Του Δημήτρη Κούλαλη
Μέρος Β’
Όπως αναδείξαμε και στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας στον Α’ΠΠ και τον ρόλο της Ελλάδας [https://www.imerodromos.gr/o-eleytherios-venizelos-kai-to-sklavaki-toy-daneismoy-meros-a/ ], τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των νικητών του Α’ΠΠ συναντιόνταν στον διαμελισμό της Οθ. Αυτοκρατορίας, όπου πέρα απ’ τα σημαντικά οικονομικά οφέλη που εξασφάλιζαν, οι πολεμοκάπηλοι σχεδιαστές μπορούσαν πλέον ανενόχλητοι να χρησιμοποιούν την Τουρκία ως ορμητήριο ενάντια στο νεαρό τότε σοβιετικό κράτος.
Η αποικιοποίηση των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό τη διοίκηση του Σουλτάνου προϋπέθετε τον διαμελισμό αυτών των εδαφών.
Όμως, τα σενάρια των αποικιοκρατών «σκόνταφταν» στο αστικοδημοκρατικό- εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ που μαχόταν για τη διατήρηση των εδαφών της Τουρκίας έναντι των ξένων στρατευμάτων που βρίσκονταν στη χώρα, μεταξύ των οποίων ήταν και τα ελληνικά. Έτσι, στις 23 Απριλίου 1920, οι άνδρες του Κεμάλ κατέλαβαν την Άγκυρα. Το παιχνίδι για τον Σουλτάνο φαίνεται να χάνεται, κάτι που αναγκάζει το διεθνές αποικιοκρατικό γκουβέρνο να βάλει μπρος το «σχέδιο Β’». Τη στρατιωτική παρέμβαση στη χώρα με στόχο, αφενός τη συνέχιση της κατασπάραξης των εδαφών της Οθ. Αυτοκρατορίας, αφετέρου το πνίξιμο της επαναστατικής δραστηριότητας του Κεμάλ. Ο χωροφύλακας βρέθηκε, η Ελλάδα! Προς αυτή την κατεύθυνση άλλωστε έδειχνε και η ντόπια πλουτοκρατία. Έτσι, με μπροστάρη τον Ελληνικό Στρατό και κάλυψη τα δικά τους στρατεύματα, οι πάλαι ποτέ Σύμμαχοι στην Αντάντ εφάρμοσαν τα σχέδιά τους. Ο Ε.Σ. αποβιβάστηκε στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919.
Για να δέσουν ακόμη περισσότερο τη χώρα στα ιμπεριαλιστικά τους δεσμά, τα τρωκτικά της εξουσιαστικής εκμετάλλευσης επιστράτευσαν (!) και τη διπλωματία. Με Δούρειο Ίππο τη Συνθήκη των Σεβρών, ως διεθνή Συνθήκη ειρήνης αποδεκτή από την ηττημένη Οθ. Αυτοκρατορία, με νόμιμο εκπρόσωπο τον ελεγχόμενο Σουλτάνο και όχι την κυβέρνηση της Άγκυρας, προχώρησαν στον διαμελισμό και την κατάλυση της κυριαρχίας του τουρκικού κράτους (μείωση της έκτασης της Τουρκίας κατά 1/5).
Συρία, Παλαιστίνη, Μεσοποταμία και Χατζάτζη ( Σ. Αραβία), κηρύσσονται (προσχηματικά) ανεξάρτητα κράτη, με την υποσημείωση (άρθρο 22 της Συνθήκης), ότι κρίνονται ανίκανα για την αυτοκυβέρνησή τους. Και φυσικά, ποιοι ήταν καταλληλότεροι από τους Γάλλους στη Συρία και τους Βρετανούς στις υπόλοιπες περιοχές για να διδάξουν τις βασικές αρχές πολιτικής διακυβέρνησης;…
Ακόμη, έχοντας αφοπλίσει την Τουρκία και ελέγχοντας το εμπόριο και την ασφάλεια των χωρών της Μαύρης Θάλασσας, ως νέοι κυρίαρχοι της «βασιλεύουσας», οι Σύμμαχοι ανακήρυξαν την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους, υπό την αίρεσή τους, εάν η Τουρκία δεν ευθυγραμμιζόταν πλήρως με τα συμφωνηθέντα [ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 3- 2000].
Ας μην προτρέχουμε όμως, κι ας πιάσουμε το νήμα απ’ την αρχή. Στις λεπτομέρειες άλλωστε, κρύβεται το σύμβλημα ενός γεωπολιτικού παζλ που κατέληξε σε ιστορική τραγωδία για τον ελληνικό λαό.
Λίγο πιο πάνω, αναφερθήκαμε στην απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη το 1919.
Ωστόσο, πώς φτάσαμε ως εκεί;
Πριν απαντήσουμε, επιτρέψτε μας, μέσω των γνωστών αναχρονιών μας, να συνθέσουμε την παρτιτούρα του θανάτου, βιολογικού και πνευματικού, του ελληνισμού της Ανατολής.
Η Ελλάδα το 1919, αποτελούσε προβεβλημένο μέλος των εξαρτημένων οικονομικά κρατών, θέση, η οποία, ιδωμένη μέσω του βαθμού εξάρτησής της από το ξένο κεφάλαιο και από το μέγεθος του αυτοκέφαλου του ελληνικού κεφαλαίου, διαμόρφωσε την πολιτική της κατεύθυνση στην Εγγύς Ανατολή έπειτα από τη λήξη του Α’ΠΠ.
Η εξάρτηση του ελληνικού κράτους, υπαρκτή ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης (βρετανικά τοκογλυφικά δάνεια, 1824-25) και του μετέπειτα Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, της επισημοποίησης δηλαδή, της λεηλασίας του παραγωγικού πλούτου του τόπου, εντείνεται στις αρχές του 20ου αιώνα με το ξένο κεφάλαιο να απλώνει τα δίχτυα του σε μια ευρεία γκάμα οικονομικών δραστηριοτήτων της χώρας. Ως απόδειξη του μεγέθους διείσδυσης του ξένου κεφαλαίου, αρκεί απλά να αναφέρουμε ότι το διάστημα 1901-1919 από τις 111 μετοχικές εταιρείες που ιδρύθηκαν, με ενεργητικό κοντά στα 520 εκατ. δραχμές, πάνω από τις μισές ανήκαν σε ξένους κεφαλαιούχους. Όπως εξηγούσε παλιότερα και ο ακαδημαϊκός Σ. Κορώνης, η επένδυση ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα εκείνη την εποχή γινόταν σε πλείστες περιπτώσεις με τρόπο που συναντούσε κανείς μόνο σε αποικιοκρατούμενες περιοχές [ Σ. Κορώνης, « Η εργατική πολιτική των ετών 1909-18», Αθήνα, 1944]. Γιγαντιαίοι εταιρικοί παράγοντες, όπως η Power, η Standard Oil, η British Pertidied, η Compagnie Francaise des Mines, η Μammar Oil κ.ά. συμπεριφέρονταν σαν να βρίσκονταν σε μπανανία (δεν είχαν βέβαια κι άδικο, η υποτέλεια του πολιτικού κόσμου, στο πλαίσιο υπηρέτησης των συμφερόντων γηγενών οικονομικών παραγόντων, τους το επέτρεπε).
Το ίδιο διάστημα ο έλεγχος της οικονομικής ζωής της Ελλάδας εντείνεται μέσα από την δυναμική είσοδο του αλλοδαπού χρηματιστικού κεφαλαίου (αρχικά του βρετανικού και του γαλλικού) στις ελληνικές τράπεζες. Από τους βασικούς μετόχους της Εθνικής Τράπεζας ήταν ο οίκος Ρότσιλντ, ενώ, λίγο αργότερα, το 1904 αναμειγνύεται στην Εθνική και η National Bank fur Deutschland, παράλληλα με την ίδρυση της Τράπεζας της Ανατολής με συμμετοχή των Εθνικών Τραπεζών Γερμανίας και Ελλάδας.
Προσέτι δε, η δεύτερη τη τάξει ελληνική τράπεζα, η Τράπεζα Αθηνών, ελέγχεται πλήρως από τη γαλλική L’ Union Parisienne, με τον πίνακα της εξάρτησης να συμπληρώνεται από την Commercial Bank of the Near East που είχε καταστήσει την Εμπορική Τράπεζα ρουλεμάν της μηχανής του δικού της κύκλου εργασιών (1907). Αλλά και ο σερ Τζων Σταυρίδης, ως κατεξοχήν εκπρόσωπος του αγγλικού κεφαλαίου, είχε αναλάβει την πλήρη εποπτεία της Ιωνικής Τράπεζας.
Η κατάσταση, όσον αφορά την κυριαρχία συγκεκριμένων μερίδων του ξένου κεφαλαίου, άρχιζε να διαφοροποιείται μετά τον Α’ ΠΠ, με την υποχώρηση των αγγλογαλλικών κεφαλαίων και τη δυναμική είσοδο στα πράγματα του αμερικανικού, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που δεσμευόμαστε να εξετάσουμε ενδελεχώς σε κάποιο μελλοντικό σημείωμά μας.
Το βέβαιο είναι πάντως ότι το ουρανόπεμπτο δώρο, από γεωοικονομικής άποψης, που άκουγε στο όνομα Ελλάδα αποτέλεσε το πεδίο ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών με θυσία στο βωμό της ξενοκρατίας τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και εν τέλει την ίδια την ύπαρξη του ελληνισμού.
Όσον αφορά το… ήθος των διπλωματικών προσεγγίσεων μεταξύ των άμεσα εμπλεκομένων μερών, πρέπει να πούμε ότι η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Ελ. Βενιζέλου έλαβε χώρα όταν Μ. Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία αποφάσισαν να πατήσουν τη σκανδάλη εναντίον του νέου πιστού στρατιώτη του Αμερικανού προέδρου Ουίλσων·με σκοπό τη συνέχιση της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής και της μικρασιατικής εκστρατείας από τους «αντι-Άγγλους» βασιλόφρονες, αλλά και την επιστροφή της βασιλείας στην Ελλάδα, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων, πλην ΚΚΕ, και την παράδοση της εξουσίας στον Μεταξά [ «Ο φασισμός και η 4η Αυγούστου», Ψυρούκης, εκδ. Αιγαίον, 1994].
Αλλά, όπως είπαμε, αυτή είναι μια κουβέντα που θα κάνουμε κάποια άλλη φορά…
Πιάνοντας το νήμα από εκεί που το αφήσαμε, μπορεί οι οικονομικά ενισχυμένες από τις φλόγες του Πολέμου ΗΠΑ να φλέρταραν σταδιακά με το γαλανό (μέχρι τότε βρετανικό) προτεκτοράτο της Μεσογείου, ωστόσο το σωσίβιο της ξενοδουλείας της εγχώριας αστικής τάξης και του πολιτικού (υπηρετικού) προσωπικού της ήταν βαμμένο στα χρώματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (1919).
Το βρετανικό κεφάλαιο εξακολουθούσε να ελέγχει την οικονομία της Ελλάδας και η Whitehall την εξωτερική πολιτική της. Οι στενότατοι δεσμοί με τον οικονομικό πνεύμονα του τόπου, την Εθνική Τράπεζα και την αφρόκρεμα της εν Ελλάδι κεφαλαιοκρατίας, το ελληνικό και παροικιακό κεφάλαιο, έδιναν τον απαραίτητο ζωτικό χώρο στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς της τότε υπερδύναμης. Είναι άλλωστε γνωστό, όπως παρατηρεί ο Α.Γ. Παπαμιχαλόπουλος, ότι στην άνθιση της ελληνικής ναυτιλίας «υπεβοήθησεν η στενότατη γνωριμία και η μεγίστη εκτίμησις τού αγγλικού κεφαλαίου προς την ελληνικήν εφοπλιστικήν επιχείρησιν» [ «Η Εμπορική ναυτιλία», Παπαμιχαλόπουλος, Αθήνα, 1946].
Παρόλα αυτά, εδώ γεννάται ένα ερώτημα: Είναι ικανοποιητική απάντηση στα λαίμαργα ιστορικά ερωτήματα, η παραπομπή για την επιλογή της Ελλάδας στο ρόλο του «χρήσιμου ηλίθιου» στη σχέση κηδεμονίας απ’ τον βρετανικό ιμπεριαλισμό;
Επιτρέψτε μας να έχουμε αμφιβολίες. Πρωτίστως, γιατί η Ελλάδα δεν ήταν η μόνη χώρα της περιοχής που ανέπνεε όταν της το επέτρεπε το Λονδίνο. Δευτερευόντως, γιατί η εκλογή της Ελλάδας δεν αποτέλεσε προϊόν προσωπικών προτιμήσεων των πολιτικών ιθυνόντων της Μ. Βρετανίας, πολλώ μάλλον επιδράσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής [Ν. Ψυρούκης, «Η μικρασιατική καταστροφή», Αιγαίον- Κουκίδα, 2000].
Αν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, ακολούθα το χρήμα
Θα λέγαμε ότι πρόκειται για την επιτομή της σύμπλευσης των αγγλικών επιδιώξεων με τις αντίστοιχες του ελληνικού κεφαλαίου. Τόσο η τάξη των εφοπλιστών , όσο και το παροικιακό και ελλαδικό διαμετακομιστικό κεφάλαιο είχαν τεράστιο όφελος από την στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας στην Εγγύς Ανατολή και τον Εύξεινο Πόντο, αφού εκεί απλωνόταν η κύρια οικονομική δραστηριότητά τους. Ακόμη, η ύπαρξη του «δηλητηρίου του μπολσεβικισμού», όπως χαρακτήρισε τους επαναστάτες του Οκτώβρη ο Ότοκαρ Τσέρνιν, ΥΠΕΞ των Αψβούργων του Καρόλου Α’, σε μια τόσο μεγάλη αγοραστική «πίτα» όπως η ρωσική και η παγίωση της επαναστατικής αλλαγής, μεγάλωνε την τάση αναπλήρωσης των χαμένων «φιλέτων» της αγοράς με νέες θέσεις στην Εγγύς Ανατολή. Βέβαια, η παγίωση της επαναστατικής αλλαγής δεν σήμανε αυτόματα και την οριστική κατάθεση των όπλων από τους εκτελεστικούς βραχίονες των καπιταλιστών. Η εκστρατεία των ΗΠΑ και της Αντάντ ενάντια στη Σοβιετική Ένωση επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό μας. Η Ελλάδα, όντας έγκλειστη στο κελί της ξενοκρατίας, δεν έμεινε αμέτοχη. «Από τη συμμετοχή μας στην εκστρατεία έχουμε να ωφεληθούμε πολύ –καθώς- ο δρόμος για τη Θράκη και τη Μικρά Ασία περνάει από την Ρωσία», διακήρυττε τότε ο Νικόλαος Πλαστήρας, από τους πρώτους που προθυμοποιήθηκε να πάρει μέρος στην αντισοβιετική εκστρατεία [ 1[ Η Καθημερινή, 18/11/2018, «’Επειτα από εκατό έτη», 2) Κ. Αυγητίδης, «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα, 1918 – 1920», 1999].
Έτσι, το πρώτο μισό του Νοεμβρίου του 1918, έπειτα και από το τηλεγράφημα του Ε. Βενιζέλου (από το Παρίσι όπου βρισκόταν για τις Συμμαχικές διαπραγματεύσεις) προς τον Γάλλο πρωθυπουργό και υπουργό Πολέμου, Ζ. Μπ. Κλεμανσώ στον οποίο ξεκαθάριζε την πρόθεση χρήσης των ελληνικών στρατευμάτων όπου ήταν αναγκαίο, ο ελληνικός πολεμικός στόλος εισέβαλε στη Μαύρη Θάλασσα- ακολούθησε στις 21 Ιανουαρίου 1919 η αποβίβαση στην Οδησσό του 34ουΣυντάγματος Πεζικού- και από κοινού με τον αγγλογαλλικό επιτέθηκαν στις παραθαλάσσιες σοβιετικές πόλεις. Είχε προηγηθεί βέβαια, λίγο πριν τη λήξη του πολέμου, η γερμανοαυστριακή εισβολή στην ΕΣΣΔ. με δυναμικό άνω των 300 χιλ. ανδρών και η κατάληψη του Πουκόφ, των Βαλτικών χωρών, της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας, της Κριμαίας και του Καυκάσου. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι σ’ αυτή την εκστρατεία της «ελευθερίας» έλαβαν μέρος όχι μόνο αξιωματικοί και στρατιώτες, αλλά και λαμπρές προσωπικότητες όπως ο «ελεύθερος» διανοούμενος και διορισμένος από τον παρασημοφορημένο από τον Μουσολίνι, Ελευθέριο Βενιζέλο, Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως, Νίκος Καζαντζάκης. Ο άνθρωπος που μαζί με τον συνταγματάρχη Ηρακλή Πολεμαρχάκη, υπό τις εντολές του Βενιζέλου και του αρχηγού των Αρμενίων εθνικιστών Νουμπάρ Πασά, προσπάθησε να τραβήξει τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό μακριά από την καρκινική επιρροή του μπολσεβικισμού και να ιδρύσει ένα ελληνοαρμενικό κράτος· ικανοποιώντας έτσι τις βλέψεις του Κλεμανσώ και του βρετανού ομολόγου του Λόυδ Τζώρτζ, εκείνου του φιλέλληνα, ο οποίος στο Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο (Μάιος 1919) για την τύχη της Οθ. Αυτοκρατορίας, από τη μία εγκωμίαζε τις ιταλικές «αστυνομικές» ικανότητες στην Εγγύς Ανατολή, κατηγορώντας τους Έλληνες για θεωρητικολογία και από την άλλη εξυμνούσε την ελληνική αποτελεσματικότητα (!).
Για την Ιστορία, να θυμίσουμε ότι την Άνοιξη του 1921, έχοντας αρχίσει να διαφαίνεται το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας και ο επικείμενος όλεθρος, ειδικός απεσταλμένος της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του σοβιετικού υπουργείου Εξωτερικών, ανακοίνωσε στον νεαρό τότε Γραμματέα του ΣΕΚΕ Γιάννη Κορδάτο την πρόθεση της Σοβιετικής Ένωσης να ασκήσει την επιρροή της προς βοήθεια της Ελλάδας, ζητώντας ως αντάλλαγμα την έστω και ντε φάκτο αναγνώριση της ΕΣΣΔ, υπό το πρίσμα ότι μπορεί το «κίνημα του Κεμάλ να είναι απελευθερωτικό και σαν τέτοιο να το υποστηρίξαμε (…)αλλά οι στρατηγοί και πολιτικοί που τον υποστηρίζουν –έξω από λίγες εξαιρέσεις- είναι αντιδραστικοί. (…)Γι’ αυτό θέλουμε να μείνουνε οι Έλληνες στη Μικρασία, όχι από κούφιο αισθηματισμό, αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο» [ 1) Ημεροδρόμος, 18/7/2017, «Περί Φασισμού και Δυσάρεστων Υπενθυμίσεων», 2) Ημεροδρόμος, «Η επαίσχυντη εκστρατεία στην Ουκρανία»].
Επανερχόμενοι στην κύρια συλλογιστική μας, η επιλογή της χώρας μας σε ρόλο γεωπολιτικού χωροφύλακα (στις μέρες μας σε ρόλο «γεωπολιτικού μεντεσέ» κατά τον Αμερικανό Πρέσβη) ήταν στο πλαίσιο των συμφερόντων του διεθνούς μονοπωλιακού χρηματιστικού κεφαλαίου διαμέσου του οποίου ικανοποιούνταν ο επεκτατισμός ενός μικρού αστικού κράτους, όπως το ελληνικό, κάτω από τη σιδερένια φτέρνα του δικαίου του ισχυρότερου και του ιμπεριαλισμού. Εν ολίγοις, χωρίς την βρετανική «ομπρέλα» η «Μεγάλη Ελλάς» της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας θα κατέρρεε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Ένας επιπλέον λόγος για το διάλεγμα της Ελλάδας από τη Μ. Βρετανία και τις λοιπές αρπακτικές δυνάμεις στη θέση του υποτελούς και υπάκουου συνεργάτη ήταν το αξιόμαχο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Η βρετανική εξωτερική πολιτική διείδε από την πρώτη στιγμή στον μεγάλο αριθμητικά και εμπειροπόλεμο ελληνικό στρατό τη μόνη δύναμη που μπορούσε να αναμετρηθεί ανοικτά με την ανεξέλεγκτη οργάνωση «Ένωση και Πρόοδος» (Νεότουρκοι), ώστε η εμπλοκή του βρετανικού στρατού να μείνει αυστηρά στις περιοχές του πετρελαίου (Μοσούλη- Μεσοποταμία). Στην καρδιά δηλαδή, του κέρδους.
Το ρεπορτάζ έχει ο Γάλλος ανταποκριτής στη Σμύρνη René Puaux για τους Τemps του Παρισιού: «Η οργάνωση «Ένωση και Πρόοδος» συνεχίζει τη δράση της στη Μ. Ασία, όπου οι Νεότουρκοι άφησαν όπλα στους απόστρατους και όπου ένα πλατύ δίχτυ ενόπλων ομάδων συγκροτείται με απόλυτη μυστικότητα – υποκινώντας τις μάζες- με μπολσεβίκικο τρόπο για να πάρουν τη γη. (…) Είναι ανάγκη να δράσουμε αμέσως» (Φεβρουάριος 1919).
Κι αν κάποιος συνεχίζει να πιστεύει ότι ο πόλεμος δια αντιπροσώπου έγινε για την προάσπιση και κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων των 2.522.151 Ελλήνων της Μ. Ασίας (απογραφή 1912) και όχι για το αιματοβαμμένο χαλί πάνω στο οποίο θέλησε να βαδίσει η ελληνική αστική τάξη στον δρόμο προς τα ιμπεριαλιστικά της ανάκτορα, τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Όπως καταγράφει ο βιομήχανος, τραπεζίτης και πολιτικό στέλεχος Γ. Στρίγκος σε ειδική έκθεσή του προς το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας το 1919, ο Α’ΠΠ αποτέλεσε «ευλογία» για το ελληνικό κεφάλαιο, καθώς προσέφερε τα μέσα για το άνοιγμα της αγοράς. Από το 1901-1919 ιδρύθηκαν στην Ελλάδα 46 βιομηχανικές και 18 μεταλλευτικές εταιρείες (συνολικό κεφάλαιο 163 εκατ. δρχ.), ενώ την ίδια περίοδο έκαναν έναρξη οικονομικού κύκλου 15 τραπεζικές και 17 ναυτιλιακές επιχειρήσεις (συνολική κεφαλαιακή επάρκεια 243 εκατ. δρχ). Ενδεχομένως, πάνω σ’ αυτή τη λογική, του… ανοίγματος, δηλαδή, νέων δουλειών, ο «πατριώτης» μεγαλοεπιχειρηματίας της πολεμικής βιομηχανίας Μποδοσάκης προμήθευσε τον στρατό του Κεμάλ με τις σφαίρες που θέρισαν τα κορμιά των Ελλήνων στρατιωτών. Τόσο πατριώτες!
Αλλά, ας μην παρασυρθούμε σε ηθικοπλαστικού τύπου προσεγγίσεις. Τα γεγονότα άλλωστε μίλησαν και θα μιλήσουν από μόνα τους. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η επίτευξη της Μεγάλης Ιδέας προϋπόθετε το πέρασμα της Ελλάδας από τις φλόγες του Μεγάλου Πολέμου και το ψάρεμα, στη συνέχεια, στα βρώμικα νερά του εθνικισμού. Ενέργειες που απαιτούσαν κολοσσιαίες στρατιωτικές δαπάνες τις οποίες η χώρα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνη της «χωρίς να κάμψη την αντοχήν της, χωρίς να φορτώση εις τους ώμους του λαού επί γενεάς ολόκληρους επαχθές δημόσιον χρέος [ Α. Διομήδης, «Τα οικονομικά της Ελλάδας πρό και μετά την 1η Νοεμβρίου 1920», Αθήνα 1922].
Για τον λόγο αυτό, ο Βενιζέλος θα ζητήσει από τους συμμάχους τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας, απειλώντας μάλιστα, τον Αύγουστο του 1917, να παραιτηθεί και να αποσυρθεί από την εξουσία αν το αίτημά του δεν γινόταν δεκτό. Η ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης, φυσικά, αύξανε και τον βαθμό εξάρτησης της χώρας [«Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988].
Όπως εξάλλου, τονίζουν οι Bouvier, Girault και Thobie στο βιβλίο τους για τον γαλλικό ιμπεριαλισμό, από το 1914 έως το 1960 εκείνο που οδηγεί σταθερά τα κράτη υποανάπτυκτων περιοχών στην εξάρτηση είναι το οικονομικό χρέος (οποιαδήποτε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα είναι, μάλλον, συμπτωματική…).
Διαχειριζόμενοι τις οικονομικές βάσεις του εξαρτώμενου κράτους, συνέχιζαν στην έρευνά τους, τα ξένα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη στραγγάλιζαν όποτε ήθελαν τις υποανάπτυκτες οικονομίες, αφού οι υλικές εγγυήσεις που προσέφεραν οι τελευταίες, είτε φορολογικές, είτε στο επίπεδο του προϋπολογισμού, έδιναν τη δυνατότητα ελέγχου των τακτικών εσόδων από τους οικονομικούς «δεσμοφύλακες» του εξωτερικού [ Jean Bouvier, René Girault, Jacques Thobie, «L’ Imperialisme à la francaise», Παρίσι, 1986].
Επί τη βάσει αυτής της παραδοχής, Μ. Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ συμφώνησαν τον Φεβρουάριου του 1918 στη χορήγηση δανείου στην Ελλάδα. Η συμφωνία χωρίζονταν σε τρία μέρη: Το πρώτο, αφορούσε τη χορήγηση εκ μέρους των τριών συμμαχικών δυνάμεων πιστώσεων ύψους 750 εκατ. δρχ., με την υποσημείωση ότι η Ελλάδα δεν δικαιούνταν να λάβει αυτά τα χρήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου για λόγους συναλλαγματικούς, εκτός εάν τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα έπεφταν κάτω από τα 100 εκατομμύρια δρχ. Τότε, μόνο, μπορούσε να ζητήσει την καταβολή των χρημάτων υπό τον όρο ότι θα χρησιμοποιούνταν αυτά για αγορές από τη χώρα που θα κατέβαλλε την πίστωση, έτσι ώστε να μην δημιουργούνται συναλλαγματικά προβλήματα ανάμεσα στην «τοκογλυφική» τριανδρία.
Το δεύτερο μέρος, αφορούσε την αγορά πολεμικού υλικού και ειδών επισιτισμού για τις ανάγκες του ελληνικού στρατού και στόλου από τη Βρετανία και τη Γαλλία. Ενώ, το τρίτο μέρος είχε να κάνει με τη χορήγηση εκ μέρους της Ελλάδας προς τις κυβερνήσεις των Βρετανών και των Γάλλων του απαιτούμενου ποσού για την κάλυψη των δαπανών των συμμαχικών στρατευμάτων στο ανατολικό μέτωπο, ύψους 250 εκατ. δρχ.
Πριν προχωρήσουμε, καλό είναι να θυμίσουμε ότι πέραν των επαχθών όρων που περιελάμβαναν τα πολεμικά δάνεια των συμμάχων μας, η ίδια η ανάγκη της οικονομικής ενίσχυσης δημιουργεί επακόλουθα σχέσεις εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, σχέσεις εξάρτησης, αφού οποιαδήποτε διακοπή της χορήγησής τους μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της οικονομίας. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως προείπαμε, πέρα από αυτή τη γενική αρχή, οι όροι του δανεισμού επιβεβαιώνουν την προαναφερθείσα σχέση.
Οι δανειακές χορηγήσεις, λόγου χάριν, δίνονταν στην ελληνική κυβέρνηση, μόνο υπό την προϋπόθεση η δαπάνη, για την κάλυψη της οποίας προορίζονταν, να έχει πρότερα εγκριθεί από τη Διασυμμαχική Οικονομική Επιτροπή (ΔΟΕ). Ή, άλλο ένα παράδειγμα, μέχρι την εξόφληση της πίστωσης, καμία νέα εγγύηση δεν μπορούσε να δοθεί από την ελληνική Πολιτεία, αν προηγουμένως δεν είχαν δώσει τη συγκατάθεσή τους οι προαναφερόμενες ξένες κυβερνήσεις. Τέλος, το όργιο ξεζουμίσματος ενός ολόκληρου λαού συμπληρωνόταν με το ιδιαίτερα ασαφές σκέλος που αφορούσε τη χορήγηση στρατιωτικών προμηθειών, αφού στο τέλος των εχθροπραξιών η Γαλλία και η Μ. Βρετανία ήταν εκείνες που θα καθόριζαν το ύψος των εξόδων που θα επιβάρυναν τη χώρα μας, με μοναδικό κριτήριο την ευχή που διατυπώνεται στο συμφωνητικό να ληφθεί υπόψη η γενικότερη μεταπολεμική οικονομική κατάσταση της Ελλάδας!!!
Νέα προβλήματα προέκυψαν όταν η Ελλάδα αιτήθηκε την καταβολή των πιστώσεων, κάτι που είχε δικαίωμα να κάνει πριν τη λήξη των εχθροπραξιών, εφ’ όσον τα διαθέσιμα της χώρας έπεφταν κάτω από τα 100 εκατ. Η ευκαιρία του άμεσου πολιτικού και οικονομικού οφέλους χτύπαγε εκ νέου τη συμμαχική πόρτα των συμφερόντων. Έτσι, οι Βρετανοί αρχικά διαμηνύουν στην Αθήνα ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο ελληνικό αίτημα για 400 χιλ. λίρες, αλλά ότι το θησαυροφυλάκιο αποφάσισε να καταβάλει στην ΕΤΕ 2 εκατ. λίρες και εξετάζει το ενδεχόμενο καταβολής και του υπόλοιπου μέρους του δανείου, αν, πρότερα, λάβει την εγγύηση ότι με τα χρήματα αυτά η Ελλάδα θα αγοράσει πολεμικά πλοία και το ξεχασμένο στις αποθήκες των βρετανικών βάσεων στη Θεσσαλονίκη τροχαίο, σιδηροδρομικό και τηλεγραφικό υλικό. Συνεπώς, μιας και το κόστος επαναφοράς του υλικού αυτού στη Μ. Βρετανία ήταν σημαντικό, το Λονδίνο είχε κάθε συμφέρον να το ξεφορτωθεί, φυσικά με το αζημίωτο, την ίδια ώρα που η Ελλάδα με τα χρήματα του δανείου έπρεπε να ξεπληρώσει άλλα δάνεια. Σύγκρουση συμφερόντων… Μαντέψτε ποιος επικράτησε…
Λίγο καιρό μετά, μην έχοντας λάβει ακόμη απάντηση, η βρετανική κυβέρνηση μέσω του Blakket, θα εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για την καθυστέρηση, με τον ίδιο να δηλώνει πως ελπίζει « ότι οριστικόν τι θέλει αποφασισθή εντός ολίγου καθ’ ΄όσον μέχρις ότου διακανονισθούν τα σημεία ταύτα είναι αδύνατον να καθορισθή το ακριβές ποσόν το οποίον η Βρετανική Κυβέρνησις δύναται να προκταβάλη προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν»[ Δ. Κακλαμάνος προς ΥΠΕΞ, Λονδίνο, 8/4/1920, ΑΥΕ, φάκελος 1920, Α/7, «Ελληνικά δάνεια και γενικά οικ. ζητήματα].
Δίχως άλλες κωλυσιεργίες, ο Εθνάρχης των ξένων, ο Ελ. Βενιζέλος, θα συστήσει στους υπουργούς Οικονομικών και Συγκοινωνιών να αναλάβουν πρωτοβουλία «αμέσου αποστολής εις Θεσσαλονίκην ενός αντιπροσώπου Υπουργείου Οικονομικών και καταλλήλων αντιπροσώπων Υπουργείου Συγκοινωνίας προς άμεσον αγοράν διαθέσιμου Αγγλικού υλικού σιδηροδρόμων, τηλεγράφων και τηλεφώνων, λαμβανομένων υπ’ όψιν δε μεγάλων ελλείψεων ας έχωμεν εις πάντα ταύτα τα είδη, συνιστώ επιμόνως να αγορασθή όσον το δυνατόν μεγαλυτέρα ποσότης αυτών, αν μη ολόκληρος υπάρχουσα ποσότης. Δοθείσα ευμενώς απάντησις εις αίτησιν μου υπό του Αγγλικού Υπ. Οικονομικών».
Οι διαπραγματεύσεις θα διακοπούν ξαφνικά, όταν θα αλλάξει χέρια η εξουσία στην Ελλάδα. Δύο μέρες πριν το δημοψήφισμα για την επάνοδο του Κωνσταντίνου στη χώρα, οι Μεγάλες Δυνάμεις, εν πλήρη ομονοία, προειδοποιούν την κυβέρνηση ότι στην περίπτωση που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος επανέφερε τον Κωνσταντίνο στον θώκο του, θα διακοπτόταν η οικονομική βοήθεια. Όπως κι έκαναν.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, οι επίσης ξενόδουλες μετανοεμβριανές κυβερνήσεις, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να εξασφαλίσουν νέα δάνεια, προχωρούν στις 22 Δεκεμβρίου 1921 στην υπογραφή συμφωνίας (γνωστή σαν συμφωνία Χόρν-Γούναρη) με την οποία η Ελλάδα παραιτείται από την απαίτηση καταβολής του δανειακού πιστωτικού υπόλοιπου, στοχεύοντας ή ελπίζοντας στην εξασφάλιση της έκδοσης στη βρετανική αγορά νέου δανείου της τάξης των 1,5 εκατ. λιρών, δάνειο που δεν υπεγράφη ποτέ.
Τα επεκτατικά σχέδια της οικονομικής και πολιτικής ελίτ περνούν μέσα τον Προκρούστη των δανειακών συμβάσεων. Μέσα στo πλαίσιo της προσπάθειας εξεύρεσης πόρων για τη χρηματοδότηση των πολεμικών αναγκών εντάσσονται και οι ενέργειες για την αποκατάσταση των συμμαχικών πιστώσεων, πιστώσεις που η Ελλάδα δικαιούται να λάβει βάσει των όρων της ευνοϊκής για την ελληνική πλευρά συμφωνίας του 1918 ( τόκος 5%, χωρίς προμήθεια, με ισοτιμία μεταξύ ονομαστικού και πραγματικού κεφαλαίου κ. ά).
Οι διαπραγματεύσεις θα διαρκέσουν μέχρι το 1928 και την οριστική διευθέτηση του ζητήματος με τον διακανονισμό του ελληνικού πολεμικού χρέους προς τις τρεις φίλες δυνάμεις.
Ταυτόχρονα, οι ελληνικές κυβερνήσεις θα βάλουν μπρος τη διεκδίκηση από Μ. Βρετανία και Γαλλία της παραχώρησης της αξίας του πολεμικού υλικού που είχε χορηγηθεί το 1918, αξίωση απόλυτα εναρμονισμένη με το πνεύμα των συμφωνιών. Όπως είπαμε όμως, ο δανεισμός σημαίνει εξάρτηση. Και εξάρτηση σημαίνει να υπακούς, ως πολιτική τάξη, στα κελεύσματα των διακορευτών σου, βυθίζοντας στον ωκεανό της αισχροκέρδειας ολόκληρο τον λαό σου.
Η Γαλλία απάντησε αρνητικά, μεταθέτοντας την καταβολή στο μέλλον. Και μάλιστα, δήλωσε εμφατικά ότι είχε προειδοποιήσει και συμβουλεύσει την ελληνική κυβέρνηση ότι έπρεπε να δοθεί τέρμα σε έναν πόλεμο, ο οποίος μπορούσε να εξαντλήσει τον ελληνικό λαό(!) [Legation de La Republique Francaise en Grèce, Αθήνα 15/8/ 1925].
Τα δυσθεώρητα πολεμικά χρέη, έγραφε παλιότερα ο συγγραφέας Νίκος Παντελάκης, «σε συνδυασμό με τις αυξημένες ανάγκες των προσφύγων- χρυσωρυχείο οι τελευταίοι, προσθέτουμε εμείς, για το ελληνικό κεφάλαιο- επιδρούν αρνητικά στις σχέσεις της χώρας με τις Μ. Δυνάμεις εντείνοντας την εξάρτησή της». Από τις τρεις αυτές χώρες (Μ. Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ) η πρώτη είναι εκείνη που θα καταφέρει να ενισχύσει πολιτικά και οικονομικά την παρουσία της στη χώρα. Και το ‘κανε, πάλι, με τον γνωστό απροκάλυπτο τρόπο των ιμπεριαλιστών κάθε εποχής.
Αντιγράφουμε από το τηλεγράφημα του πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο, Κακλαμάνου: « Εδώ συνδέουν στενά το ζήτημα χρηματικής βοήθειας με μορφή προσωρινή προκαταβολής ή σύναψης οριστικού δανείου, με πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα (…) και υποτάσσουν σταθερότητα αυτή σε παραδοσιακές τους αντιλήψεις για υπέρτατη λαϊκή θέληση πολιτικές εξουσίες». Για να συνεχίσει παρακάτω: «(…) Μόλις ρυθμιστεί η κατάσταση είμαι σίγουρος ότι θα πετύχουμε προκαταβολή ή και οριστικό δάνειο».
Την ίδια θέση εκφράζει και ο Έλληνας απεσταλμένος στην Ουάσινγκτον, Τσαμαδός. Κατά τον Τσαμαδό η χορήγηση οποιουδήποτε δανείου από την αμερικανική αγορά εξαρτάται πρώτιστα από την κατάσταση ομαλού πολιτειακού καθεστώτος στην Ελλάδα και ειδικότερα τη διενέργεια εκλογών. Όχι, δεν διαπνέονταν ξαφνικά από φιλολαϊκά αισθήματα, ούτε αυτοαναγορεύτηκαν σε αμύντορες των λαϊκών ελευθεριών. Η στάση αυτή των ΗΠΑ, να ακολουθούν δηλαδή, πιστά την πολιτική της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, υπαγορευόταν από τη μεταξύ τους συμφωνία οι χώρες αυτές να απέχουν από κάθε ανάμιξη στα ζητήματα του Μεξικού [«Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988].
Το δίκαιο του ισχυρού υπερισχύει. Στην ενδοπαραταξιακή διελκυστίνδα στην Ελλάδα, νικήτριες, προσωρινά, βγαίνουν οι δυνάμεις που στηρίζονται απ’ τους Βρετανούς. Έτσι, μετά την παραίτηση του Πλαστήρα και της κυβέρνησης Γονατά, η βρετανική Αυτοκρατορία θα υπογράψει στις 4 Δεκεμβρίου 1924 στο Λονδίνο σύμβαση για την έκδοση του υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, προσφυγικού δανείου ύψους 12,3 εκατ. λιρών.
Η εξέλιξη αυτή θορυβεί τους Γάλλους. Οικονομικοί κύκλοι του Παρισιού τονίζουν την ανάγκη χορήγησης δανείου προς την Ελλάδα, αν θέλουν η χώρα τους να διαδραματίσει στην περιοχή οποιαδήποτε πολιτικό ρόλο. «Κάθε μεγάλη δύναμη», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Maurice Devies της Banque Nationale de Credit προς το Γαλλικό ΥΠΕΞ, «προσπαθεί να καταλάβει οικ. θέσεις και να εκμεταλλευθεί τις πολιτικές επιρροές που διαθέτει. (…) Μόνο η Γαλλία μέχρι σήμερα δεν το κάνει, όχι γιατί δεν έχει τις ειδικευμένες εμπορικές και οικονομικές αντιπροσωπείες, (…) αλλά γιατί η οικονομική κατάσταση των γαλλικών επιχειρήσεων τις περιόριζε σε μια υπερβολική προσοχή (…) και στάση αναμονής» [Παρίσι, 17/6/1925, ΙΑ/ΕΤΕ, φακελος 67].
Σ’ αυτό το προσκλητήριο γεύματος για κοράκια ο αμερικανικός γύπας δεν μπορούσε να απουσιάζει. Έτσι, στις 14 Αυγούστου 1925, σύμφωνα με την αμερικανική πρεσβεία, οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένες να προβούν σε ικανοποιητικό διακανονισμό του χρέους με την Ελλάδα και να συζητήσουν με τις άλλες δύο χώρες το ενδεχόμενο απαλλαγής της χώρας από τις δεσμεύσεις του άρθρου 4 (χορήγηση άδειας προς την Ελλάδα για τη διάθεση νέων πόρων ως εγγύηση νέου εξωτερικού δανείου).
Οι ελληνικές κυβερνήσεις αμφιταλαντεύονται μέχρι την οριστική συμφωνία. Υπογραφή συμφωνίας ακόμη και με παραίτηση από τη διεκδίκηση του υπολοίπου των πιστώσεων ή συνέχιση του οικονομικού αδιεξόδου; Και το πολιτικό κόστος;
«Ο Καφαντάρης φοβείται την κοινήν γνώμην», αναφέρει ο Ε. Τσουδερός σε επιστολή του προς τον Α. Διομήδη, σχετικά με το αν ο πρώτος «δεχθή να πληρώσει κάτι. (…)Θα ήξιζε- όμως- να πληρώσωμεν κάτι εις την Γαλλία, έστω κι αδίκως» ,συνέχιζε, «δια να εξασφαλισθώμεν από τους κινδύνους αυτούς. Εγώ απέφυγα να εκθέσω λεπτομερώς τας γνώμας μου(…) εφρόντισα όμως(…) να του μιλήσουν(…) οι Ζαΐμης και Μεταξάς- για να- τον ενθαρρύνουν εις την πολιτικήν του συμβιβαμού».
Ο Βενιζέλος τέλος που εξίσου συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις, παρότι διαφωνεί με την αρχική πορεία αυτών, θα επιμείνει μέχρι τέλους στις αρχικές του θέσεις σχετικά με την αναγκαιότητα αποκατάστασης των πιστώσεων. Μην ξεχνάμε άλλωστε, όπως προείπαμε, ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη κάνει γνωστή την πρόθεση παραίτησης της από την αξίωση για την καταβολή του υπολοίπου των οφειλομένων πιστώσεων. Γεγονός που ενέτεινε ακόμη περισσότερο τον πολιτικό εκβιασμό από την πλευρά των πιστωτών…
Κλείνοντας, τα παραπάνω παραδείγματα νομίζουμε ότι πιστοποιούν ανάγλυφα ότι ο μεγαλοϊδεατισμός και ο εθνικισμός, θανατηφόρα ιδεολογικά ναρκωτικά μιας κοινωνίας, διατιθέμενα δίχως περιορισμούς από την οικονομική και πολιτική ελίτ της εκάστοτε χώρας, αποτέλεσαν και αποτελούν πολύτιμα εργαλεία διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, ως μοχλοί άμβλυνσης των ταξικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Αλλά και καθρέφτη του ξενόδουλου χαρακτήρα μιας ολόκληρης Πολιτείας, η οποία, μέσα από τις άναρθρες φιλοπόλεμες κραυγές, ασφαλτοστρώνει τον δρόμο του ύστατου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας: του ιμπεριαλισμού. Με μόνο ένα, βέβαιο αποτέλεσμα: Αίμα, πόνο, καταστροφή και ξεριζωμό για τους πολλούς, μυθώδη κέρδη για τους λίγους.