Από το Γιάννη Δημογιάννη
Επιστρέφω στο σώμα της λέξης, ιχνηλατώντας το αποτύπωμα της στο σπίτι της μνήμης. Σύληση: η αρπαγή, αφαίρεση, κλοπή προσωπικών αντικειμένων του νεκρού από το μνήμα του. Σκύλευση: η αφαίρεση, λεηλασία του οπλισμού και της εξάρτησης από το σώμα του νεκρού (συνηθ. στρατιώτη) – βλ. τα ανόσια λάφυρα που υφαρπάζονται δολίως από το πτώμα του νεκρού. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για πράξεις που συνιστούν ύψιστη Ύβρη και ασέβεια προς την ιερότητα των νεκρών.
Σ’ όλες τις ανθρώπινες παραδόσεις, πόσο μάλλον στα λείψανα της κληρονομιάς αυτού του τόπου, κάποιοι αρχαίοι συγγενείς είχαν την ιδιοτροπία να σέβονται και να τιμούν τους νεκρούς, περιφρουρώντας τους τάφους τους, σαν τόπους πανίερους. Γιατί μπορεί μεν ο νεκρός να τίμησε είτε να ξόδεψε τον χρόνο της κλεψύδρας του – ανάλογα με τη μεγαλοσύνη ή τη μικρότητά του – αλλά τουλάχιστον στο τελευταίο του σπίτι, ο Νόμος υπαγορεύει όλοι οι πολίτες του Κάτω Κόσμου να παραμένουν γαλήνιοι και προστατευμένοι από την ανθρώπινη ματαιότητα ή την κακία. Ιδίως, δε, αν οι νεκροί ευεργέτησαν τους συνανθρώπους τους, με τις πράξεις ή, ακόμη περισσότερο με τη θυσία τους, τότε είναι που τούς πρέπει ισόβια ευγνωμοσύνη και τιμή.
Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, τους νεκρούς και τη διαφύλαξη της παρακαταθήκης τους, δεν υπάρχουν πολλοί διαθέσιμοι δρόμοι, παρά μόνον δύο – αντίθετοι, και ολοκληρωτικά ασύμπτωτοι, ο ένας απ’ τον άλλο. Σχετικά με το συγκεκριμένο αγεφύρωτο δίπολο, ο Σοφός διασαφηνίζει τις διαφορές:
«Ο θηριώδης άνθρωπος, ο φανατικός, ο εγκληματίας, ο θυμοειδής συχνά σε στιγμές οργής, εκδικητικής μανίας, ξεσπώντας σ’ ό,τι σεβαστό και ιερό έχει ο αντίπαλος συλεί, λεηλατεί, υβρίζει και χλευάζει. Ο πολιτισμένος άνθρωπος, αναγόμενος όμως και στις ρίζες της βαθιάς μνήμης, ανακηρύσσει σε ταμπού, ιερά, τόπους άβατους, απροσπέλαστους ιστορικές και θρησκευτικές τοποθεσίες, κτίρια, σημεία, σημαίες, και στη συνέχεια σχέσεις, θεσμούς και ιδέες… Έτσι καθιερώθηκε (προσοχή στην καταγωγή της λέξης καθ-ιέρωση) να είναι προστατευμένος και ελεγχόμενος από τον νόμο, κάθε τέτοιος υλικός ή άυλος άβατος, απαραβίαστος χώρος.» Και αλλοίμονο σε όποιον ασεβήσει σε τούτη την αμόλυντη γη. Οι Ερινύες και η Νέμεσις – έτσι ορίζει ο αρχέγονος Μύθος – θα εκδικηθούν και θα ταπεινώσουν όποιον λεηλατήσει τη απαρασάλευτη μνήμη των νεκρών. Με άλλα λόγια, θα τιμωρήσουν τους ιερόσυλους και τους τυμβωρύχους, που θα καταπατήσουν δίχως αιδώ, δίχως ντροπή, τον άυλο κόσμο ή την τελευταία κατοικία των κεκοιμημένων αδελφών.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, το σκοπευτήριο της Καισαριανής αποτελεί έναν ιερό τόπο δικαίωσης της Πανανθρώπινης φλόγας. Σε τούτο τον τοίχο της εκτέλεσης, στα λίγα κυπαρίσσια που φύτρωσαν στο υγρό χώμα, ακόμη νιώθεις να νοτίζει η άσβεστη πνοή του Προμηθέα. Εκείνη η ανάσα που έρχεται σε καιρούς μαραγκιασμένους να θερμάνει τις ψυχές, με τα νάματα της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας. Μία χούφτα, θαρρείς, από χελιδόνια της Άνοιξης, που λίγο προτού φτερουγήσουν για στερνή φορά στους ουρανούς, είχαν την πίστη και το πείσμα να τραγουδήσουν: «Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;»
Εδώ όμως, η Ιστορία συνιστά δυστυχώς έναν αδιάψευστο μάρτυρα. Η Ελληνική Πολιτεία, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, απουσίαζε πλήρως και εκ προθέσεως από το αυτονόητο χρέος της, σχετικά με το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Και αυτό συνέβαινε για ένα σαφέστατο και κατηγορηματικό λόγο: σαν μηχανισμός εξουσίας και ποδηγέτησης του λαού, το Ελληνικό κράτος ποτέ δε θα μπορούσε να έχει την παραμικρή πολιτική και ιδεολογική σχέση με τον συγκεκριμένο τόπο Θυσίας, καθώς και με τους πρωταγωνιστές του. Θα ήταν, κατά μίαν άλλη έννοια, σαν να αποδεχόταν ή ακόμη καλύτερα, σα να έτρεφε με την αναγνώριση του μαρτυρικού τόπου, έναν σπόρο που θα γεννούσε στη συνέχεια, ένα φυτώριο με άπειρα ατίθασα δέντρα. Και όλοι, λίγο πολύ, γνωρίζουμε πως τα ατίθασα δέντρα δεν είναι καθόλου ευπρόσδεκτα στο γκουβέρνο, εφόσον η Εξουσία επιδιώκει, στην καλύτερη εκδοχή της, να αναπαράγει ανώδυνες, καλλωπιστικές γλάστρες θερμοκηπίου.
Από την άλλη, βέβαια, τα εκάστοτε αστικά κόμματα διακυβέρνησης δεν θα είχαν κανέναν ιδιαίτερο λόγο, ώστε να εγκωμιάσουν τον Βίο και την Πολιτεία κάποιων ανυπόταχτων Κουμουνιστών, οι οποίοι (σε αντιδιαστολή με πολλούς πειθήνιους πολίτες), αιθεροβατούν επικινδύνως στον αντίποδα του κατεστημένου, ασκώντας ανησυχητική επιρροή, πρωτίστως στους νέους. Κατά συνέπεια, η ερμηνεία της σκόπιμης κωλυσιεργίας των αστικών κομμάτων προβάλλει σχεδόν ως αυτονόητη: Όταν οι κομμουνιστές μάχονται αδιαπραγμάτευτα ενάντια σε ντόπιους και διεθνείς θεσμούς εκμετάλλευσης των πολιτών, είναι ευνόητο και οι φύλακες αυτών των ταξικών συμφερόντων να σφυρίζουν αδιάφορα σε ό,τι αφορά, εν προκειμένω, την ηθική αποκατάσταση των Αριστερών πρωτοπόρων.
Κάπου εδώ, όμως, αρχίζουν τα παρατράγουδα, γιατί η Ιστορία συχνά αποκαλύπτει πως στην πλειονότητα μας αδυνατούμε να εμβαθύνουμε στην ουσία του έργου που διαδραματίστηκε τότε στην Καισαριανή ∙ πόσο μάλλον αν θέλουμε να «μεταφράσουμε» ή να υιοθετήσουμε στην προσωπική μας ζωή, έναν ρόλο, που, από τη φύση του, φτιάχτηκε για να ενσαρκωθεί από ηθο-ποιούς σπάνιας κοπής.
Για να καταλήξουμε αισίως στην επίσκεψη του επιφανούς Καίσαρα Αλεξίου στον τόπο της θυσίας των νέων Κουμουνιστών.
Σύμφωνα πάντα με τις δηλώσεις των κυβερνητικών χαλκείων, σκοπός του Κυβερνήτη ήταν να αποδώσει επιτέλους το χώρο της Εκτέλεσης, στο Δήμο της Καισαριανής, αποκαθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο – σαν ο πρώτος πρωθυπουργός μίας Αριστερής, υποτίθεται, κυβέρνησης – το αδιαπραγμάτευτο χρέος της Ελληνικής πολιτείας, απέναντι στους νεκρούς μαχητές. Το θέμα είναι πως η επίσκεψη σήκωσε πολύ σκόνη και καλό θα είναι να την αφήσουμε να κατακαθίσει.
Εν πρώτοις, είναι αλήθεια πως η επίσκεψη του Τσίπρα εν χορδαίς και οργάνοις στο Σκοπευτήριο προκάλεσε έναν έντονο πολιτικό διάλογο, με εκατέρωθεν κοινωνικές αντεγκλήσεις, σχετικά με τις σκοπιμότητες και τις «αγνές» προθέσεις που οδήγησαν τον λαοφιλή Κυβερνήτη, στη συγκεκριμένη επιλογή. Σε αυτό το σημείο, δε, υπήρξαν πολλοί καλοπροαίρετοι, θέλω να πιστεύω, πολίτες που αναρωτήθηκαν στεντορείως:
«Μα, καλά, πόσο ανικανοποίητοι, κοντόφθαλμοί και κακεντρεχείς άνθρωποι είστε, που απορρίπτετε και χλευάζετε μετά βδελυγμίας την πρωτοβουλία της αριστερής κυβέρνησης να ανταποκριθεί σε μία κορυφαία Ιστορική πρόκληση;… Μέχρι και εδώ βρήκατε αφορμές για να κατασυκοφαντήσετε τον Τσίπρα; Τόσα χρόνια δε βαρεθήκατε να διεκδικείτε την απόδοση του χώρου στο Δήμο, και τώρα που επιτέλους έγινε, και πάλι λοιδορείτε αυτόν που την δρομολόγησε; θα πρέπει να είστε, τουλάχιστον, μονοδιάστατοι και εμπαθείς, για να απορρίψετε μία τέτοια «θεόπνευστη» πράξη!» Και δεν υπερβάλλουν…
Πράγματι, αν ζούσαμε σε μία ιδεατή Ελλάδα ή αν είχαμε την ευχάριστη πολυτέλεια να στοχαζόμαστε απροκατάληπτα εντός ενός δοκιμαστικού σωλήνα, τότε άπαντες θα είχαμε κάθε λόγο να εγκωμιάσουμε την πρωθυπουργική πρωτοβουλία. Στο κάτω κάτω της γραφής, αν ζούσαμε σε συνθήκες ειρήνης και κοινωνικής ευημερίας, τότε ο Τσίπρας θα εκπλήρωνε, ως όφειλε, το επιβεβλημένο χρέος του πρωθυπουργού, ύστερα από τόσες δεκαετίες προκλητικής αδιαφορίας! Ο Τσίπρας, επομένως θα έπραττε το χρέος του, και όλοι εμείς θα το αναγνωρίζαμε, εγκωμιάζοντάς τον, σαν πολίτες νηφάλιοι και αδογμάτιστοι.
Πλην όμως, για κακή μας τύχη, ζούμε σε συνθήκες ανείπωτης πολιορκίας, οι υποστάσεις μας έχουν κυριολεκτικά εξαθλιωθεί εξαιτίας ενός πρωτοφανούς οικονομικού πολέμου, και ειλικρινώς δε διαθέτουμε την παραμικρή ψυχική απαντοχή, ώστε να εγκωμιάσουμε την πρωθυπουργική μεγαθυμία, ως δήθεν αθώα, άδολη και καλοπροαίρετη.
Η πραγματικότητα, δυστυχώς, άλλα φανερώνει, αν θέλουμε προφανώς να δούμε κάτω από το χαλί. Το λέω όσο σαφέστερα μπορώ. Πίσω από την ανάλγητη και ανήθικη καταβαράθρωση του λαού μας, δεν κρύβονται γενικά και αόριστα κάποιες απροσδιόριστες και νεφελώδεις υπερφυσικές δυνάμεις, αλλά αντιθέτως, οι επιλογές συγκεκριμένων προσώπων με γνωστή σε όλους ταυτότητα.
Εκτός, λοιπόν, των προγενέστερων πολιτικών απατεώνων, που ξεζούμισαν ξεδιάντροπα τον τόπο και το λαό, διακρίνουμε, προς μεγάλη μας απογοήτευση, και κάποια ονοματεπώνυμα, τα οποία ανήκουν στους ψευδεπίγραφους Αριστερούς της υποτέλειας και των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Τα ονόματα πάμπολλα και πιθανότατα μπορεί να τα ξεχάσουμε εν καιρώ. Για ένα πράγμα, πάντως, μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως δε θα το ξεχάσουμε ποτέ. Από όλα τα ονοματεπώνυμα, μία είναι η υπογραφή την οποία θα μνημονεύουμε για το πολιτικό αλισβερίσι που σκηνοθέτησε σε βάρος των Ζωών, των οραμάτων και των δικαιωμάτων μας. Η υπογραφή του Α. Τσίπρα.
Αν τώρα προκύψουν περαιτέρω ενστάσεις έναντι των πολιτικών μας ερμηνειών, φρονώ (έστω και κάπως ανορθόδοξα) πως οι μόνοι κατάλληλοι και αρμόδιοι για να μας διαφωτίσουν, θα ήταν μονάχα οι Νεκροί. Γιατί, σε τελική ανάλυση, αυτοί είναι που θα διευθετήσουν όλα τα επίμαχα ερωτήματα: Ενάντια σε ποιους κατακτητές αγωνίστηκαν; Απέναντι σε ποια εξαθλίωση εξεγέρθηκαν; Για ποιες αξίες αγωνίστηκαν; Για ποια όνειρα θυσιάστηκαν;
Επομένως, αν υποθετικά δίναμε φωνή στη σιωπή τους, η νουθεσία τους θα έλεγε: «Ο Τσίπρας έχει τόση σχέση με τη θυσία και τα οράματα της Καισαριανής, όσο οι τσιπούρες με τον Διαλεκτικό Υλισμό. Πείτε του, το λοιπόν, να μην ταράζει τον ύπνο μας, και μην μας μπλέκει με τα πολιτικά του μαγειρέματα».
Εν κατακλείδι, κατά την ταπεινή μου άποψη, μόνον αν ενστερνιστούμε την ιερή τους παρακαταθήκη, θα είμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε τους ατόφιους αγωνιστές από τους μπαγαπόντηδες. Αυτούς που θυσίασαν τις ίδιες τις ζωές τους, από αυτούς που «ματώνουν στα δείπνα των Βρυξελλών», εμπαίζοντας μας με τις εικονικές τους ακροβασίες. Και είμαι απολύτως βέβαιος πως αυτομάτως θα καταφέρουμε να διακρίνουμε, και ενδεχομένως να αποκαλύψουμε τους παραχαράκτες της Μνήμης. Τους μακιγιαρισμένους τυμβωρύχους της Αριστεράς. Τους ιερόσυλους που φιλοδοξούν να σκυλέψουν, όχι τα σώματα ή τους τάφους των νεκρών, αλλά κάτι καταφανώς πολυτιμότερο.
Την αξιοπρέπεια, την οποία ουδέποτε τους διαπραγματεύτηκαν ή ενεχυρίασαν σε κάθε ξένο ή ντόπιο τοκογλύφο. Γιατί στα δίσεκτα χρόνια, η Μνήμη έγραψε στα τεφτέρια της πως οι Νέοι της Καισαριανής, δεν ενέδωσαν τελικά στην πολιορκία, με αντιπαροχή λίγα δανεικά ψίχουλα. Αντιθέτως, στήθηκαν αγέρωχοι στον τοίχο, και επέλεξαν το δρόμο του Λεωνίδα, και όχι τον εύκολο δρόμο του Εφιάλτη ή κάποιου κοσμικού Ξέρξη.
Αντιστρέφοντας την εικόνα, όσοι σκυλεύουν, για τα δικά τους πολιτικά παιχνίδια, το σώμα και το σπίτι της μνήμης, σύντομα θα έχουν την τύχη του αλαζόνα βασιλέα Ευρύπυλου. Γιατί, όταν ο Έλληνας ηγεμόνας προσπάθησε, τυφλωμένος από το πάθος της υλοφροσύνης, να συλήσει την ιερή λάρνακα της Τροίας, ο Διόνυσος ο Αισημνήτης (ο ακριβοδίκαιος βασιλέας) τον τιμώρησε τρελαίνοντάς τον.