Του Γιάννη Δημογιάννη
«Το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος… και χρωστάμε στη διάρκεια μίας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας»
Ανήμερα Χριστουγέννων 2016, αναζητώντας ξανά το νόημα του δικού σου ουράνιου σώματος. Αυτού που τόσα χρόνια φωτίζεται από την αέναη ανταλλαγή, «ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε, για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό». Ο ίδιος, σκληρός και δίκαιος συνάμα, αδυσώπητος κύκλος της ζωής: Ό, τι δίνεις στο δέντρο, θα στο γυρίσει σε καρπούς… Του δίνεις πίκρα, θα δρέψεις μαράζι. Του δίνεις αγάπη, θα δώσει ελπίδες. Και εσύ, ένας περιπλανώμενος Οδυσσέας, να βολοδέρνεις στην αστρική σκόνη του χρόνου, γυρεύοντας ποιο είναι το αείζωο, και ποιο το θνησιμαίο.
Από τις πρώτες κιόλας στιγμές, το υποψιάστηκες πως το ταξίδι θα χωρέσει μέσα στις λέξεις. Κάπως έτσι αποδέχτηκες το αναπότρεπτο παιχνίδι τους. Στο σώμα τους, πάντα επέστρεφες, κάθε που έψαχνες ποιος είσαι, τι θέλεις και πού πας. Αυτές σε λύτρωναν, οι ίδιες ήταν, που σε πλήγωναν. Αυτές σε ανάπαυαν, οι ίδιες πάλι σε βασάνιζαν. Έκτοτε, οι λέξεις άκουαν τους καημούς της ισόβιας περιπλάνησής σου, κι εσύ αφουγκραζόσουν τις δυσνόητες απαντήσεις, τους διφορούμενους χρησμούς τους. Απ’ όλες, όμως, μία μονάχα παρέμεινε ξεχωριστή και αλησμόνητη, από την πρώτη μόλις μέρα, όταν ανέβηκες πάνω στη σχεδία της. Τότε, που κάνατε Ομήρου Οδύσσεια – τον πρόλογο από την Α’ ραψωδία – και ο δάσκαλος συλλάβισε με νόημα, τις δύο συλλαβές της: Νόστος. Κι ύστερα, σάς είπε να γράψετε το σημαδιακό της νόημα: η επιστροφή του ξενιτεμένου. Ο γυρισμός στην πατρίδα, στη γη όπου γεννήθηκες, και ταυτόχρονα, το ταξίδι της επιστροφής. Από εκείνη τη μέρα, ξεκομμένος πια απ’ το λώρο σου, απέμεινες ν’ ανιχνεύεις το νόημα του βίου σου, σ’ έναν αιώνιο νόστο, ψάχνοντας από ένστικτο – καθώς μαρτυρούν τα λεξικά – τη ρίζα του Νέομαι, που σημαίνει: πλησιάζω, ενώνομαι, και πιο βαθιά, ακόμη, σώζομαι, τρέφομαι. Γι’ αυτό, κι ετούτος ο διαρκής γυρισμός, ο πλους του λυτρωμού, βαφτίστηκε από τους γεννήτορές των λέξεων και των ανθρώπων νόστιμος, εύγεστος, χυμώδης, σπανιότερα, έως και γλυκός. Για να ξορκίζεται, λέει, η Νοσταλγία – ο πόνος του αποχωρισμού από το λίκνο σου – και να μπορεί αυτή η γλυκιά προσμονή, η λαχτάρα της επανασύνδεσης με την πηγή, να θρέφει και να παρηγορεί την ψυχή, ώστε ν’ αντέξει τις αναποδιές και τις φουρτούνες.
Η μέρα της επιστροφής, λοιπόν, «Το Νόστιμον Ήμαρ». Απ’ ό, τι φαίνεται, ο τυφλός ποιητής ήξερε τι μολογούσε. Γεννιέσαι, και πριν καν ζεσταθείς από τη θαλπωρή της μήτρας, ξενιτεύεσαι. Η αναπόφευκτη μοίρα και μαζί, μία καταδίκη που σε μαραζώνει, όποτε θυμάσαι τον Παράδεισο, που έχασες. Διότι ο νόστος δεν είναι κάτι αλλόκοτο, υπερφυσικό, παρά μία φυσική φωνή, που στα δύσκολα, σε προτρέπει να γυρίσεις στο γνώριμο σου καταφύγιο, στον κήπο που αγάπησες μικρός. Καθείς, βέβαια, ανάλογα με τι ποθεί, και τι αναζητά… Σαν τον πατέρα σου, τον Οδυσσέα, που κρατήθηκε για δέκα χρόνια στη ζωή, νοσταλγώντας μία γυναίκα, και μαζί της, την άνυδρη γη της Ιθάκης. Η ίδια γη που στοίχειωσε τις ψυχές και των υπολοίπων συντρόφων του. Το θέμα, όμως, είναι πως, από ένα ολάκερο πλήρωμα, μονάχα ένας κατάφερε να πατήσει τελικά στη γενέθλια γη. Και αυτός, αγνώριστος: γερασμένος, με πρόσωπο σκαμμένο από την αλμύρα, με μάτια κόκκινα από τα τόσα ξωτικά που συνάντησε, και με καρδιά ματωμένη, απ’ τον θάνατο και την απώλεια τόσων συντρόφων. Γιατί μπορεί οι ναύτες του βασιλιά, να κουβαλούσαν τον ίδιο Νόστο, βαθιά στα φυλλοκάρδια, αλλά, εντούτοις, δεν αξιώθηκαν την επιστροφή, γιατί πλήρωσαν οι ανέμυαλοι τις ανομίες τους, και χάθηκαν – ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο, νήπιοι!
Επιλογή άλλη δεν περισσεύει, σε μία πυξίδα που γύρισε οριστικά. Μοναδική ελπίδα και απαντοχή, ο αφομοιωμένος μόχθος της καρδιάς σου. Η λάμψη του ουράνιου σώματος της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, την Παρασκευή 30.12.2016
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.