Για όλους αυτούς τους λόγους, τα τεστ DNA πρέπει να αποτελούν επικουρικά στοιχεία μιας ανακριτικής διαδικασίας και όχι αυτοτελή τεκμήρια ενοχής.
Η Ηριάννα Β. Λ., μια κοπέλα 29 χρονών, υποψήφια διδάκτωρ της Φιλοσοφικής, καταδικάστηκε σε 13 χρόνια κάθειρξη με την εύκολη συνταγή «μέλος των Πυρήνων της Φωτιάς». Βρίσκεται σήμερα στις φυλακές της Θήβας με μόνο στοιχείο τη μερική ταυτοποίηση DNA που βρέθηκε σε γεμιστήρα όπλου, όπλο που δεν συνδέεται με τη ΣΠΦ. Παρόλα αυτά της στερούν την ελευθερία της και σπιλώνουν την υπόληψή της. Με τι στοιχεία όμως; Το DNA που οικιοθελώς παραχώρησε στις αστυνομικές αρχές; Κατά πόσο είναι αξιόπιστα αυτά τα τεστ DNA και κατά πόσο μπορούν να σταθούν ως τεκμήρια ενοχής;
Η αξιοπιστία αυτών των τεστ δεν είναι σε κάθε περίπτωση διασφαλισμένη. Για την κατάληξη σε ένα, πέραν πάσης αμφιβολίας, αξιόπιστο αποτέλεσμα απαιτείται τήρηση αυστηρότατων κανόνων ορθού χειρισμού, που ξεκινάνε από τον τρόπο που συλλέχθηκε το δείγμα στον τόπο του εγκλήματος μέχρι την τελική στατιστική ανάλυση. Ενδεικτικά στάδια της ενδιάμεσης διαδικασίας είναι το πώς φυλάχθηκε και μεταφέρθηκε το δείγμα στο εγκληματολογικό, πώς (που, από ποιον, τι αντιδραστήρια και αναλώσιμα) έγινε η εργαστηριακή ανάλυση και φυσικά το επίπεδο κατάρτισης ΟΛΩΝ των ατόμων που συμμετείχαν σε αυτή τη μακρά διαδικασία.
Αν σε κάποιο στάδιο από την παραπάνω διαδικασία, δεν τηρηθούν οι αυστηροί κανόνες διασφάλισης ενός πλήρως αποστειρωμένου πρωτοκόλλου, οι πιθανότητες το δείγμα να επιμολύνθηκε/νοθεύτηκε είναι τεράστιες. Η δύναμη αυτής της τεχνικής είναι η υψηλή ευαισθησία της, αλλά ταυτόχρονα αυτή η υψηλή της ευαισθησία είναι ο δούρειος ίππος τεράστιων σφαλμάτων. Μια ελάχιστη επιμόλυνση, θα δώσει αποτέλεσμα. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και σε εργαστήρια που έχουν πιστοποιηθεί για τη διασφάλιση της ποιότητας των διαδικασιών τους. Σε εργαστήρια που δεν διαθέτουν πιστοποιητικό διασφάλισης ποιότητας, δεν πρέπει να τίθεται θέμα εμπιστοσύνης των αποτελεσμάτων τους. Τα αποτελέσματά τους δεν είναι αξιόπιστα.
Στην περίπτωση της Ηριάννας, είναι πολύ σημαντικό ότι κατά την περίοδο που έγινε η ανάλυση, το εγκληματολογικό της αστυνομίας δεν ήταν πιστοποιημένο.
Ακόμα όμως και αν τηρούνται όλοι οι κανόνες διασφάλισης αποστειρωμένης και σωστής διαδικασίας που οδηγούν σε εργαστηριακά αλάνθαστα αποτελέσματα, δεν διασφαλίζεται (και σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει) η ορθή ερμηνεία του αποτελέσματος. Υπάρχουν πολλές έρευνες και περιπτώσεις που καταδεικνύουν πόσο εύκολο είναι να μεταφερθεί DNA ενός ατόμου σε άσχετους χώρους και στη συνέχεια να ανιχνευθεί εκεί.
Παραθέτουμε μερικές από αυτές:
- Σε έρευνα με τίτλο “Could Secondary DNA Transfer Falsely Place Someone at the Scene of a Crime?” ζευγάρια ατόμων έκαναν χειραψία 2 λεπτών (Cale et al., 2016). Το ένα από τα 2 άτομα έπιασε ένα μαχαίρι μετά τη χειραψία. Δείγμα για DNA ανάλυση λήφθηκε από τη λαβή και έγινε γενοτύπηση. Στο 85% παρατηρήθηκε δευτερογενής μεταφορά DNA (εντοπίστηκε DNA και από τα 2 άτομα) ενώ σε 5 περιπτώσεις το DNA που εντοπίστηκε ανήκε είτε αποκλειστικά ή κατά βάση στο άτομο που δεν είχε έρθει ποτέ σε επαφή με το μαχαίρι. Το συμπέρασμα είναι ότι δευτερογενής μεταφορά μπορεί να συμβεί και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις να προκαλέσει επιπλοκές στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων σε βάρος του κατηγορούμενου.
- Σε άλλη έρευνα (Goray et al., 2012) προσπάθησαν να προσομοιάσουν αληθινά εγκλήματα και μελέτησαν την πολλαπλή (δευτερογενής και πέρα) μεταφορά DNA. Βρήκαν ότι γενικά είναι δυνατή, αλλά υπάρχουν πολλοί παράγοντες που παίζουν ρόλο και οι οποίοι δεν έχουν αναγνωριστεί. Συνεπώς η ανάγκη για περεταίρω μελέτη είναι απαραίτητη.
- Σε μία τρίτη περίπτωση (Schwark et al., 2012) διαπιστώθηκε μεταφορά DNA κατά τη νεκροψία από το ένα πτώμα στο άλλο, καθώς χρησιμοποιήθηκαν ίδια εργαλεία και ίδια τραπέζια νεκροψίας.
- Μελετήθηκε επίσης (Goray et al., 2012) η μεταφορά DNA από στοιχεία που έχουν συλλεχθεί από σκηνή εγκλήματος και το πόσο σημαντικό είναι να πακετάρονται σωστά. Για παράδειγμα όταν γόπες τσιγάρων τοποθετούνται στον ίδιο φάκελο/σακουλάκι μπορεί να μεταφερθεί DNA από τη μία στην άλλη. Και αυτό το άρθρο δείχνει ότι το μεταφερόμενο DNA δεν είναι κάτι εξωπραγματικό ή φανταστικό.
- Επίσης, σε μία άλλη μελέτη (Graham E.A. and Rutty G.N., 2008) πήραν δείγματα από το λαιμό εθελοντών και βρήκαν όχι μόνο DNA των εθελοντών αλλά και άλλων ατόμων. Πήραν δείγμα από αυτήν την περιοχή γιατί ήθελαν να προσομοιώσουν περιπτώσεις στραγγαλισμών.
- Το Δεκέμβριο του 2012 o άστεγος Lukis Anderson κατηγορήθηκε για το φόνο του εκατομμυριούχου Raveesh Kumra με μόνο στοιχείο ένα δείγμα DNA του άστεγου στο πτώμα. Ο κατηγορούμενος είχε ένα πολύ δυνατό άλλοθι, καθότι τη νύχτα που έγινε ο φόνος, είχε μεταφερθεί, σε σχεδόν κωματώδη κατάσταση από κατανάλωση αλκοόλ, στο νοσοκομείο όπου και παρέμεινε για νοσηλεία. Μπροστά στο θέσφατο του DNA, όμως, οι δικαστές ήταν κάθετοι. Αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι το DNA του αστέγου μεταφέρθηκε στη σκηνή του εγκλήματος μέσω του τραυματιοφορέα του νοσοκομειακού που είχε πρώτα περιθάλψει τον κατηγορούμενο και 3 ώρες αργότερα το θύμα!
- To DNA μιας άγνωστης γυναίκας είχε εντοπιστεί σε πάμπολλες σκηνές εγκλήματος, μεταξύ των οποίων φόνοι, ληστείες και διαρρήξεις στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αυστρία. Η αστυνομία πίστευε ότι είχε να κάνει με μία μανιακή δολοφόνισσα, την οποία βάφτισαν Phantom of Heilbronn και πρόσφεραν αμοιβή 300.000 ευρώ για τη σύλληψή της. Η Phantom φυσικά ποτέ δε συνελήφθη καθώς ουδέποτε διέπραξε αυτά τα εγκλήματα. Το DNA ανήκε σε μία γυναίκα που δούλευε σε εργοστάσιο κατασκευής βαμβακοφόρων στειλεών (υλικό συλλογής δείγματος) που χρησιμοποιούνταν από τα αστυνομικά εργαστήρια…
Για όλους αυτούς τους λόγους, τα τεστ DNA πρέπει να αποτελούν επικουρικά στοιχεία μιας ανακριτικής διαδικασίας και όχι αυτοτελή τεκμήρια ενοχής.
Ο Νίκος Κουμουλέντζος, Δικηγόρος Δ.Σ.Α, σε ένα πολύ καλό κείμενο περί της αξιοπιστίας αυτών των τεστ, επισημαίνει ότι:
“Είναι νομίζω ώρα, να πούμε το προφανές: η εξέταση DNA, με βάση τα παρόντα τεχνολογικά και επιστημονικά δεδομένα δεν είναι όσο αξιόπιστη απαιτείται για την κατάγνωση της ενοχής του υπόπτου. Και τούτο διότι όπως αναλύθηκε προηγούμενα, είναι τα ζητήματα αξιοπιστίας τόσα πολλά, που οδηγούν σε ένα σημαντικά αμφίβολο και αμφισβητούμενο συμπέρασμα, το οποίο υπό το πρίσμα της θεμελιώδους αρχής «dubioproreo» πρέπει να λειτουργεί υπέρ και όχι κατά του κατηγορουμένου. Η άποψη του γράφοντος λοιπόν, είναι ότι μάλλον θα ήταν ασφαλέστερο να χρησιμοποιείται το τεστ για την αθώωση του κατηγορουμένου, παρά για την κατάγνωση ενοχής του, στη περίπτωση βέβαια που υφίσταται έστω και η μία διαφορά ανάμεσα στα συγκρινόμενα δείγματα. Αντίθετα φρονώ ότι η ταύτιση του μήκους των δύο δειγμάτων δε μπορεί να αξιολογείται ως στοιχείο αποδεικτικό ενοχής καθώς κάτι τέτοιο κρίνεται και ως επισφαλές από την βιοχημική επιστήμη, αλλά έρχεται και σε ευθεία αντιπαράθεση με βασικούς άξονες εις τους οποίους έχει δομηθεί ο νομικός μας πολιτισμός”.
Η ταυτοποίηση DNA έχει βοηθήσει σε πολλές περιπτώσεις τη διαλεύκανση εγκλημάτων. Για να οδηγούμαστε όμως σε αποτελέσματα πέραν πάσης αμφιβολίας είναι απαραίτητα στη χώρα μας η θεσμοθέτηση αυστηρών κανόνων και πλαισίων κατά τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα, η ύπαρξη ενός επαρκώς εκπαιδευμένου προσωπικού, η εφαρμογή νεότερων μεθοδολογίών ταυτοποίησης γενετικού προτύπου και η επικαιροποίηση μιας επιστημονικά τεκμηριωμένης βάσης δεδομένων, η οποία θα επιτρέψει την επιλογή των βέλτιστων νεότερων δεικτών για τον πληθυσμό μας. Η κάλυψη του θεσμικού κενού στον τομέα της Δικανικής Γενετικής από την Πολιτεία είναι πλέον αναγκαιότητα ώστε να αποτραπούν στο μέλλον ανάλογες αδικίες, όπως αυτή στο πρόσωπο της Ηριάννας.
Η Ηριάννα Β.Λ. θα έπρεπε ήδη να είναι ελεύθερη. Να χαίρεται την οικογένειά της, τους φίλους της, τους μαθητές της, τον σύντροφό της και να συνεχίζει αναπόσπαστη την επιστημονική της πορεία. Απαιτούμε αύριο, 17 Ιουλίου, την αποφυλάκιση της Ηριάννας και την αποκατάσταση αυτής της αδικίας.
Ομάδα βιολόγων που συλλογικά ασχολείται με την υπόθεση ταυτοποίησης DNA της Ηριάννας (εδώ)