«Κύριοι καπιταλιστές, ή δίνετε το καπέλο σας ή χάνετε το κεφάλι σας»
Το 1918, στις ΗΠΑ, απαγορεύεται αυστηρά να παίζεται η μουσική των Μπαχ, Μότσαρτ και Μπετόβεν. Θεωρείται επικίνδυνη και βάρβαρη μουσική. Οι μαέστροι που αποτόλμησαν να διαπράξουν αυτό το έγκλημα συλλαμβάνονται και φυλακίζονται. Τα βιβλία του Γκέτε, του Σίλερ και όλων των Γερμανών κλασικών αρπάζονται από τις βιβλιοθήκες και καίγονται στις πλατείες.
Απαγορεύεται η διδασκαλία των γερμανικών στα σχολεία. Και όποιος Αμερικανός πολίτης είχε μητρική του γλώσσα τα γερμανικά, αν τη μιλούσε δημόσια κινδύνευε να λιντσαριστεί. Και κατά κανόνα οι θύτες αθωώνονταν γιατί είχαν ανακαλύψει κάποιον κατάσκοπο. Ολος ο γερμανόφωνος Τύπος απαγορεύτηκε. Το 1910 υπήρχαν πεντακόσιες εφημερίδες και περιοδικά. Το 1920 είχε επιζήσει μόνο το ένα τρίτο. Το άγαλμα του Σίλερ βανδαλίζεται και η Γερμανική Σχολή πυρπολείται.
Οι ΗΠΑ είχαν μπει στον πόλεμο με την πλευρά της Γαλλίας και της Αγγλίας εναντίον της Γερμανίας. Παρά το γεγονός πως ένας στους δέκα Αμερικανούς πολίτες είχε γερμανική καταγωγή και ήταν αφομοιωμένος στη νέα του πατρίδα με υψηλότατες θέσεις παντού, θυμήθηκαν τους παππούδες τους που είχαν έρθει από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1848 για μια σειρά από λόγους και όχι μόνο πολιτικούς.
Οι Γερμανοί μετανάστες ήταν καλά τοποθετημένοι για μια ένδοξη καριέρα στις ΗΠΑ. Και διέπρεψαν σε όλους τους τομείς. Ηταν λευκοί, μορφωμένοι, με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο. Δημιούργησαν ισχυρότατες οργανώσεις και δεν ήταν στον αέρα. Εν τούτοις ο ρατσισμός, κατά κανόνα υποκινούμενος από κρατικές σκοπιμότητες, δεν γνωρίζει όρια. Ούτε καν αυτό του γελοίου.
Ετσι το σουκρούτ (ξινολάχανο) μετονομάστηκε σε λάχανο της ελευθερίας. Το χάμπουργκερ σε σάντουιτς της ελευθερίας. Και να θυμηθούμε την περιπέτεια που είχαν έναν αιώνα αργότερα οι φρεντς τσιπς που βαφτίστηκαν πατάτες ελευθερίας για να τιμωρήσουν τη Γαλλία που αρνήθηκε να βομβαρδίσει το Ιράκ μαζί με τις ΗΠΑ.
Πέραν του γελοίου, που είναι ο αχώριστος σύντροφος του κάθε φασισμού, έχουμε και τις απηνείς διώξεις. Δύο χιλιάδες Αμερικανοί υπήκοοι με γερμανικά ονόματα κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό, ίσως εκατοντάδες χιλιάδες, άλλοι Αμερικανοί που είχαν την καταγωγή τους από την Ιαπωνία βρέθηκαν και αυτοί στα δικά τους «Μακρονήσια» για το τίποτα. Να φανταστούμε κάτι τέτοιο και για τους μουσουλμάνους της Ευρώπης και των ΗΠΑ σε κάποιο απώτερο μέλλον;
Δεν το βλέπω το πιο πιθανό. Είναι ήδη κλεισμένοι στο γκέτο τους και η Δύση αρνείται να δει αυτό το πρόβλημα. Βλέπει μόνο τρομοκράτες. Και εδώ έχουμε αδιέξοδο.
Και όταν υπάρχουν διωγμοί σε μια μερίδα του πληθυσμού με προσχήματα ρατσιστικά, είναι σφάλμα να πιστέψουμε πως αφορά μόνο μια συγκεκριμένη ομάδα. Στρέφεται εναντίον όλης της κοινωνίας και πιο ειδικά εναντίον της Αριστεράς.
Το πρωτοποριακό εργατικό συνδικάτο ΙWW (Ιndustrial Workers of the World) διαλύθηκε και έκτοτε δεν ξαναπήρε πάνω του. Κάθε κριτική στον πόλεμο ήταν απαγορευμένη.
Ακόμα και η έκφραση της επιθυμίας να τελειώσει αυτός ο πόλεμος ήταν ποινικό αδίκημα. Από αυτούς τους διωγμούς εξαιρέθηκαν οι πλούσιοι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες γερμανικής καταγωγής, όπως οι Ροκφέλερ, Κράισλερ, Χέινζ κ.ά., όπως επίσης και οι παππούδες του τραγελαφικού υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών, Ντόναλντ Τραμπ.
Οι καταστάσεις εκτάκτΗΣ ανάγκης είναι μια μορφή δικτατορίας. Και συχνά οι νόμοι που ψηφίζονται παραμένουν και μετά το τέλος της κατάστασης πολιορκίας. Αυτό δίνει τη δυνατότητα σε δημοκρατικές κυβερνήσεις να εφαρμόζουν φασιστικούς νόμους. Πόσοι άραγε από τους νόμους του Μεταξά και του Παπαδόπουλου ισχύουν ακόμα;
Ας μας απαντήσει το υπουργείο Δικαιοσύνης. Και εδώ αναγκαστικά μπαίνει ένα δύσκολο ερώτημα: Ποια είναι η σχέση αστικής δημοκρατίας και φασισμού; Ο φασισμός είναι μια απόλυτη εγγύηση του καπιταλισμού, χρησιμοποιώντας ακραία μέτρα. Η αστική δημοκρατία είναι και αυτή μια εγγυήτρια δύναμη του κεφαλαίου με την προϋπόθεση να δίνει ένα ξεροκόμματο στους εργαζομένους.
Είναι αυτό που είπε ο Ρούσβελτ μετά την κρίση του 1929: «Κύριοι καπιταλιστές, ή δίνετε το καπέλο σας ή χάνετε το κεφάλι σας». Προϋπόθεση λοιπόν για να λειτουργήσει η αστική δημοκρατία είναι η ύπαρξη μαζικού κινήματος που να την απειλεί. Δηλαδή για να λειτουργήσει το αστικό σύστημα χρειάζεται σαν καύσιμο ένα μαζικό κίνημα.
Στο σημείο που το λαϊκό κίνημα είναι αδρανές και απόν και δέχεται τη συγκυρία ως μοίρα, τότε προετοιμάζει τον αργό θάνατό του. Γιατί η καταστροφή που ζούμε έχει προοπτικές δεκαετιών. Διότι δεν είναι οι Μεσσίες που μας λείπουν. Μας λείπει ο ίδιος μας ο εαυτός.