Σινεμά

Η Μεταμόρφωση: το «Μεγαλώνοντας» (Boyhood) του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ

By N.

December 12, 2014

Με αφορμή το «Μεγαλώνοντας» (Boyhood) του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ -από τον Old Boy…

Aπό το 2002 και για δώδεκα συναπτά έτη ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ κινηματογραφούσε τον αρχικά εξάχρονο Έλαρ Κολτρέιν και την αρχικά οκτάχρονη κόρη του Λορελέι Λινκλέιτερ, ως τα παιδιά μιας χωρισμένης οικογένειας. Η Πατρίσια Αρκέτ υποδύεται την μητέρα που τα μεγαλώνει κι ο Ίθαν Χοκ τον διαζευγμένο πατέρα. Λίγες μέρες γυρισμάτων κάθε καλοκαίρι, τα δυο παιδιά γίνονται από παιδιά έφηβοι και μετά νέοι, η Αρκέτ και ο Χοκ μεγαλώνουν κι αυτοί μπροστά στο φακό του, η ιστορία μιας οικογένειας με την κύρια έμφαση στο αγόρι, είναι το κόνσεπτ του “Βoyhood“, που στα ελληνικά αποδόθηκε «Mεγαλώνοντας». Το γεγονός ότι στην τριλογία του “Βefore” ο Λινκλέιτερ σκηνοθετεί κάθε εννιά χρόνια ένα ζευγάρι κι επανεξετάζει τη σχέση του, αποτελεί πειστικό τεκμήριο ότι το πέρασμα του χρόνου και η μεταβολή μας στο πέρασμά του, αποτελεί βασικό άξονα της προβληματικής του και της κινηματογραφικής του πρότασης.

Ας ξεμπερδέψω γρήγορα με τις ενστάσεις μου. Θεωρώ ότι ο Λινκλέιτερ είχε πολλά περιθώρια και πιο πλούσια ιστορία να στήσει και πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες να χτίσει. Δεν με κάλυψε ιδίως ως προς τα δύο παιδιά, αφού η διαμόρφωση του χαρακτήρα τους και η εσωτερική τους μεταμόρφωση δεν είναι τα δυνατά χαρτιά της ταινίας. Ίσως η αλλαγή του πατέρα που συντηρητικοποιείται και καλουπώνεται να είναι πιο πετυχημένη, επειδή δεν αιτιολογείται με κάποια επιχειρήματα, αλλά προκύπτει με τρόπο αμήχανο μεν για τον ίδιο, ταυτόχρονα όμως και φυσικό. Ακόμη στην τελική του ευθεία το “Βοyhood” κουράζει με σκηνές διαδοχικών αποχαιρετισμών που θα μπορούσαν να είναι τα τέλη του, αλλά δεν είναι (και τελικά σωστά δεν είναι, αφού βρήκα την τελευταία του σκηνή εξαιρετικά εύστοχη). Παρόλα του αυτά τα ελαττώματα το “Βοyhood” καταφέρνει να παραμείνει μια σχετικά συνεκτική ιστορία και όχι ένα χαμένο στον αυτοσχεδιασμό πείραμα. Σχετικά συνεκτική, αλλά από μόνη της τελικά όχι και τόσο ενδιαφέρουσα. Όλα όμως αυτά που κανονικά θα αποτελούσαν μεγάλο πρόβλημα, στην πραγματικότητα δεν αποτελούν. Γιατί εκείνο που κυρίως θεωρώ είναι ότι το κακό είναι μικρό, έως και τελικά ασήμαντο. Η σύλληψη και το όραμα του “Βοyhood” είναι τόσο δυνατά που όλα τα υπόλοιπα είναι δευτερεύουσας σημασίας.

Κι ίσως τελικά να ήταν εξ ορισμού λιγότερο ενδιαφέρουσα η ιστορία η εσωτερική, η ιστορία του Μέισον, του χαρακτήρα που υποδύεται το αγόρι. Το αληθινό θέμα της ταινίας παραμένει το θαύμα της μεταμόρφωσης. Περίλαμπρο θαύμα όταν από παιδί γίνεσαι νέος άντρας, αντίθαυμα ή θλιβερό θαύμα όταν από μεγάλος αρχίζεις να παίρνεις την κατιούσα. Η μια εκδοχή είναι πώς πρόκειται για κλισέ να μένουμε εκστατικοί μπροστά στις βασικές παραμέτρους της ύπαρξής μας. Η άλλη εκδοχή είναι πως, αντίθετα, αναλώνουμε τη σκέψη μας και τα συναισθήματα πάντοτε σε άλλα, πιο επείγοντα, πως τα παίρνουμε όλα ως δεδομένα, πως δεν μαγευόμαστε αρκετά. Το “Βοyhood” είτε το ξέρει είτε όχι, είτε το θέλει είτε όχι (αλλά και το ξέρει και το θέλει) μας υποβάλλει μια πρόταση επαναμάγευσης, καθώς μας παρουσιάζει εν τοις πράγμασι την ιστορία όλων μας όπως τη δημιουργεί ο χρόνος. Το καταλυτικότερο ειδικό εφέ: η μεταμόρφωσή μας.

Εδώ το εύλογο ερώτημα μπορεί να είναι το εξής: αν μας ενδιαφέρει η καταγραφή του πώς μεγαλώνει και αν ταυτόχρονα η μυθοπλασία δεν είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική, τότε μήπως τα προτερήματά του “Boyhood” θα απογειώνονταν και τα ελαττώματά του θα εκμηδενίζονταν, αν ο Λινκλέιτερ γυρνούσε ένα ντοκιμαντέρ; (Σε ντοκιμαντέρ έχουν γίνει άλλωστε παραπλήσια πειράματα όπως αυτό κι αυτό) Μήπως ως ντοκιμαντέρ θα ήταν ακόμη καλύτερο; Νομίζω πως όχι. Νομίζω πως, αντίθετα, είναι το μπόλιασμα που καθιστά το “Βοyhood” συναρπαστική πρόταση.. Ίσως επειδή το ντοκιμαντέρ θα το περιόριζε η «αλήθεια». Ίσως τότε, ναι, θα ήταν αισθητικά αμφισβητήσιμη η πρότασή του κι ίσως τότε δεν θα υπήρχε κάτι πέραν από το προφανές και το κλισέ (αυτό καθόλου δεν αναιρεί ότι το έξτρα υλικό με συνεντεύξεις που ο σκηνοθέτης έπαιρνε κάθε χρόνο από τους ηθοποιούς του και το οποίο σκοπεύει να συμπεριλάβει στο DVD/Blu ray, θα είναι πράγματι, όπως ο ίδιος λέει, ένας μικρός θησαυρός για τους θεατές που αγάπησαν την ταινία του). Τώρα είναι σαν να σου λέει πως θα σου πω σε πρώτο επίπεδο μια ιστορία όπως όλες οι κινηματογραφικές ιστορίες, αλλά από πίσω εσύ θα βλέπεις το αληθινό διακύβευμα, το θαύμα της μεταμόρφωσης. Στο κρύβω για να το δεις μόνος σου πιο καθαρά. Δεν στο πετάω στα μούτρα. Και ας μην ξεχνάμε κάτι εντελώς βασικό: ότι εμείς το βλέπουμε όπως βλέπουμε όλες τις ταινίες. Δεν έχει σημασία ότι πιθανότατα ξέρουμε πριν δούμε την ταινία το βασικό της κόνσεπτ. Έχει μάθει να λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο ο εγκέφαλός μας παρακολουθώντας ταινίες, με αποτέλεσμα την ίδια ώρα που παρακολουθούμε μια «κανονική» ταινία, να πρέπει να επαναφέρουμε στο μυαλό μας ότι πολλές από τις συμβάσεις της δεν λειτουργούν εδώ, πως είναι μια ταινία που γυριζόταν κάθε χρόνο επί δώδεκα χρόνια, πως εκ των πραγμάτων αυτό είναι μια ολοκαίνουρια συνθήκη για όλους τους συντελεστές της, πως η αναστολή της δυσπιστίας μας πρέπει να επανατοποθετηθεί σε μια νέα θέση του τι πιστεύουμε ως αληθινό και τι ως όχι.

Ο Λινκλέιτερ προσπαθεί να μιλήσει παράλληλα -αν και ως επί το πλείστον ξώφαλτσα- και για θέματα που ταλανίζουν την αμερικάνικη κουλτούρα, όπως η οπλοκατοχή, η θρησκεία, η αντισύλληψη, ο αλκοολισμός, οι πόλεμοι και ο πατριωτισμός, το χάσμα Δημοκρατών – Ρεμπουμπλικάνων, τη διάκριση επιτυχημένων – αποτυχημένων, την  αίσθηση ιδιοκτησίας κι ατομικότητας, (όχι όμως και για τον ρατσισμό, όπως του τη λένε εδώ).  Aλλά αν υπάρχει κάτι για το οποίο επίσης μιλάει η ταινία είναι αυτή η κινητικότητα η οικογενειακή. Οικογένειες εναλλάσσονται στην ταινία. Πολύ λιγότερο ασφυκτική, πολύ λιγότερο αλληλοεξαρτώμενη, πολύ περισσότερο ο καθένας μόνος του, πολύ λιγότερο ενοχική, πολύ λιγότερο υποστηρικτική η αμερικάνικη οικογένεια από την ελληνική.

Το «Μεγαλώνοντας» είναι μια αριστουργηματική σύλληψη που δεν έφτασε εκεί που ιδεατά θα μπορούσε. Αλλά ταυτόχρονα πιστεύω ότι είναι άστοχο έως και τυφλό να δώσει κανείς την έμφασή του στα όσα δεν πέτυχε ο Λινκλέιτερ και να μη δει τα όσα πέτυχε. Είναι ένα σπουδαίο έργο τέχνης επειδή ο σκηνοθέτης σκέφτεται διαφορετικά πάνω στο μέσο, επειδή το χρησιμοποιεί πρωτότυπα και συναρπαστικά, επειδή μας προτείνει κάτι ριζοσπαστικό. Και την ίδια ώρα που είναι μια ταινία για το χρόνο, κλείνει και με μια ελεγεία για το τώρα, για το αυτή τη στιγμή. Μπορεί ο χρόνος να μας ορίζει, αλλά ο χρόνος είναι κι ένα διαρκές τώρα. Μπορεί να είναι τα πάντα, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι και τίποτα περισσότερο από αυτό.

Πηγή