενες και γυναίκες, σημαίνονται από τις ‘διαμελισμένες’ όψεις του πολιτικού οράματος..
Ο ποιητής στέργει στα σημεία της ανά-κλησης, δια-κρατεί πρόσωπα τα οποία δύνανται να δεσμευθούν σε ‘μυητικούς’ κανόνες, αντιστρέφοντας τους όρους πρόσληψης του ιστορικού προτσές: η ιστορική πορεία και της ελληνικής Αριστεράς, που προοικονομεί τον άσβεστο πόθο, που ανανοηματοδοτείται από το ‘δόκιμο’ αίμα, διαμεσολαβείται και αναγιγνώσκεται διαμέσου της ποίησης του. Υπό αυτό το πρίσμα, το προσκλητήριο ζώντων και νεκρών καθίσταται ενεργό, η ποιητική γλώσσα αναπαριστά αυτό που επιτελείται, ‘προφέρει’ το ‘αλόγιστο’, διαμφισβητεί ποιητικά, μετωνυμικά, (βλέπε το θεατρικό ‘Τερατώδες Αριστούργημα’), τις όψεις και τις εκλάμψεις της «πανίσχυρης μετριότητας ενός Ζντάνωφ»[3], όπως παραστατικά το θέτει ο Σάββας Μιχαήλ..
Σπαρασσόμενος από αντιφάσεις προχωρά, αναζητεί την πανσπερμία των χρωμάτων, την ώσμωση των αντιθέτων, τις προβολές του ποιητικού λόγου που αντανακλώνται σε μία στιγμή αίματος, στο άθυρμα της μνήμης, στην ερωτική παραφορά που ‘μετρά’ την φθορά αλλά και την ‘νίκη’ των σωμάτων..
Εντός της διαμορφούμενης σημειακής-χωρικής οντο-τοπολογίας του καιρού, ο Γιάννης Ρίτσος διευρύνει την τελετουργία, του, παντί τρόπω, ‘Επιταφίου’.[4]
Εντός του ‘χάους’ της συνεχούς αιμόπτυσης, καταγράφει την ‘ανέστια’ θηλυκότητα την στιγμή της έντασης και της ‘νέας’ γέννας, της δια-μφισβήτησης του καθιερωμένου κανόνα, συνυφαίνοντας με αρμονικό τρόπο την διάστικτη λαϊκότητα της ποίησης που υπενθυμίζει, σύνθετα, το Παπαδιαμάντειο εύρος, την Βαρναλική διάχυση ενός θρήνου που επιφέρει πλαισιώσεις ενόρμησης και παράδοσης, (‘Οι Πόνοι της Παναγιάς’), την έκταση του εκτατικού μοιρολογιού για τον ακόμη ‘ζεστό’ νεκρό ανά την ελληνική επικράτεια, (με έμφαση στην περιοχή της Μάνης), την θρηνωδία που προσλαμβάνει εκφάνσεις μουσικότητας, τον ελληνικό-λαϊκό απόηχο του περάσματος, των οριζόντων, την Μαρξική διαλεκτική με τις ταξικές αναφορές της και την χριστιανική τελετουργία του Επιτάφιου θρήνου της Μεγάλης Παρασκευή.
Εκεί όπου οι έσχατοι ομνύουν στο σώμα τους, στην οριακότητα μεταξύ μεσσιανικού/εσχατολογικού, στον Χριστιανισμό του μητρικού διαβήματος στον νεκρό, ένα άλλο ‘Μέρα Μαγιού μου μίσεψες’.
Μία σύνθεση, με επίκεντρο ένα πρόσωπο-υποκείμενο & διάφορους ‘κόσμους’.. Διαμέσου της ευρύτερης εγκάρσιας τομής, της κοινωνική, πολιτικής και ποιητικής ρήξης, η ποίηση ‘σωματικοποιείται’, οικειοποιείται μακρινούς απόηχους, καθίσταται μητρικός ίμερος, και, διαμέσου του επώδυνου, ο ποιητής ‘αναγεννάται’, που σημαίνει: είναι ποιητής στο εδώ και στο εκεί μίας εικόνας που χάνεται στα βάθη του ορίζοντα.. Και αυτήν την εικόνα επιθυμεί να σώσει..
Η Ριτσική ποιητική ρήξη, μεταξύ έρωτα & πολλαπλής επ-ανάστασης, προσδοκίας και σύμπτυξης δυνάμεων για την προσδοκία, ατομικός και πληθυντικός, ελληνικός και παγκόσμιος, επαναπροσδιορίζει την διαλεκτική σύνθεση των ανθρώπινων παθών, την πολυπλοκότητα του να ανήκεις στη μνήμη, στην εκζήτηση της Μπενγιαμικής ‘απολύτρωσης’, στην εγγενή ‘κίνηση’ της λέξης, στην ανάγκη σταθερότητας της. Πρόθυμος & πολιτικός, ανοικτός & κομμουνιστής, χασματικός & δοτικός, ο Γιάννης Ρίτσος ανέδειξε τους όρους μίας ελληνικότητας που ‘γεννάται’ μέσα από το παράδειγμα, από τα διά-κενα που επιφέρουν οι φωνές, οι αλυσίδες, οι εξορίες σε στρατόπεδα ‘αναμόρφωσης’ και ‘τιμωρίας’..
Και έγραψε, γνωρίζοντας ότι τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω του, πιστός στην παράδοση του τόπου του μέχρι τον θάνατο του: πέτρα στην πέτρα.. ”Από την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή”..
Πριν από τη θέαση του υπαρκτού, η ποίηση του επι-καθορίζεται από μία ιδιότυπη ‘ετερότητα’..
Και ‘έτερος’ μέσα στις προσλήψεις της γνώσης, καταγράφει και επι-γράφει: η ποίηση μέσα στον ορίζοντα.. Όπως επισημαίνει ο Σάββας Μιχαήλ σε ένα μικρό του κείμενο για τον Γιάννη Ρίτσο: «Η διαρκής άσκηση της ποιητικής γραφής είναι, όπως γράφει ο Ρίτσος στον Αλεξάνδρου, «μια μικρή νίκη ενάντια στη φύση και μέσα στη φύση της ζωής και του θανάτου. Και φτάνουμε στην αιώνια επωδό: δουλειά και πάλι δουλειά- μ’ αυτήν ξεχνάμε το ακατόρθωτο, μ’ αυτήν το θυμόμαστε, μ’ αυτήν το πράττουμε». Ότι αξίζει είναι «αυτό που κατορθώνουμε μες στο ακατόρθωτο (μέσα στο impossible, που θα λέγαν οι Γάλλοι)».
«Μέσα στο ακατόρθωτο πρέπει να αναζητήσουμε τον αληθινό Γιάννη Ρίτσου. Σε μια θέση μες στον κρεμασμένο κόσμο, να απλώνει απεγνωσμένα τα χέρια του στους παντοτινούς του φίλους, στον Άρη και στην Καίτη -nous sommes solidaires toujours et dans tous les cas, δεν του έγραφε στο τελευταίο σπαρακτικό γράμμα η Καίτη Δρόσου;- ανάμεσα στην πανίσχυρη μετριότητα ενός Ζντάνωφ και στις καταδικασμένες γάτες της Αχμάτοβα. Θαρρώ ήταν μαύρες καθόνταν πεινασμένες πίσω από τα τζάμια και κοιτούσαν τα παγωμένα νερά του Νιέβα ή του Μόσκβα δεν καλοθυμάμαι με δύο μάτια πλατιά σαν δύο παγωμένους αιώνες».[5]
Ο ποιητής υπενθυμίζει ότι ποίηση παραμένει το περιεχόμενο της.. Η ποίηση, όπως αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής, ”είναι ομολογία αντινομιών”.. Διερωτήσεων..
Σε αυτό το πλαίσιο, η ποιητική του γραφή, ‘φιλτράρει’ και διαμεσολαβεί την ευρωπαϊκή ιστορική τομή του περασμένου αιώνα, την δυναμική που υποκρύπτουν τα ‘ερείπια’, αποκαλύπτοντας την άλλη επωνυμία της ποίησης του: Ρωμιοσύνη, με μόνο εφόδιο την ακροβασία πάνω σε τεντωμένο σχοινί, την μεταιχμιακότητα της δράσης & της μετάβασης.
Στην ποιητική συλλογή ‘Ρωμιοσύνη’ ο χώρος επαναδιεκδικείται εκ νέου, το ιστορικό-πολιτικό σύνορο αίρεται & αναδομείται για να αποδοθεί και στους νεκρούς του, σε ένα πεδίο όπου η ποίηση ως επίδικο, ως ιδιαίτερο ‘φετίχ’, διευρύνει διαρκώς τις εκφάνσεις της πληθυντικής αναφοράς: ‘χέρια, χέρια, χέρια’..
Πάνω σε ένα υπόστρωμα δράσης, μνήμης και μορφών, από αυτά που παρελαύνουν δίχως φραγή, προτάσσοντας μία αλληλουχία αναρίθμητων ”ποιος είναι ο ενδεδειγμένος δρόμος;”, αναπτύσσεται η ποίηση του, και υπό το πρίσμα, υπό την αντανάκλαση του ίχνους, όπως αφήνει το χέρι του ίχνη πάνω στην πέτρα: η ποίηση, η ποιητική τροπικότητα που ‘συσσωρεύει’ προδοσίες, οι λέξεις που υπαινίσσονται, που φέρουν την αμφισημία, που ‘μιλούν’ για αυτό που ήδη ειπώθηκε και μένει να ειπωθεί..
Η Ριτσική ποιητική, με μία ‘αναστημένη’, μετρική Βυζαντινή καλλιέπεια, ενσωματώνει την εκφραστικότητα του οικείου & του ‘ανοίκειου’, την έκκεντρη λαϊκότητα με την διανοουμενίστικη ‘περιέργεια’, την συμβολική και μη Ρωμιοσύνη που μοιάζει παράταιρη στον καιρό των ‘χρηστών ηθών’..
«Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι. Η κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια. Απάνου στο τραπέζι το ψωμί κ’ η ελιά, μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας, καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι”.. Μία υπενθύμιση του ελλειπτικού φορτίου που ‘παράγει’ μιμητικές τελετουργίες, μία υπενθύμιση του συγκλονιστικά δοσμένου στον περίγυρο του, της ανοιχτότητας που είναι μαζί κοινότητα & απόκλιση, ανθρώπινη αλμυρότητα & προσφορά του άρτου: ”Απάνου στο τραπέζι το ψωμί κ’ η ελιά».[6]
O Γιάννης Ρίτσος, που ζητεί τον έρωτα, την επανάσταση (την επανάσταση ως θέαση & δυνατότητα στον ‘παγωμένο αιώνα’), και την ποίηση, την αντίστροφη φορά των πραγμάτων, που διαπερνά τις εκφάνσεις του θανάτου & της καταστολής, αφήνεται σε μία αναζήτηση μίας διάστικτης ερωτικής-σεξουαλικής ελευθερίας, σε μία ‘νέα’ επινόηση: «Ντύνεται γδύνεται φωτιά τα ρούχα της η γύμνια της φωτιά τα καρφιά λιώνουν ένα ποτάμι σιδερένιο περνάει κάτω απ’ τα δέντρα ανοίγουν τρία παράθυρα κοιτάζουν μέσα τα πουλιά μ’ ένα σπιρτόξυλο στο ράμφος τους δώδεκα τζάμια είναι κόκκινα τα έξη χρυσά».[7]
Η ποίηση του δύναται να διαπεράσει και να ‘ρηγματώσει’ τις ‘φαντασμαγορίες’ της εξυψωμένης γνώσης.. Ο Γιάννης Ρίτσος, ταυτίζονταν με τις κάθε είδους ‘εκρήξεις’.
[1] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Το Καπνισμένο Τσουκάλι’, https://neonafplio.wordpress.com/2012/02/10/%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CF%81%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82-%CE%BD/.
[2] Bλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Απουσία’, Ποιητική Συλλογή ‘Ασκήσεις’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2004, σελ. 334.
[3] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Ο Ζντάνωφ και οι γάτες της Αχμάτοβα’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber: Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 176.
[4] Ένας ποιητικός λόγος που διανθίζεται, ή αρθρώνει με συμβολικό και μη τρόπο, ιδιαίτερες ‘αντι-πλουτοκρατικές’ αναφορές, συγκροτώντας επάλληλες εικόνες, αναπαριστώντας την μητέρα, που, στο μέσον του δρόμου, στέργει να ‘προστατεύσει’ το σώμα του υιού της, επιφέροντας το φαντασιακό της εκδίκησης-κατάρας: οι ‘φταίχτες’ και η γενεαλογία του να ‘πνιγούν στο αίμα’.
[5] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Ο Ζντάνωφ και οι γάτες της Αχμάτοβα’…ό.π., σελ. 176.
[6] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ρωμιοσύνη’, https://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/giannhs_ritsos/rwmiosynh.htm.
[7] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον’, Ποιητική Συλλογή ‘Τα Ερωτικά’, Επιμέλεια-Σχέδια: Βαλάσης Διονύσης, ‘Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1981, σελ. 16.