Ταξιδεμένη από την άμμο της ερήμου και τα πρώτα κύματα της Μεσογείου. Διωγμένη από τη γη που αγάπησες, κουβαλώντας βαθιά μες στο μυαλό, «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων». Το μολογούσε ο ποιητής: «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι αμίλητη και προχωράει». Σαν ετούτο το καραβάνι με τους πρόσφυγες ∙ σκυφτοί κι αμίλητοι να περπατούν σ’ ένα χωράφι, βρεγμένο κι αφιλόξενο. Προσβλέποντας στην άκρη του ορίζοντα, ένα όνειρο απ’ την αρχή του προδομένο και κάλπικο, όπως «οι αυλικοί με τις τερατώδεις παρωπίδες».
Σε βλέπουμε, τώρα, και εμείς και αναρωτιόμαστε σκυφτοί, απορημένοι. «Δε γνώρισε κούραση το κορμί σου; Δε λύγισε για λίγο η ψυχή; Οι φόβοι, οι σκιές, οι ενοχές δεν βρήκαν ρωγμή, να μπουν και να θεριέψουν;» Εσύ, όμως, ποτέ δεν άφησες χαραμάδες. Εκτός από τον πατέρα σου δεν έψαξες την ώρα της φυγής σου, άλλο στήριγμα. Μόνο στη μάνα πήγες εκείνη τη νύχτα, την φίλησες στο μέτωπο, την στύλωσες ν’ αναθαρρήσει κι ύστερα φύγατε, οι τρεις μαζί, σαν τη φαμίλια του Λωτ, δίχως να κοιτάξετε πίσω απ’ την πλάτη σας «στον τόπο που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν τον πεύκο…»
Στον μπόγο της φυγής χώρεσαν ίσαμε δύο τρεις αλλαξιές, κι από έναν μονάχα μάρσιπο να κρέμεται στο στέρνο. Εδώ δε στριμώχτηκε δεύτερη σκέψη, εδώ χωρούσε μόνον ο γάτος σου, τον είπες Tabboush, και πώς ν’ άφηνες πίσω τον Χοντρούλη σου; Γιατί αυτό σημαίνει Tabboush στη γλώσσα που συλλάβισες τον κόσμο. Ένας χοντρούλης πρίγκιπας μ’ ένα ζευγάρι κιτρινοπράσινα μάτια, αχώριστος απ’ την αγαπημένη του Israa.
Το όνειρό σας, ο πατέρας, δύο γυναίκες, ο γάτος σου για συντροφιά, και από εκείνο το βράδυ, όλη σου η ζωή ταυτίστηκε με τ’ όνομα σου… Γιατί – όπως ακριβώς επιγράφεται το κεφάλαιο της Γραφής, Isrra ή Essra (με άλλο θρόισμα σαν ήχο) που σημαίνει Νυχτερινό ταξίδι – το ίδιο σημαίνει και το όνομά σου ∙ ένα κοριτσίστικο όνομα, κάτι σαν ευχή – «η ειρήνη να ’ναι μαζί σου» – ώστε η προστασία του Προφήτη να συντροφεύει για πάντα σαν ευλογία το δρόμο σου. Για να θυμάσαι και εσύ στο νυχτερινό ταξίδι της ζωής σου, το Δικό του μαγευτικό Νυχτερινό ταξίδι, όταν τότε ο Προφήτης περπάτησε σ’ ένα μόλις βράδυ από τη Μέκκα έως την Ιερουσαλήμ. Για να μην ξεχάσεις ποτέ το ιερό προσκύνημα, και να το κρατάς ισόβια σαν φυλαχτό, ώστε τα βήματά σου – όπου κι αν βρεθείς μέσα στην πλάση – να μη ξεστρατίζουν, αλλά κάθε στιγμή, σε κάθε δοκιμασία να διασταυρώνονται διαρκώς με τους δικούς του ιερούς βηματισμούς. Ιδίως τις νύχτες!
Όσο πάντως κι αν παίξω με τις λέξεις, η αλήθεια δεν κρύβεται πια από εσένα, Essra… Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μου δε θα χωρούσα όσα έγραψαν στο φως, τα μαύρα μάτια σου. Τοπία θανάτου και γειτονιές βαλσαμωμένες απ’ τις οβίδες. Αδέλφια και φίλοι που έγιναν εχθροί και κατασπάραξαν ο ένας τον άλλο. Διαμελισμένα σώματα, ανάσες κοφτές και βλέμματα παγωμένα από το φόβο και την οδύνη. «Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου του ανθρώπου σαν κατάντησε και αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς»… Έως ότου τα γόνατα λύγισαν, δεν άντεξαν άλλο πόνο. Οι ψυχές σας λαχτάρισαν ταξίδι λυτρωμού, όπως αξίζει στον καθένα. Και τότε άρχισε η πιο δόλια Οδύσσεια, πιο δόλια και από αυτή που ζήσατε στον τόπο σας. Γιατί η μάταιη περιπλάνηση άρχισε, όταν ακουμπήσατε πάνω σε μία υπόσχεση αστόχαστη, ψεύτικη και πανούργα – «Ελάτε», σάς είπαν, «είστε πρόσφυγες, άρα καλοδεχούμενοι» – και ποιος θ’ αρνιόταν το κάλεσμα, αν η τύχη του κρεμόταν σε μαχαίρι;
Το πρόβλημα είναι πως εσείς πιστέψατε στ’ όνειρο, κι ας ήτανε σπόρος από ανθρώπους «μαλακούς και διψασμένους στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους». Και, καθώς ήσασταν διψασμένοι απ’ το θάνατο, φυτέψατε με πόθο, τ’ όνειρο στην καρδιά σας, κι ύστερα το θρέψατε σαν δέντρο, με προσδοκίες και ελπίδες. Μόνο που το δέντρο μεγαλώνει μια μέρα, αποκτά φωνή και γνώση κι απλώνει ρίζες για τα καλά στο σώμα της γης. Είναι η ώρα που τ’ όνειρο ζητά δικαίωση, η ώρα που η ζωή όλη – σπάνιο πράμα να το πεις – γίνεται ένα με τον προορισμό, το μακρινό νησί. Και τότε, ως δια μαγείας, καθένας πρόσφυγας γίνεται και από μία Ιθάκη. Μπορεί άγνωστη, μπορεί στο τέλος φτωχική, αλλά ο νόστος πια δεν ημερεύει, φουντώνει, γιγαντώνεται. Μέχρι που σημαίνει η στιγμή που κανένας Κύκλωπας, κανένας θυμωμένος Ποσειδώνας δε φαίνεται ικανός να σβήσει τον πόθο της επιστροφής. Καμιά φουρτουνιασμένη θάλασσα, κανένα χιλιόμετρο, κανένας φράκτης.
Μπορεί, βέβαια, κάπου εδώ να βγουν κάποιοι και να πουν: «Σιγά, καλέ, πώς κάνετε έτσι, δεν είναι και Αγία!». Όντως, καμία Αγία ούτε Παναγία δεν ήσουνα Essra. Ποτέ σου, εξάλλου, δε θέλησες, ούτε που ζήτησες να σε προσέξουν. Απλά είναι που εμείς, κατά βάθος, αρκεστήκαμε στα λίγα και χαμηλώσαμε το μπόι του εαυτού μας. Μεθύσαμε, βλέπεις, με ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, μπερδέψαμε τα βήματα, και έπειτα χαθήκαμε σε λιμάνια πρωτοειδωμένα και εμπορεία Φοινικικά. Βαλθήκαμε πώς θ’ αποκτήσουμε κεχριμπάρια, κοράλλια και εβένους και στο τέλος ξεχάσαμε το ταξίδι, αθετήσαμε τον προορισμό. Γι’ αυτό και αντιδράσαμε διχασμένοι και δίβουλοι, όταν πρωτοείδαμε τη σπάνια φωτογραφία για τον ένδοξο πολιτισμό μας… Στη μέση του πουθενά, ανάμεσα σε τόσους άντρες, μία γυναίκα με μαντήλα και χαμηλωμένα μάτια, να περπατά αμίλητη, κουβαλώντας στην αγκαλιά της – άκουσον, άκουσον – έναν γάτο! Το μοναδικό πολύτιμο πλάσμα που κουβάλησες μαζί σου σε θάλασσες και στεριές ∙ σ’ ένα ολόκληρο ταξίδι, να το φοράς κατάσαρκα, να το ζεσταίνεις και να το προστατεύεις.
Παλιότερα, αγαπημένη μου Essra, συνηθίζαμε, ξέρεις, στο σύγχρονο Δυτικό κόσμο να τυπώνουμε σε μπλουζάκια, μορφές ανθρώπων που τους θεωρούσαμε ξεχωριστούς ή πολύτιμους, στα έργα και τα λόγια. Συχνά μάλιστα τούς διαλέγαμε από μακρινές εξωτικές χώρες, σαν την Κούβα, την Ινδία, την Τζαμάικα ή την Αφρική, γιατί όχι. Μέχρι που ήρθαν καινούργια εργαλεία στο πολιτισμό, και έκτοτε εντυπώνουμε τις μορφές τους, στις οθόνες των υπολογιστών ή των κινητών μας. Προφανώς, τούς ανεβάζουμε εκεί, για να τούς καμαρώνουμε, να εμπνεόμαστε από τον αγώνα τους, πιθανότατα όμως και για να δείχνουμε στους συνανθρώπους μας, πόσο ξεχωριστοί είμαστε, πόσοι ψαγμένοι και πολύτιμοι.
Στην περίπτωσή σου, αγνοώ τους λόγους που ο καθένας σε ξεχώρισε και σε ανέβασε σαν λάφυρο επίδειξης του γραφικού μικρόκοσμού του. Μπορεί η ανάγκη προβολής. Μπορεί η απουσία άλλης δράσης ή η νωθρότητα της τεμπελιάς. Μπορεί η ανάγκη της αποδοχής, της αναγνώρισης. Σε κάποιους, ίσως, μέχρι και οι ενοχές για τα δεινά που διαιωνίζονται χάρη στην αφασία μας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, εσύ ήρθες και έμεινες έστω για λίγο στις ζωές μας. Έγινες για ένα φεγγάρι εκείνος ο άνθρωπος που διάσχισε περπατώντας ένα τεράστιο κομμάτι του πλανήτη, μόνο και μόνο για να ζήσει τ’ όνειρό του. Και συνάμα, υπήρξες ο πρόσφυγας, η γυναίκα σύμβολο, η σιωπηρή φωνή διεκδίκησης, αλλά και μία σεμνή παρουσία σ’ έναν κόσμο εκκωφαντικής παρακμής.
Η αυλαία, κάπου εδώ πέφτει, Essra. Ποτέ σου δεν διατυμπάνισες κατά τρόπο κραυγαλέο τα θέλω, τις ανάγκες, τους στόχους, τα πιστεύω σου. Δεν κραύγασες ούτε καν τη θλίψη, την οργή, την απογοήτευση σου, όταν εκείνη τη μέρα πάλεψες σ’ ένα ποτάμι μαζί με τόσους άλλους πρόσφυγες, για να περάσεις τους φράκτες και τα σύνορα. Τη μέρα που σας επέστρεψαν βίαια οι φύλακες της ντροπής, δίχως ούτε στιγμή να σεβαστούν τον πόνο της Οδύσσειάς σας. Για ένα πράγμα, πάντως, να είσαι σίγουρη. Να ξέρεις πως τουλάχιστον στις συνειδήσεις μας, η φωνή σου τρύπωσε για λίγο πίσω από μία χαραμάδα, αφήνοντας όμως για πάντα το αποτύπωμα της φωνής σου:
«κανείς δεν φεύγει από τον τόπο του
εκτός αν ο τόπος σου σε καταδιώκει μέχρι την ακτή
εκτός αν ο τόπος σου λέει
να πάρεις τα πόδια σου, να τσακιστείς να φύγεις
ν’ αφήσεις τα ρούχα σου πίσω
να περάσεις έρποντας την έρημο
να διασχίσεις κολυμπώντας τον ωκεανό
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να ζητιανέψεις
να ξεχάσεις την περηφάνια…
κανείς δεν αφήνει τον τόπο του εκτός αν ο τόπος είναι μια ιδρωμένη φωνή στ’ αυτί σου
που σου λέει –
φύγε,
τρέχα να ξεφύγεις από μένα
γιατί δεν ξέρω τι έχω καταντήσει
ξέρω όμως πως οπουδήποτε αλλού
είναι πιο σίγουρα από ’δώ.»
*Ευχαριστώ το Νίκο και τον Μιχάλη.
Γιάννης Δημογιάννης για το Νόστιμον ήμαρ