Αυλαία αύριο για τη δίκη της γερμανικής ακροδεξιάς τρομοκρατικής οργάνωσης Nationalsozialistischer Untergrund (Εθνικοσοσιαλιστικό Παράνομο Κίνημα), γνωστής κατά κύριο λόγο ως NSU, έπειτα από 437 δικάσιμους, καθώς αύριο αναμένεται η ετυμηγορία του εφετείου του Μονάχου.
Στο εδώλιο βρίσκονται πέντε άτομα τα οποία κατηγορούνται ότι συμμετείχαν από το 2000 έως το 2007 σε εννέα δολοφονίες μεταναστών, τη δολοφονία μίας αστυνομικού, σε τρεις βομβιστικές ενέργειες (στη Νυρεμβέργη το 1999 και στην Κολονία το 2001 και το 2004) και 15 ένοπλες ληστείες.
Βασική κατηγορούμενη η Μπεάτε Τσέπε, μία εκ των ιδρυτών της οργάνωσης.
Το NSU ιδρύθηκε το 1999 από τον Ούβε Μούντλος, τον Ούβε Μπένχαρτ και την Τσέπε και ο αριθμός των υποστηρικτών του εκτιμάται από 100 έως 200 άτομα.
Τα θύματα της NSU
Το ιστορικό της αποκάλυψης
Η ύπαρξη του NSU έγινε γνωστή στις 4 Νοεμβρίου του 2011, όταν ο Μούντλος και ο Μπένχαρτ, έπειτα από μία αποτυχημένη απόπειρα να ληστέψουν τράπεζα, εντοπίστηκαν νεκροί σε ένα απανθρακωμένο τροχόσπιτο. H αυτοκτονία θεωρείται η πιθανότερη αιτία θανάτου και των δύο.
Την ίδια ημέρα, σημειώθηκε έκρηξη μετά από εμπρησμό που προκάλεσε η Τσέπε στο διαμέρισμα στον αριθό 26 της οδού Φρίλινγκ στο Τσβίκαου της Σαξονίας, το οποίο οι τρεις φερόμενοι ως συνεργοί φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν επί τριάμιση χρόνια ως γιάφκα. Μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς βρέθηκαν τα όπλα που είχαν χρησιμοποιηθεί στις δέκα δολοφονίες και ένα λάπτοπ στο οποίο υπήρχε ένα βίντεο με το οποίο τα μέλη της οργάνωσης αναλαμβάνουν την ευθύνη των εγκληματικών ενεργειών. Μία ημέρα αργότερα, η Τσέπε, έχοντας καταφύγει στη Λειψία, φρόντισε να γνωστοποιήσει την ύπαρξη της οργάνωσης, στέλνοντας τουλάχιστον 12 φακέλους με το βίντεο σε εφημερίδες, μουσουλμανικούς συλλόγους, πολιτικά κόμματα και έναν εκδοτικό οίκο.
Μέχρι τότε, οι αρχές απέκλειαν την ύπαρξη ακροδεξιών κινήτρων πίσω από τα εγκλήματα και αναζητούσαν τους δράστες στο περιβάλλον των θυμάτων, στιγματίζοντας πολλούς από τους συγγενείς τους.
Στις 8 Νοεμβρίου του 2011, η Τσέπε τηλεφώνησε στην αστυνομία, λέγοντας: “Καλημερα, είμαι η Μπεάτε Τσέπε. Αυτή που εδώ και μέρες αναζητάτε και εξαιτίας της οποίας έχει αποκλειστεί όλη η πόλη”. Ο αστυνομικός που βρισκόταν στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής δεν την αναγνώρισε και απάντησε ότι δεν γνωρίζει τίποτα σχετικά. Λίγες ώρες αργότερα, η Τσέπε εμφανίστηκε με τον δικηγόρο της σε αστυνομικό τμήμα της Γένα, πόλης καταγωγής δικής της αλλά και των Μούντλος και Μπένχαρτ με ισχυρή νεοναζιστική παρουσία. Από εκείνη την ημέρα βρίσκεται υπό κράτηση και στις 11 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς η εισαγγελεία έδωσε εντολή για έναρξη των ερευνών για πιθανή συμμετοχή της σε τρομοκρατική οργάνωση.
Το NSU, η κρίση και οι παραιτήσεις
Οι μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας παρακολουθούσαν επί σειρά ετών την ακροδεξιά σκηνή και τη χρηματοδοτούσαν έμμεσα μέσω πληροφοριοδοτών και ανθρώπων που κινούνταν στις παρυφές του NSU. Η αποτυχία εντοπισμού πληροφοριών για την οργάνωση είχε οδηγήσει σε βαθιά κρίση της πολιτικής ασφαλείας στη Γερμανία. Ορισμένοι υπάλληλοι της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ελέγχου Συνταγματικής Νομιμότητας κατέστρεψαν μετά την αποκάλυψη της ύπαρξης της οργάνωσης φακέλους που σχετίζονταν με αυτή. Γι’ αυτό το λόγο, το 2012 παραιτήθηκαν οι διευθυντές της υπηρεσίας και των αρχών των κρατιδίων της Θουριγγίας, της Σαξονίας και του Βερολίνου.
Η δίκη
Στις 6 Μαΐου του 2013 ξεκίνησε η δίκη εναντίον της Τσέπε και τεσσάρων φερόμενων συνεργών στο εφετείο του Μονάχου, το ανώτατο δικαστήριο πολιτικής και ποινικής δικαιοδοσίας στη Βαυαρία.
Μετά τον θάνατο των Μούντλος και Μπένχαρτ, που θεωρούνται οι εγκέφαλοι πίσω από τις δολοφονίες, απαγγέλθηκαν στην Τσέπε οι κατηγορίες για συναυτουργία και συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση NSU. Οι υπόλοιποι τέσσερις κατηγορούνται για συνέργεια.
“Μη με καταδικάσετε για κάτι που ούτε ήθελα, ούτε έκανα”
Κατά την δεύτερη και τελευταία απολογία της πριν από μία εβδομάδα, η Τσέπε, απευθυνόμενη στους συγγενείς των θυμάτων που βρίσκονταν στην αίθουσα, είπε: „Είμαι συμπονετικός άνθρωπος και μπορώ να κατανοήσω πολύ καλά τη θλίψη και την απόγνωση των συγγενών. Ζητώ συγγνώμη για τον πόνο που προκάλεσα“, ενώ παράλληλα αποστασιοποιήθηκε από τη νεοναζιστική σκηνή, διευκρινίζοντας ότι δεν γνώριζε για ποιο λόγο οι δύο βασικοί δράστες επέλεξαν τα συγκεκριμένα θύματα, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: “Μη με καταδικάσετε για κάτι που ούτε ήθελα, ούτε έκανα”. Η Τσέπε δηλώνει αθώα για τις δολοφονίες και τις βομβιστικές επιθέσεις. Σύμφωνα με τους τρεις συνηγόρους της που είχαν διοριστεί αυτεπαγγέλτως, ευθύνεται μόνο για τον εμπρησμό, ενώ οι δύο συνήγοροι που επέλεξε εκείνη δηλώνουν όταν ήταν συνεργός σε ληστείες, κατηγορία που επισείει μέγιστη ποινή φυλάκισης δέκα ετών.