Η υπόθεση Κουφοντίνα, μετά από 46 μέρες απεργίας πείνας και την απόφασή του να την αναβαθμίσει και σε απεργία δίψας μπαίνει σε οριακό σημείο. Είτε συμφωνεί κάποιος είτε διαφωνεί με την ένοπλη δράση του – δεν έχει καμία απολύτως σημασία – αναδεικνύονται μεταξύ άλλων δύο πολύ σοβαρά θέματα:
Πρώτον, η ευρύτερη οικογένεια Μητσοτάκη και κατ’ επέκταση η κυβέρνηση και ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός λειτουργούν με εντυπωσιακή εκδικητικότητα και σε μεγάλο βαθμό καθοδηγούνται από προσωπική βεντέτα. Η στάση αυτή είναι εντυπωσιακή σε ο,τι αφορά την κυνική τους δίψα για αίμα, σίγουρα όμως δεν είναι πρωτοφανής για τα παγκόσμια κρατικά χρονικά.
Στις 5 Μαΐου κλείνουμε 40 χρόνια από μια άλλη κρατική δολοφονία του απεργού πείνας και μέλους του IRA Μπόμπι Σαντς στη Βρετανία, όπου μεσουρανούσε η Μάργκαρετ Θάτσερ, η αγία του φιλελεύθερου οδοστρωτήρα. Εκεί η υπόθεση ήταν αμιγώς ιδεολογική και δεν είχε αποχρώσεις προσωπικής βεντέτας.
Είναι ωστόσο κατατοπιστική η αναλογία, δεδομένου ότι εκεί και τότε όπως εδώ και τώρα έχουμε την επιβολή μιας ακραίας φιλελεύθερης ατζέντας, η οποία κατά το γνωστό πια μοτίβο περνάει μέσα από την ενίσχυση στρατηγικών τομέων της κρατικής μηχανής που αφορούν την καταστολή, τη θεσμοθετημένη εργατική αφαίμαξη, την περιστολή δικαιωμάτων που αφορούν τη διεκδίκηση, τη χυδαία μεροληψία υπέρ των επιχειρήσεων, τον περιορισμό των κοινωνικών παροχών και τη γενικότερη κοινωνική πειθάρχηση. Η τεχνοκρατική προσέγγιση της φιλελεύθερης ατζέντας γύρω από την αύξηση της απρόσκοπτης παραγωγής προς όφελος των επιχειρηματιών μεταφράζει την κοινωνία ως σκακιέρα με πιόνια, όπου όλοι είναι αναλώσιμοι ώστε να κερδηθεί η παρτίδα. Είναι λοιπόν πρακτικά απίθανο να κρυφτεί η εκλεκτική συγγένεια του φιλελεύθερου καθεστώτος με το ολοκληρωτικό. Αν βάλουμε στο μείγμα της εν γένει αντικοινωνικής λειτουργίας του φιλελευθερισμού την προσωπική εμπάθεια των κυβερνώντων καταλήγουμε σε μια επικαιροποιημένη κάστα εγκληματιών.
Δεύτερον, η ίδια η υπόθεση αλλά και τα περιφερειακά στοιχεία αυτής καταδεικνύουν ότι η νομική αντιπαράθεση δεν είναι το πεδίο στο οποίο διεξάγεται ολόκληρη η μάχη, κι αυτό χρειάζεται να το έχουμε πάντα στο μυαλό μας. Η αστική δικαιοσύνη είναι η έδρα τους, εκείνοι νομοθετούν, εκείνοι ορίζουν το πλαίσιο, εκείνοι το αλλάζουν ανάλογα με τις ανάγκες τους. Σε αυτό το γήπεδο αναγκαστικά θα συρθούμε, γιατί στη δικτατορία του Κεφαλαίου είμαστε εξ ορισμού σε θέση άμυνας.
Δεν λέω σε καμία περίπτωση ότι η νομική διαπάλη πρέπει να αγνοηθεί, λέω όμως ότι αιθεροβατούμε αν στηρίξουμε όλα μας τα επιχειρήματα στους νόμους και το Σύνταγμα. Αυτό γίνεται παραπάνω από σαφές, λόγω της στραβοτιμονιάς που έχουν κάνει οι ίδιοι.
Ο Κουφοντίνας στηρίζει τον αγώνα του σε ένα δίκαιο αίτημα. Και μάλιστα δίκαιο όχι απαραίτητα με την ανθρωπιστική χροιά του κινήματος, αλλά με δικανικούς όρους νόμων που έχουν περάσει οι ίδιοι που αρνούνται την εφαρμογή τους. Κι αν το εισαγγελικό και πολιτικό προσωπικό το ρίχνει στην τρελή και λέει ασυνάρτητα και αντιφατικά επιχειρήματα για να αρνηθεί τη μεταγωγή του Κουφοντίνα στον Κορυδαλλό, οι ακόλουθοί τους αντιλαμβάνονται ότι η μεταχείριση αυτή δεν συνάδει με τον νόμο και εκφράζουν τις ειλικρινείς τους θέσεις. Λένε ότι ο Κουφοντίνας είναι ένας ακροαριστερός, αμετανόητος τρομοκράτης και δολοφόνος και ψέγουν όσους υπερασπίζονται τα αιτήματά του. Έχει υπάρξει και αφίσα της ΝΔ που στηρίζεται σε επιχειρήματα μη μετάνοιας, ενώ ένα δημοφιλές αντιδραστικό επιχείρημα των ημερών είναι η απόπειρα αντιστροφής της ιδεολογικής πόλωσης που έχουν απέναντι στην υπόθεση. Λένε για παράδειγμα ότι αν στη θέση του Κουφοντίνα ήταν ο Μιχαλολιάκος δεν θα υπερασπιζόμασταν αντιστοίχως το δικαίωμά του.
Δεν έχει νόημα να μπούμε στην ουσία μιας τέτοια αντιπαράθεσης, γιατί ένας ακροδεξιός που κάνει απεργία πείνας ενάντια στην κρατική πολιτική διαχείρισης των κρατουμένων, αναιρεί την ταυτότητά του ως ακροδεξιός. Είναι όμως πραγματικά αστείο παράδειγμα: να κάνουν οι ακροδεξιοί απεργία πείνας. Τα κουτσαβάκια του συστήματος, που δεν έχουν κάνει μισή στάση εργασίας, θα κάνουν απεργία πείνας…
Όλος αυτός ο εσμός δείχνει ευθέως την εργαλειακή χρήση του νόμου που οι ίδιοι προκρίνουν, γιατί αυτός ο νόμος στην παρούσα εφαρμογή του δεν βολεύει τα σχέδια και την εκδικητική τους μανία. Ο κάθε νόμος λοιπόν είναι υπό αμφισβήτηση ανάλογα με τα συμφέροντά τους κι αυτό είναι κάτι που επιβάλλεται να κατανοήσουμε.
Στο βάθος της υπόθεσης ο Κουφοντίνας με κόστος της ζωής του έχει κερδίσει, τουλάχιστον ηθικά, αυτό που φαίνεται ως ύστατη μάχη με την οικογένεια Μητσοτάκη. Η 17Ν εκτέλεσε τον Μπακογιάννη και, χωρίς να χρειάζεται να εξετάσουμε καν συμφωνία ή διαφωνία με την ενέργειά της, γνωρίζουμε πως τα αντίποινα που δέχεται ο Κουφοντίνας είναι δυσανάλογα και σαδιστικά.
Ο Κουφοντίνας δεν προχώρησε ποτέ, και δεν έχουμε δείγματα ότι θα το έκανε κιόλας, σε εκτέλεση αιχμαλώτου. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Έχουμε τη σταδιακή δολοφονία ενός ανθρώπου που είναι ήδη 19 χρόνια έγκλειστος και καταδικασμένος να πεθάνει στη φυλακή χωρίς προοπτική απελευθέρωσης, τη στιγμή που το ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί απλώς ακολουθώντας τη νομοθεσία.
Μέσω των αντινομιών της η κυβέρνηση αποδέχεται αυτό που ο Κουφοντίνας ήθελε να εμπεδωθεί από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στο δικαστήριο για την απολογία του: ότι είναι πολιτικός κρατούμενος.
Η μανία των (ακρο)δεξιών τρολς να υπερτονίσουν ότι είναι δολοφόνος άρα του αξίζει ο θάνατος, είναι παραδοχή ότι ο νόμος δεν είναι πανάκεια αλλά τόσο το γράμμα του όσο και η εφαρμογή του ή μη, αποφασίζεται από τους ισχυρούς. Η παράλληλη επιμονή τους δε πως αυτή είναι η μοίρα που του ταιριάζει είναι μια πλάγια αποθέωση της θανατικής ποινής, όσο κι αν παριστάνουν τους εκλεπτυσμένους ταγούς του ευγενούς πολιτισμού. Στην ουσία έχουμε μια άκρως επικίνδυνη μίξη λουδοβικισμού και θατσερισμού. Με μια λέξη, βαρβαρότητα.
Σε αυτό το σημείο αρμόζουν ευχές στον απεργό για δύναμη και νίκη για τα δίκαια αιτήματά του. Δεν είναι καθόλου βέβαιο όμως πως δεν είμαστε στο όριο του σημείου χωρίς επιστροφή, αν δεν το έχουμε ξεπεράσει ήδη.
Σε κάθε περίπτωση η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη για τους κυβερνώντες. Αυτό είναι βέβαιο.
- του Κώστα Βαβουρανάκη, Galopar