Επικαιρότητα

Οι λαϊκίστικες πιρουέτες του Τσίπρα

By Γιάννης Δημογιάννης

August 03, 2016

Από το Γιάννη Δημογιάννη

«Από το λαό, για το λαό, με το λαό!!!!» «Το έργο αυτό έχει μόνο έναν ιδιοκτήτη ∙ τον λαό της Πάρου. Δεν ανήκει σε καμία κυβέρνηση και καμία εξουσία. Ανήκει μονάχα στους πολίτες της Πάρου, στο λαό της Πάρου!!»

Ομολογουμένως, ελάχιστοι ενορχηστρωτές της εξουσίας θα μπορούσαν με τέτοια ευχέρεια – μη πω και δημαγωγική μαεστρία – να επαναλάβουν τη βαρύτιμη λέξη «λαός», και μάλιστα 5 φορές, σε μία μόλις υποψία λόγου! Ο «Μέγας λαός», «ο λαός της Πάρου», οι «πολίτες» – έτσι, για να δοθεί και ένα επίχρισμα Αριστεροσύνης – και από την άλλη, ο μέγας αυλητής του πλήθους. Ο ματωμένος διαπραγματευτής. Ο αγέρωχος κυβερνήτης του πολύπαθου σκάφους, να στέκει αγέρωχος μπροστά στις ριπές των Παριανών ανέμων, ατενίζοντας το μέλλον και τις λεωφόρους της Ανάπτυξης, που μόνον αυτός μπορεί να εμπνέεται και να υλοποιεί. Πολλοί οι μνηστήρες της εξουσίας – θα σκεφτεί ένας πιστός ακόλουθος – ολίγοι, όμως, οι εκλεκτοί… Παλαιότερα, μπορεί ο Αντρέας, με τις Χολιγουντιανές συγκεντρώσεις και τα βαρύγδουπα συμβόλαιά, και τώρα, ο επίδοξος επίγονός του, Αλέξης Τσίπρας. Ο ανυπέρβλητος εντολοδόχος, ο άφθαρτος διαμεσολαβητής της λαϊκής βούλησης.

Υπερβολές, θα αντιτείνει κάποιος. Αποσπασματικές και μεροληπτικές διαπιστώσεις, θα πει κάποιος τρίτος. Το σέβομαι, αλλά στην περίπτωση του πρωθυπουργικού λόγου στην Πάρο (διάρκειας 20’ περίπου), τίποτε δε θα μπορούσε να είναι, ούτε τυχαίο, ούτε αθώο. Και αυτό, γιατί ο Καίσαρας Αλέξιος ποτέ του δε θα έπαιζε στα ζάρια, την επιτυχία μίας κρίσιμης, κομματικής φιέστας, ιδίως αν το επίδικο διακύβευμα ήταν τόσο καθοριστικό: η ανάκτηση της εμπιστοσύνης της νησιωτικής του «πελατείας». Μία σχέση την οποία ο ίδιος καπηλεύτηκε και αθέτησε, εξαπατώντας τους ευκολόπιστους πολίτες, μέσα από τις Οβίδιακές του αυταπάτες, και τις κυβερνητικές του πιρουέτες. Όπως αντιλαμβανόμαστε, μεγάλη ήτο η πρόσκληση, μέγιστο το κομματικό όφελος, οπότε και το λεκτικό αρχιτεκτόνημα ενώπιον του εκλογικού ακροατηρίου θα έπρεπε να είναι αριστοτεχνικά συναρμολογημένο.

  «Από το λαό, για το λαό, με το λαό»… Μία επίφαση δημοκρατίας η οποία – ακριβώς επειδή δεν επαληθεύεται στα έργα – δίνεται η δέουσα έμφαση, στην επανάληψη και τη χειραγώγηση, ώστε οι πολύπαθοι ψηφοφόροι να ενστερνιστούν «ανώδυνα» τα ψευδεπίγραφα σημαινόμενα του αρχηγικού διαγγέλματος. Προκειμένου, επομένως, να συγκαλυφθεί και να ωραιοποιηθεί το καθημερινό έλλειμμα αξιοπιστίας, αλλά πρωτίστως, προκειμένου να αμβλυνθεί η καθολική διάψευση των λαϊκών προσδοκιών, αναπόφευκτα οι δεσπόζουσες έννοιες της δημοκρατίας (λαός, λαϊκότητα, συμμετοχή) αυτοαναιρούνται και εξατμίζονται σε λεκτικά πυροτεχνήματα. Ανώδυνα, εύπεπτα, αλλά εξόχως ωφέλιμα για το γκουβέρνο.

  Σύμφωνα, λοιπόν, με το αφήγημα του πρωθυπουργού, ο λαός καλά θα κάνει να κλείσει, σε πρώτη φάση, τα αυτιά του στις λοιπές, δοκιμασμένες Σειρήνες, καθώς και στα κατά Πολάκη «βοθροκάναλα της διαπλοκής», ώστε – μπροστά στις διαφαινόμενες δρομολογημένες εκλογές – ν’ αφουγκραστεί τον αδιαφιλονίκητο αγγελιοφόρο της Αλήθειας! Τον Α. Τσίπρα. Αυτόν που αποδεδειγμένα ξέρει να φροντίζει σαν «φρόνιμο παιδί», την κομματική του κατσαρόλα, ώστε να μην βρεθεί προ εκπλήξεων, όταν το τσουκάλι των ψήφων ανοίξει. Λόγια και έργα, δηλαδή, προσεκτικά μεθοδευμένα, γιατί υπαγορεύονται από την ακόρεστη μανία για την κατάκτηση της πολύφερνης νύφης: τη νομή της εξουσίας.

  Σε αυτό το κομβικό σημείο, κάνω μία στάση στη συγκεκριμένη ρητορική. Ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Ι. Μανωλεδάκης μάς διευκολύνει να διακρίνουμε τις φενακισμένες αλήθειες, πίσω από την πρωθυπουργική εμμονή να επικαλείται ολωσδιόλου άδολα, την προδομένη συνείδηση των νησιωτών. Στο κείμενο «Λαϊκότητα και λαϊκισμός, επισημαίνεται:

  «Το επίθετο “λαϊκός” εκφράζει πράγματι αυτό που ανήκει στο λαό ή προέρχεται από αυτόν. Και η “λαϊκότητα” (ως ουσιαστικό) στο χώρο της πολιτικής εκφράζει ακριβώς τη συμμετοχή, την παρουσία του λαού στην έκφραση της πολιτικής εξουσίας. Όπου η λαϊκότητα αναγνωρίζεται τυπικά (νομικά) ως θεμέλιο της εξουσίας αυτής, αλλά στην πραγματικότητα ο λαός είτε δεν συμμετέχει είτε συμμετέχει περιορισμένα στην άσκησή της, όπου δηλαδή υπάρχει διάσταση ανάμεσα στις λέξεις, που εκφράζουν τους όρους της κοινωνικής πραγματικότητας, και στην ίδια αυτή την πραγματικότητα, το περιεχόμενο του όρου “λαϊκότητα” μεταπέφτει στην κατάσταση που αντιστοιχεί στη λέξη “λαϊκισμός”. Ο λαϊκισμός αντικαθιστά τη λαϊκότητα εκεί όπου ο λαός κατά ιδεολογία μόνο είναι κυρίαρχος, στην πραγματικότητα όμως είτε δεν μετέχει είτε μετέχει περιορισμένα στην άσκηση της εξουσίας.

  Λαϊκισμός είναι ακριβώς η κατ’ επίφαση λαϊκότητα: αυτό που δείχνει να είναι λαϊκό, μα που στην πραγματικότητα δεν είναι. Πρόκειται για μια ψευδή ιδεολογία· για φαινόμενο απλώς λαϊκότητας που στην πραγματικότητα κρύβει έναν έντονο πατερναλισμό.»

  Κατά συνέπεια, το δίλημμα που αναπόδραστα προκύπτει, προβάλλει ενώπιόν μας επιτακτικά: «Αφουγκράζεται, όντως, ο εκλεκτός μας ηγέτης το λαό; Η εν γένει πολιτεία του απορρέει, στ’ αλήθεια, απ’ το λαό; Ασκείται για την ευημερία του λαού; Εκπορεύεται με τη συνδρομή και τη συμμετοχή του λαού;». Σε παρεμφερή πολιτικά ερωτήματα που, δυστυχώς, φαντάζουν ρητορικά, έως και γραφικά για τη συνείδησή μας, η λογική σηκώνει τα χέρια. Η μνήμη μας, όμως, δεν είναι ούτε κοντή, ούτε αφελής, αν αναζητούμε πειστήρια του πολιτικού «εγκλήματος». Και μόνον η περίπτωση του δημοψηφίσματος τον περυσινό Ιούλη επαρκεί ως η μνημειωδέστερη διάψευση του λαού, εφόσον γράφτηκε στα κατάστιχα της Ιστορίας, ως η αυταρχικότερη και η πλέον αυθαίρετη διαστρέβλωση, και καταστρατήγηση της λαϊκής βούλησης. Για να μην επεκταθούμε, βεβαίως, στη μνημονιακή λαίλαπα που επιβλήθηκε εν συνεχεία, απολύτως καταναγκαστικά. Πάντα, ερήμην του λαού! Ενάντια στο λαό! Και σίγουρα, όχι από το λαό!

  Κλείνοντας, επιστρέφω στο νηφάλιο λόγο του καθηγητή και, αυτή τη φορά, ιχνηλατώ το αίτιο που κρύβεται πίσω από τη λαϊκίστικη πασαρέλα του Α. Τσίπρα. Αναρωτιέμαι, δηλαδή, από πού απορρέει αυτός ο καταιγισμός της λαϊκής αγάπης – απάτης; Ποια πρόθεση κρύβει; Με τι συντηρείται; Σε τι αποσκοπεί; Ποιες αξίες υπηρετεί; Το ακόλουθο παράθεμα, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι λίαν διαφωτιστικό:

  «Όπου η συμμετοχική δημιουργία είναι καθιδρυμένη στα χαρτιά, υπολειτουργεί όμως ουσιαστικά στην πράξη, αναπτύσσεται ένα λαϊκό υποκατάστατο, ώστε να ξεγελιέται ο λαός πως έχει (δήθεν) την προτεραιότητα στα δημόσια πράγματα, αφού γίνεται συνεχώς επίκληση του για τη νομιμοποίηση της επιβολής της οποιασδήποτε πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας. Στην πραγματικότητα χαλκεύεται η εξουσία ινδαλμάτων, πολιτικών, κοινωνικών, καλλιτεχνικών, ακόμα και αθλητικών, στα οποία βρίσκει το υποκατάστατο της η προδομένη λαϊκή συνείδηση…

  Έτσι καλλιεργείται μια ισοπεδωτική νοοτροπία, όπου εξέχει μόνο το κεφάλι των φορέων του πατερναλισμού – και εκείνο συνειδητά εκλαϊκευτικά μακιγιαρισμένο – και καταπολεμείται ως “ελίτ” και “αντιλαϊκή” οποιαδήποτε ποιοτική διαφοροποίηση μέσα στη (λαϊκίστικη) γενική ισοπέδωση.»

  Η προδομένη λαϊκή συνείδηση, και ο πατερναλισμός, σκέφτηκα, προκειμένου να επιτευχθεί η χειραγώγησή του εκλογικού σώματος. Γιατί, σε τελική ανάλυση, όλο το πρόσφατο κομματικό κρεσέντο, καθώς και η πομπώδης επιστροφή του εξολοθρευτή Τσίπρα, αυτή την υφέρπουσα στρατηγική υπηρετεί. Που πρακτικά σημαίνει: «Είμαι εδώ χάριν του λαού (με την ετυμηγορία των πολιτών), αλλά θα τού σερβίρω το “παραμύθι” πως ασκώ, τάχατες, την εξουσία μαζί του, και για λογαριασμό του».

  Σε αυτό το πλαίσιο, το όλο αφήγημα κεντήθηκε στην πένα! Η συνταγματική αναθεώρηση. Το μαγείρεμα του εκλογικού νόμου. Τα αλισβερίσια με τα άλλα κόμματα. Οι «Πυλώνες» της ανθρωπιστικής βοήθειας, στα πρότυπα του γεφυριού της Άρτας. Η δήθεν απέριττη δεξίωση στο Προεδρικό μέγαρο. Η εξόρμηση του Terminator στην ενδοχώρα. Οι φιέστες στα άγονα νησιά. Οι μελλοντικοί υδατόδρομοι του αεροδρομίου της Πάρου. Τα θαύματα της ανάπτυξης και της ανασυγκρότησης – όπως τα αποκάλεσε ο πρωθυπουργός – και, εν τέλει, η κοσμογονία α λα Μαυρογιαλούρου. Κοντολογίς, το ποθητό για όλους μέλλον… «Θα. Θα. Θα. Θα», όπως μονολογούσε και ο αμίμητος Λαμπρούκος.

  Κατόπιν όλων αυτών, ο λεκτικός πληθωρισμός, καθώς και η καταχρηστική επίκληση του Λαού, φανερώνει πολύ απλά πως ο αρχηγός είναι γυμνός. Γραβάτα, βεβαίως, μπορεί να αντιστάθηκε σθεναρά να φορέσει, ιδίως εν μέσω θέρους, αλλά και πάλι το εν λόγω φαινόμενο προσιδιάζει αποκλειστικά στη ματαιότητα της εξουσίας που υπηρετεί ευλαβώς.

  Το ζητούμενο είναι αν και πότε υπάρχει ελπίδα ο ασθενής να ανανήψει; Και ως προς αυτό, οι ελπίδες είναι σχεδόν μηδαμινές, μιας και η Δεύτερη φορά Αριστερά προσιδιάζει με την αλαζονεία των Πτολεμαίων και τον σαρκαστικό Καβαφικό στίχο:

  «Οι άφθονοι έπαινοι κ’ η κολακείες εις όλους μοιάζουν. Όλοι είναι λαμπροί ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί ∙ Κάθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη…» Μόνο, που στην περίπτωσή μας, ο Καισαρίων αποδείχθηκε ψευτράκος.