Μέσα στο καλοκαίρι, στα απαξιωμένα “θερινά τμήματα” της Βουλής, η Κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση νομοσχέδιο για την δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας. Σ’αυτό προβλέπεται μεταξύ άλλων η κατάργηση του θεσμού των αδειών και της ημί-ελεύθερης διαβίωσης, η υπό προϋποθέσεις κατάργηση των επισκέψεων θεσμικών παραγόντων, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, και η εξοντωτικά μεγάλη διάρκεια συνεχούς κράτησης που μπορεί να φτάσει και τα 10 χρόνια (χωρίς άδεια). Η κατεύθυνση είναι σαφής: κατεδάφιση δικαιωμάτων και αδρανοποίηση αντιδράσεων για τους “μέσα”, δημιουργία κλίματος φόβου και τρομοκράτηση των “έξω”.
Η απάντηση ήρθε πρώτα από τους ίδιους τους κρατούμενους. 4.500 άνθρωποι ξεκίνησαν απεργία πείνας στις φυλακές όλης της χώρας, κάνοντας λόγο για “ελληνικό Γκουαντάναμο”. Η αντίδραση της κοινωνίας; Αδιαφορία, περιφρόνηση, αδιατάρακτη σιωπή. Κάποιοι μάλιστα φάνηκαν να επιχαίρουν για την αυστηροποίηση του πλαισίου. Λες και οι “μέσα” δεν είναι άνθρωποι· λες και δεν ισχύουν γι’ αυτούς τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Πως εξηγείται, όμως αυτή η στάση;
Η αλήθεια είναι, ότι, διαπιστώνεται ένα βαθύ χάσμα μεταξύ των πολιτών και των καταδικασμένων του ποινικού δικαίου στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες. Η ρήξη αυτή είναι ταυτισμένη ιστορικά με την επιβολή του συστήματος της φυλακής. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα δεν υπήρχε αυτή η σχέση εχθρότητας, καθώς ήταν τέτοιες οι ταξικές ανισότητες στις κοινωνίες που ο κλέφτης λογιζόταν ως “σφετεριστής του πλούτου” και άρα σύμμαχος των φτωχών. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η συμπάθεια αυτή άρχισε να γίνεται ενοχλητική για την αστική τάξη της εποχής, η οποία ένιωσε την ανάγκη να πάρει μέτρα προς δύο κατευθύνσεις: πρώτον, έκρινε ότι έπρεπε να προστατεύσει τον πλούτο της και δεύτερον ότι έπρεπε να ανατρέψει την θετική εντύπωση που είχε ο απλός κόσμος για τους εγκληματίες.
Η φυλακή, όπως την ξέρουμε σήμερα, δημιουργήθηκε για να εκπληρώσει ακριβώς αυτούς τους δύο σκοπούς. Οι εξουσίες πέτυχαν να δημιουργήσουν απομονωμένες “κοινότητες” ανθρώπων, που δεν επικοινωνούσαν με την κοινωνία. Το “ειδικό περιβάλλον” που δημιουργεί η φυλακή ευνοεί την περαιτέρω ιδεολογική διείσδυση του κράτους και των μηχανισμών του (αστυνομία), με αποτέλεσμα οι ποινικοί εγκληματίες, μην έχοντας επικοινωνία με τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού, να υφίστανται σε φοβερό βαθμό την χειραγώγηση της εξουσίας και να χάνουν και την σχέση ανεκτικότητας που είχαν αναπτύξει με την κοινωνία.
Δεν πρέπει, λοιπόν να παραξενευόμαστε , που ο κόσμος σήμερα διατηρεί αυτή τη στάση απέναντι στους φυλακισμένους. O Μισέλ Φουκώ στο έργο του “Εξουσία, γνώση και ηθική”, αναλύοντας την αέναη διαμάχη μεταξύ πολιτικών και ποινικών κρατουμένων τοποθετεί τα πράγματα στην σωστή τους βάση : Η περιφρόνηση και η έχθρα για τον παράνομο “είναι το αποτέλεσμα πολιτικής, αστυνομικής και ιδεολογικής δουλειάς πολλών δεκαετιών”. Όσο οι εξουσίες συνεχίζουν να χτίζουν φυλακές, όσο το κράτος συνεχίζει να χειραγωγεί τους κρατούμενους, τόσο θα μεγαλώνει το μίσος των “έξω” για τους “μέσα”.