Του Δημήτρη Βεργίνη
“Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.”*
Πόσοι από εμάς κάνουμε zoom out στη ζωή μας; Πόσοι δοκιμάζουμε την αιώρηση και παρατηρούμε από ψηλά τις μακέτες που νομίζουμε για μονιμότητες σε ετούτον τον πλανήτη; Όλο το όμορφο που καθρεφτίζεται στην πλάνη μας, τι σχήμα έχει αν αφήσουμε τις αυτοαναφορικές καθέτους του τριγώνου που βολτάρουμε και το χαζέψουμε απ’ την απέναντι υποτείνουσα; Το κάνουμε ποτέ; Έστω ένας μετά τον Αλεξανδρινό το έκανε;
“Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.”
Είκοσι χρόνια τώρα διαλέγω τόπους απ’ τους ανθρώπους, θυσιάζω θάλασσες για από κοινού επιλεγμένους στεριανούς δρόμους. Και νομίζω αρκεί αυτό για το χτίσιμο μιας lego ευτυχίας. Τρομάρα μου! Τρομάρα μας! Είμαι, καθένας από εμάς είναι, μια μικρογραφία όλης της ανθρωπότητας. Κάποια στιγμή οι “για πάντα άνθρωποί μας” φεύγουν, τα βουνά πέφτουν και κλείνουν τους δρόμους και τότε, τότε γαμώτο είναι αργά για όλα. Τότε πάμε στα εικονοστάσια μας και αναρωτιόμαστε ποιας θυσίας τα κοψίματα, τα χαράγματα πιάσαν τόπο; Ποιος παράδεισος μας άνοιξε τις πύλες του από την όποια στέρηση, απ’ τις όποιες σαράντα μέρες στην έρημο;
Έγχρονα πληγώνουμε, αγαπάμε δεν αγαπάμε, πληγώνουμε πάντως. Και μέσα στο μυαλό μας, κατά μια διαστρεβλωμένη αντίληψη της κίνησης του ήλιου νομίζουμε οι υπόλοιποι, τα υπόλοιπα 7,5 δις αυτού του πλανήτη άχρονα ζουν, άχρονα αντέχουν, άχρονα πεθαίνουν. Εγώ. Ετούτη η λέξη τα έχει διαλύσει όλα. Ό,τι ποτέ συνετέθη απ’ το εγώ ξεσκίστηκε. Τάχα μου ξέρουμε για μια Χιροσίμα και για ένα Ναγκασάκι… Τι λέγαμε στην αρχή; Zoom out! Πόσα τέτοια έχουν υπάρξει μόνο και μόνο για την επιβεβαίωση μιας όποιας, μιας συγκεκριμένης νευρωτικής ικανοποίησης του εγώ μας;
“Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.”
Η αποτυχία στην επανάληψη. Όπως σε ετούτους τους στίχους του Καβάφη. Όπως στη “Νύχτα” του Ασίμοφ**. Η αποτυχία προσωπική. Η αποτυχία συλλογική. Ολόκληρου του πλανήτη. Προϊστορία, ιστορία, πολιτισμός, τεχνολογία, μεγαλείο, τέλος. Φλερτ, τα πάντα, έρωτας, αγάπη, ευτυχία, τέλος. Και πάλι από την αρχή.
Θυμάμαι έναν παππού που ερχόταν κάθε μεσημέρι, όταν ήμουν έφηβος, στο μαγαζί να μου λέει “σαν χτες ήταν που ήρθα, χτες ήταν”. Και το έλεγε κάθε μέρα, κάθε μεσημέρι. Τότε γελούσα. Τότε ξεγελιόμουν απ’ το ανώριμό μου. Δεν είχα την ικανότητα να κάνω τη σύνδεση, να δω τη διαρκή ταλάντωση, το πήγαιν’ έλα της σοφίας του. Μου το ‘λεγε, μου το ζωγράφιζε, μου το χόρευε. Δεν το ‘βλεπα. Τότε ήμουν πιτσιρίκι. Τώρα; Τώρα, πόσοι παππούδες μου το λεν και πάλι δεν το βλέπω; Σε πόσα χρόνια θα κάνω το zoom out; Πότε πάλι θα ξανανοίξω τον Αλεξανδρινό να γειώσει τα φανταχτερά μεγαλεία μου;
“Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.”
Καμία τύχη. Αν εδώ, στα τετραγωνικά που μας αναλογούν δεν αποθεώσουμε την ύπαρξή μας, την ιστορία του ανθρώπου από την πρώτη μέρα του ως σήμερα, τότε απλά… καμία τύχη. Της γειτονιάς μας ο πόλεμος είναι ο επόμενος παγκόσμιος. Η προσωπική μας ξεφτίλα είναι τα τελευταία βήματα κάποιων νοήμωνων όντων με προαποφασισμένη καθημερινότητα. Ό,τι αφήνουμε σήμερα για να φιλήσουμε αύριο, να αγκαλιάσουμε μετά, να σώσουμε ύστερα, είναι η μαθηματική οδός προς την ανατίναξη τούτης της κώχης της μικρής. Είναι το χάλασμα.
Η φωτογραφία είναι της Δήμητρας Κιομουρτζίδου
*Τα πλάγια γράμματα είναι απ’ την “Πόλη” του Καβάφη.
**Αναφορά στο διήγημα, αρχικά και μυθιστόρημα στη συνέχεια, του Ισαάκ Ασίμωφ “Η νύχτα”.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 24.2.2017