Επικαιρότητα

Η ματαίωση μιας ελπίδας

By N.

May 02, 2016

Του Ρούντι Ρινάλντι*

Ορισμένες σκέψεις για την τροχιά του ΣΥΡΙΖΑ

Όσο απομακρυνόμαστε από τα γεγονότα του 2015 βλέπουμε πιο καθαρά την πραγματική εικόνα και μας εμφανίζεται πλέον ένας ΣΥΡΙΖΑ εντελώς «αγνώριστος», αλλά και εμείς νιώθουμε πολύ μακριά από αυτό το μόρφωμα που αποτέλεσε μιαν ελπίδα σε μια συγκεκριμένη στιγμή της πρόσφατης περιό­δου. Κι όσο πιέζει η ανάγκη να ασχοληθούμε ουσιαστικά με τα ζητήματα που θέτει ο νέος κύκλος που άνοιξε δραματικά (3ο μνημόνιο, προσφυγικό, πόλεμος στην περιοχή, διάλυση της χώρας) τίθεται επίμονα από πολλούς ανθρώπους το ερώτημα πώς και γιατί φθάσαμε σε αυτήν την κατάσταση.

Στο σημείωμα αυτό θα εκτεθούν ορισμένες σκέψεις κι όχι οριστικές απα­ντήσεις με την προσοχή στραμμένη στο να απαντηθούν τα ζητήματα που είναι μπροστά μας κι όχι πίσω μας.

Ήττα αυταπατών

Ορισμένοι θεωρούν την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή την οριστική παρά­δοσή του, αντί κυβερνητικού πινακίου φακής, ως «ιστορική ήττα» του λαϊκού κινήματος. Η άποψη αυτή δεν στέκει. Η ήττα υπήρξε, αλλά δεν είναι ιστορική, και δεν μπορεί καν να συγκριθεί με πραγματικές μεγάλες ιστορικές ήττες του λαϊκού κινήματος στην χώρα μας ή και σε άλλα μέρη του κόσμου.

Αν θέλουμε να σκεφτούμε λίγο, ίσως είναι καλύτερο να μιλήσουμε για ήττα – και συντριβή ακόμα – αυταπατών που είχαν καλλιεργηθεί. Η ήττα των αυτα­πατών αφορούν τρία διακριτά επίπεδα.

Η πρώτη μεγάλη αυταπάτη που ηττήθηκε-συντρίφτηκε, αφορά την μη κα­τανόηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για μιαν μεγάλη αλλαγή. Ο λαός ποθούσε πολύ μια αλλαγή, ένα σταμάτημα της μνημονιακής κατρακύλας, ένα φρένο στην διάλυση της χώρας και της κοινωνίας. Δεν συναισθανόταν ποιες προϋποθέσεις έπρεπε να πληρούνται για την πραγματοποίηση μιας μεγάλης αλ­λαγής, τι απαιτήσεις είχε μια σύγκρουση με την ευρωκρατία και την εσωτερική διαπλοκή. Έτσι, σε πολιτικό επίπεδο, μετά από την κατάλληλη διεργασία, πε­ριορίστηκε στην ανάθεση σε ένα νέο κόμμα και κατ’ επέκταση σε μια κυβέρνηση που θα συγκροτούσε το κόμμα αυτό, σαν τις βασικές και απαραίτητες προϋπο­θέσεις, ενώ ο ρόλος του λαϊκού παράγοντα παραμερίστηκε, υποβαθμίστηκε στο βαθμό του ψηφοφόρου, παθητικού παρατηρητή.

Η δεύτερη αυταπάτη που ηττήθηκε-συντρίφθηκε, ήταν η ιδέα πως ένα κόμ­μα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να φέρει την αλλαγή, μπορούσε να τα βγάλει πέρα με την ευρωκρατία και την διαπλοκή. Χωρίς προετοιμασία, χωρίς πρό­γραμμα, χωρίς ικανά στελέχη, χωρίς πολιτική γραμμή για καίρια ζητήματα, χωρίς προτάσεις για την κοινωνία, έτσι όπως είχαν μάθει μέσα στην πρωτύτερη κομματική τους δράση, οι διάφοροι παράγοντες και παραγοντίσκοι, ζαλισμένοι από την προοπτική να κυβερνήσουν, ανέκραζαν το περίφημο «ήρθε η ώρα της Αριστεράς», δηλαδή «ήρθε η ώρα μας», χωρίς να αντιλαμβάνονται την στιγμή και κρισιμότητα της κατάστασης που θα έπρεπε να διαχειριστούν. Με μια έννοια ένα απροετοίμαστο «μπουλούκι», χωρίς πρόγραμμα και προτάσεις, χωρίς αξι­ολόγηση των καίριων ζητημάτων, αναλαμβάνει την ευθύνη ενός τόπου, σε μια ταραγμένη περίοδο: ποιος άλλος μπορεί να είναι ο ορισμός του τυχοδιωκτισμού;

Η τρίτη αυταπάτη που ηττήθηκε-συντρίφτηκε ήταν οι βασικές ιδέες της ηγε­σίας, ότι ένας συμβιβασμός με την ευρωκρατία ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση, αφού εσωτερικά εξουδετερωνόταν ο επικίνδυνος Σαμαράς. Συντρίφθηκαν όλες οι αυταπάτες που υπήρχαν για το γεωπολιτικό πεδίο και τα πιθανά στηρίγμα­τα που θα υπήρχαν (κυρίως από ΗΠΑ). Η πραγματικότητα αποδείχθηκε και για την ηγεσία πολύ σκληρή: όχι μόνο έπρεπε να συμβιβαστεί, αλλά έπρεπε να γίνει ολόκληρη – ψυχή τε και σώματι – μέρος του μνημονιακού-αποικιακού συστήματος, περιοριζόμενη σε μια ανούσια κεντροαριστερή ρητορική. Και αυτό «μέχρι νεωτέρας»…

Το κύριο στοιχείο των πρώτων μηνών του 2016 είναι η κατακόρυφη φθορά της κυβέρνησης Τσίπρα και η αδυναμία διαχείρισης αυτής της πτώσης, που οδηγεί μαθηματικά σε πολιτικές εξελίξεις. Αυτή η φθορά εισάγει τον ΣΥΡΙΖΑ στην τροχιά όλων των κομμάτων που στήριξαν την μνημονιακή πολιτική που είχαν χρόνο ζωής 1 με δύο χρόνια. Η εκμετάλλευση της φθοράς του κλασι­κού δικομματισμού έχει στερέψει, ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτεται γυμνός στα μά­τια των ψηφοφόρων που τον ψήφισαν, βλάπτει την γενική εικόνα (έστω όπως αυτή υπήρχε) της Αριστεράς. Η εκλογική του βάση νιώθει εξαπατημένη από τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, αποτραβιέται, οργίζεται, χάνει κάθε αξιοπιστία. Κι όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ και οι κυβερνήσεις του σηκώνουν το βάρος και την ευθύνη της διάλυσης της χώρας, φέρνουν πιο κοντά μια μεγάλης κλίμακας εθνική και κοινωνική καταστροφή. Η υποτίμηση των γεωπολιτικών ζητημάτων, η ασχε­τοσύνη, οι δεσμεύσεις προς τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, οδηγούν την χώρα στην καταστροφή, συρρικνώνουν την κυριαρχία της. Ο τυχοδιωκτισμός μιας παρέας θα χρεωθεί και μια καταστροφή μικρασιατικών διαστάσεων…

Τελευταίο ζήτημα όσον αφορά αυτή την τάξη εκτιμήσεων. Είχαν δίκιο όσοι κρατήθηκαν μακριά και αντιθετικά με το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ; Έχουν δίκιο όσοι διατείνονται ότι «εμείς τα βλέπαμε και τα λέγαμε από την πρώτη στιγ­μή;» Δεν έχουν δίκιο για τον απλούστατο λόγο ότι στον πυρήνα της σκέψης τους δεν υπάρχει καν η υποψία ότι κάτι σοβαρό έγινε στην χώρα τα τελευταία 5-6 χρόνια, ότι το μαζικό λαϊκό κίνημα έκανε βήματα, τρόμαξε όχι μόνο το ελληνικό κατεστημένο αλλά και το διεθνές και γέννησε ελπίδα και ενδιαφέρον σε εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η Ελλάδα ήταν (και με μια έννοια παραμένει) ένα θερμό επίκεντρο εξελίξεων με κύριο χαρακτηριστικό την αντίσταση του «πειραματόζωου» στο απάνθρωπο πείραμα που διεξάγεται στην Ελλάδα. Αντίθετα παρέμειναν εγκλωβισμένοι στην «καθαρότητά» τους χωρίς να συμβάλουν καθόλου σε μια εμβάθυνση της πάλης, των στόχων, των προϋποθέσεων. Αυτός ο εγγενής σεχταρισμός πηγάζει από μιαν ανικανότητα να «διαβαστεί» η νεοελληνική πραγματικότητα, ειδικά με την «κατασκευή» πως η Ελλάδα αποτελεί ιμπεριαλιστική χώρα, και την συνεπαγόμενη πλήρη αδυναμία να συσχετιστούν οι εσωτερικοί με τους διεθνείς όρους ιδιαίτερα στην μνημονιακή εποχή.

Υπήρξε σοβαρή αντίδραση;

Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει ως ερώτημα είναι αν έγινε και πότε αντι­ληπτή αυτή η πορεία και τι αντιπαρατέθηκε σε αυτήν. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 4% δεν ενδιέφερε τον λαό και τον ριζοσπαστισμό που κυοφορούνταν. Όταν όμως αυτός ο αντιφατικός πολιτικός οργανισμός πρόβαλε ως πιθανός διαμεσολαβητής και εκ­φραστής ενός κοινωνικού ρεύματος που ήθελε να μπει ένα τέρμα στην μνημονιακή καταστροφή, προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και εκτινάχτηκε η εκλογική επιρροή του. Οι αυταπάτες για τις οποίες κάναμε λόγο δεν καλλιεργήθηκαν σε κενό αέ­ρος, αλλά μέσα σε ένα οικονομικό κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον αγώνων, κατάρρευσης του κλασικού δικομματισμού, δημιουργίας μιας ελπίδας, καθώς και χειρισμών για τον κατευνασμό και την ποδηγέτηση του ριζοσπαστισμού.

Τα χρόνια 2012-2014 ήταν χρόνια προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στον συστημι­κό λόγο, εγκατάλειψης ριζοσπαστικών θέσεων και φρασεολογίας. Ήταν χρόνια «προετοιμασίας» μιας ενδεχόμενης διακυβέρνησης σε κεντροαριστερά πλαίσια, με τιθασευμένο το λαϊκό παράγοντα και με αλλοιωμένα τα κεντρικά «θέλω» που είχαν προβάλει οι πλατείες και οι διαδηλώσεις στις παρελάσεις. Τότε στή­θηκε η υπόθεση της «διαπραγμάτευσης» και της κυβέρνησης της Αριστεράς που θα μπορούσε να πετύχει έναν έντιμο αμοιβαίο συμβιβασμό με τους δανειστές. Τα ταξίδια του Τσίπρα (ΗΠΑ και Ευρώπη) είχαν αμφιλεγόμενο χαρακτήρα και χρησίμευαν για να δοθούν διαπιστευτήρια καλής θελήσεως και συστημικής νοο­τροπίας. Εσωτερικά, η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα, σημαδεύτηκε από την συνασπισμοποίηση του όλου εγχειρήματος και «φορέθηκαν» όλα τα κοστούμια του ΣΥΝ στο νέο κόμμα: φράξιες, κόμμα μέσα στο κόμμα, μηχανι­σμοί, καριερισμοί, βιλαέτια κ.λπ. Στην ηγεσία, μια ομάδα που είχε καθαρό πως θα κυβερνήσει με όποιο κόστος και με όποια ανοίγματα (κυρίως προς ΠΑΣΟΚ πλευρά).

Μετά τις ευρωεκλογές του 2014 αλλάζει και επίσημα όλος ο προσα­νατολισμός του ΣΥΡΙΖΑ, με την πολιτική του «προωθητικού συμβιβασμού» και της «διαπραγμάτευσης χωρίς ρήξη με Ευρώπη». Η ομάδα που στηρίζει αυ­τήν την επιλογή έχει ήδη ξεκαθαρίσει ότι θα υπάρξει και εσωτερική ρήξη μέσα στο κόμμα. Τον Φλεβάρη του 2015 με την πρώτη συμφωνία με τους δανειστές το πράγμα είχε κριθεί ως προς την κατεύθυνση. Όσοι τον Ιούλιο αναγκάστηκαν να διαχωριστούν και τον Αύγουστο να καταψηφίσουν το 3ο μνημόνιο, πολιτικά χρεώνονται και το γιατί δεν αντέδρασαν τον Φλεβάρη, γιατί κινήθηκαν με την γραμμή «στηρίζουμε την κυβέρνηση – καταψηφίζουμε το μνημόνιο» μέχρι το τέλος, και φυσικά δεν είδαν τον σχεδιασμό του Τσίπρα να καταφύγει σε γρήγο­ρες εκλογές καλοκαιριάτικα.

Στο εσωτερικό του κόμματος (του όποιου κόμματος και της όποιας λει­τουργίας του) υπήρξαν κριτικές, φωνές, καταγγελίες, διαχωρισμοί σε πολλά ζητήματα και θέματα, πλην όμως οι χειρισμοί και τα πλασαρίσματα εμπόδισαν να διαφανούν διαφορετικές πλατφόρμες και απόψεις σε καίρια ζητήματα. Ο προσεκτικός παρατηρητής θα σημειώσει πως εκφράστηκε μια μαζική αμφισβή­τηση των συστημικών επιλογών – όχι ενιαία και σε βάθος – όπως εκφράστηκε και μια έστω στρεβλή πάλη γραμμών με τοποθετήσεις στα ανώτατα όργανα του κόμματος (γραμματεία και ΚΕ) όπως και μέσω δηλώσεων και αρθρογραφίας. Ζητήματα όπως το γεωπολιτικό, της εθνικής ανεξαρτησίας, του ιμπεριαλισμού, του Κυπριακού, των συμμαχιών και της ηγεμονίας, της σχέσης πολιτικής και ηθικής, του ιστορικού αναθεωρητισμού θίχτηκαν και επισημάνθηκαν, σε συν­θήκες που δεν ευνοούσαν μια ιδεολογική και πολιτική πάλη.

Εδώ ο Τσίπρας είχε περίπου μεθοδεύσει την συνθηκολόγηση και συγκαλούσε ΚΕ με μοναδικό ζήτημα αν θα πάμε σε διαρκές ή έκτακτο συνέδριο. (Στην συνεδρίαση αυτή παραιτήθηκαν 17 μέλη της ΚΕ καταγγέλλοντας την εφαρμογή του μνημονίου και της συνθηκολόγησης 30/7/15 – Σε λίγες μέρες 13/8 θα άνοιγε έκτακτα η Βουλή για να ψηφίσει το 3ο μνημόνιο…)

Υπήρξαν λοιπόν αντιδράσεις αλλά ήταν μικρές, χωρίς πολιτική εμβέλεια και με αδυναμία να αντιστρέψουν την πορεία ή να δημιουργήσουν ένα σοβαρό ρήγμα. Η δύναμη των αυταπατών ήταν μεγάλη και επιδρούσε σε όλους. Αυτό πολιτικά σημαίνει ότι κάποιοι άργησαν να αντιληφθούν το τι γινόταν, δεν πή­ραν όλα τα μέτρα τους, δεν είχαν προετοιμαστεί όπως έπρεπε. Με έναν τρόπο και αυτοί φέρουν μιαν ευθύνη γιατί ανεξάρτητα από προθέσεις άνοιξαν τον δρό­μο σε αυτό που ακολούθησε. Δηλαδή, δεν κατορθώσαμε να αναδείξουμε μιαν αξιόλογη δημοκρατική ριζοσπαστική πατριωτική αντιιμπεριαλιστική πρόταση και εναλλακτική, με ειδικό βάρος και αποτελεσματικότητα.

Το γενικό συμπέρασμα δεν οδηγεί στην απουσία από ενδιαφέροντα εγχει­ρήματα ή ιστορικά κινήματα. Οδηγεί στην ανάγκη να υπάρξουν περισσότερες απαιτήσεις στον υποκειμενοποιητικό παράγοντα, να βαθύνει η κριτική του κυ­βερνητισμού και της ανάθεσης και να αναζητηθούν φόρμουλες πιο κοντά σε μια συμμετοχική – κινηματική μορφή και όχι σε παγιωμένες δομές και ιδιαίτερα προσωποκεντρικού χαρακτήρα. Οι πολιτικοί στόχοι και η πολιτικοποίηση των διαδικασιών αφορούν μια διαδικασία που δεν μπορεί να αφεθεί στην ικανότητα ενός περφόρμερ (Τσίπρας), στον κύκλο «βασικών μετόχων» (π.χ. Δραγασάκης, Φλαμπουράρης, Βούτσης) τουριστών (π.χ. Βαρουφάκης, Τσακαλώτος), των σκληρών τάχα «πατριωτών αντιγερμανών» που όμως χορεύουν καμαρώνοντας στους ήχους του «we are the world» σε συνάξεις του ΝΑΤΟ (π.χ. Κοτζιάς), αδιάφορων μποέμ (π.χ. Σταθάκης) και πλήθος, μεγάλο πλήθος Πασόκων που έχουν υπηρετήσει πολλούς αφεντάδες και ψηφίσει τα μνημόνια 1 και 3…

Μεγάλες ευκαιρίες δεν παρουσιάζονται συχνά. Κι αν είναι να καταλήγουν σε φάρσα σαν αυτή των Σύριζανελ για 1,5 χρόνο, κάποιοι δεν κάναμε καλά αυτό που έπρεπε, κι όσο έπρεπε… Μια ήττα υπήρξε, δεν ήταν ιστορική ούτε οριστική.

Έτσι κι αλλιώς ο αγώνας για μια διαφορετική Ελλάδα, για να μην έχουμε λιγότερη Ελλάδα και κατεστραμμένο τον λαό της, συνεχίζεται!

*Ο Ρούντι Ρινάλντι είναι εκδότης της εφημ. «Δρόμος της Αριστεράς», πρώην μέλος της Π.Γρ. και της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ.

Άρθρο στα Τετράδια τ.65 (Άνοιξη – Καλοκαίρι 2016/ Εκδ. Στοχαστής)