Από το Γιάννη Δημογιάννη
“Η καρδιά του μετανάστη”
Μία φίλη με καλά γραδαρισμένο μυαλό συνηθίζει να σαρκάζει τους βραχύβιους Ελληνικούς προβληματισμούς: «Τρεις μέρες κρατά το θαύμα, άντε πέντε, αν είναι το μεγάλο!». Οι αντιδράσεις μας, δυστυχώς, το επιβεβαιώνουν, σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια.
Η ιεροτελεστία έχει περίπου ως εξής. Συνήθως σκάει το συμβάν (στάνταρ διεγερτικό, ενίοτε συγκλονιστικό, έως τραγικά αφοπλιστικό). Τότε, εμείς – σαν Πανεπιστήμονες σοφοί και στοχαστές εκπληκτικού βεληνεκούς – πέφτουμε με τα μούτρα πάνω στην είδηση (οι άλλοι είναι πιο μάγκες δηλαδή; Εμείς στο πηγάδι;) Εν συνεχεία, ξεδιπλώνουμε με αριστοτεχνική μαεστρία όλη τη γκάμα του Μεσογειακού μας ταπεραμέντου (καταιγιστικά αποφθέγματα, βαρύγδουπες δηλώσεις, αλησμόνητες ρητορείες και ανώδυνες διαπιστώσεις). Στο καπάκι, νιώθουμε ρίγη συγκίνησης και ευαισθητοποίησης (κάθε δράμα θέλει το δάκρυ του). Πλην όμως, μετά από τέτοια κορύφωση, επέρχεται σταδιακά η κόπωση, ο κορεσμός και η ανία, οπότε κάπου εδώ ταιριάζει γάντι η σκέψη του ποιητή:
«Ἰδιαιτέρως σᾶς τιμᾷ τούτη ἡ συμμετοχὴ
Στὴν προβληματικὴ καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ καιροῦ μας
Δίνετε ἕνα ἄμεσο παρὼν καὶ δραστικό…»
Όπως καταλαβαίνουμε, το θαύμα έχει κάνει, ήδη, τον κύκλο του. Και αφού στο φινάλε, το ενδιαφέρον μαζί με τον υπαρξιακό μας στοχασμό έχουν ξεφουσκώσει σαν «τσιχλόφουσκες», είναι καιρός πια σαν veritable λαθρόβιοι να παλινδρομήσουμε στο γραφικό μας μικρόκοσμο… Ακόμη και αν η ζωή μάς προτρέπει με τις τραγικές της ανατροπές να αναμετρηθούμε σταθερά και όχι ευκαιριακά με μεγέθη συγκλονιστικά, όπως οι μεταμοσχεύσεις ζωτικών οργάνων. Όπως, δηλαδή, συνέβη πριν κάποια χρόνια, Σεπτέμβρη μήνα, μ’ έναν Αυστραλό έφηβο, τον οποίο, για άλλη μία φορά, λησμονήσαμε γρήγορα, όπως είθισται στην κοντόφθαλμη Ελληνική ενδοχώρα.
Ο χαμογελαστός Ντουζόν Ζαμίτ ήταν γιος ενός Μαλτέζου μετανάστη που ρίζωσε στη μακρινή Αυστραλία, αναζητώντας και αυτός σαν πατέρας, ένα καλύτερο μέλλον για την οικογένειά του. Οι ανθρώπινες ζωές, καθώς φαίνεται, δε διαφέρουν, έτσι όπως φθείρονται στις μυλόπετρες του χρόνου. Η ανθρώπινη προσδοκία παραμένει ανέκαθεν κοινή: η ίδια Ελπίδα που «έθρεψε» τόσους μετανάστες, προφανώς και τους δικούς μας, στο υπερπόντιο ταξίδι προς το όνειρο. Όλοι τους, πρόσωπα αγαπημένα, σαν τους αναρίθμητους ρακένδυτους επιβάτες που στοιβάζονταν στις κουπαστές των υπερωκεανίων. Χιλιάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, στριμωγμένες σε άλμπουμ πολυκαιρισμένα, να μάς θυμίζουν τα πέτρινα χρόνια και τα γλυκόπικρα τραγούδια της ξενιτιάς.
Κάπως έτσι, υποθέτω, ο χαμογελαστός έφηβος Ντουζόν Ζάμιτ επέλεξε μία μέρα του Ιουλίου να κάνει το δικό του μακρινό ταξίδι – διαφορετικό αναμφίβολα από τις περιπλανήσεις των προγόνων του! Ονειρεύτηκε να πετάξει πάνω από τη μισή υφήλιο, μέχρις ότου καταλήξει «σ’ ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο», επιλέγοντας τελικά ν’ αγκυροβολήσει σ’ ένα σύμπλεγμα νησιών, τις Κυκλάδες, παρόμοιο ίσως με τη μακρινή του πατρίδα, τη Μάλτα. Γιατί και η Μάλτα, η γενέθλια γη των προγόνων του, σαν νησί μοιάζει, αν την δεις από ψηλά. Το ίδιο και η μακρινή Αυστραλία, «η γη της Επαγγελίας», σαν το μεγαλύτερο νησί του κόσμου ίσως να φάνταζε στα παιδικά παραμύθια αυτής της Μαλτέζικης φαμίλιας.
Γοητευμένος, μάλλον, από αυτούς τους εξαίσιους μύθους, ο ιπτάμενος ταξιδιώτης ίσως να είχε μαγνητιστεί με την ιδέα πως θα είχε τη μοναδική ευκαιρία να περιπλανηθεί στις χρυσαφένιες αμμουδιές μιας χώρας που θεωρήθηκε από πολλούς ως λίκνο του Δυτικού πολιτισμού… «Ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα», όπως διατυμπανίζουν πομπωδώς οι μπροσούρες του Ελληνικού Υπουργείου Τουρισμού. Ο φιλόξενος αυτός τόπος, ο επίγειος Παράδεισος, με τους καλόκαρδους και καταδεχτικούς νησιώτες, μία χώρα φτωχή μεν, αλλά – όπως μαρτυρούσε και ο Νομπελίστας ποιητής – «με μία παράδοση που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.»
Μία ψευδαίσθηση που, δυστυχώς, αποδείχθηκε μακάβριο σάβανο για τη ζωή και τα όνειρά του Ντουζόν, όταν εκείνο το μοιραίο Σεπτέμβρη, ο Ελληνικός μύθος έγινε η δικιά του τραγωδία.
Γυρνώντας το χρόνο ανάστροφα, δε γνωρίζω ποιές προσδοκίες πρόλαβε να εκπληρώσει ο μοιραίος αυτός Άγγελος, προτού πέσει η αυλαία στη σύντομη και σπαρακτική «παράσταση» της ζωής του. Ούτε ξέρω αν και κατά πόσο πρόλαβε να συναισθανθεί «την ανθρωπιά και τη δικαιοσύνη της ελληνικής παράδοσης», αφού το νήμα της νιότης του κόπηκε με αποτροπιαστική βιαιότητα από ένα «φουσκωτό» τέρας. Από ένα ανθρωποειδές σαν τα κλωνοποιημένα όντα που εκκολάπτονται στους τηλεοπτικούς δέκτες, για να περιφρουρήσουν με τη μυϊκή τους μάζα, τις κοινωνίες της αβάσταχτης ελαφρότητας. ΥΓ: Οι εφημερίδες έγραψαν, τότε, στα πρωτοσέλιδά πως ο «φιλόξενος» μπράβος της Μυκόνου άφησε τον Αυστραλό, κλινικά νεκρό, από το ξύλο…
Μετά τη φρικτή δολοφονία του Ντουζόν, στην κοσμική Μύκονο, πολλοί έμειναν άναυδοι, καθένας για ξεχωριστούς λόγους. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι ιδίως με τον αιφνίδιο θάνατο, το Σύμπαν αυτήν την Αλήθεια αποκαλύπτει για τα προβλέψιμα ανθρώπινα όρια: Μπροστά στο μεταίχμιο του ανθρώπινου βίου, οι λέξεις λυγίζουν, οι έννοιες χάνουν το σημασιολογικό τους φορτίο, οι άνθρωποι παραμένουν μετέωροι και διχασμένοι. Μπροστά στον ανείπωτο πόνο, τα πρόσωπα βυθίζονται στη σιωπή, ο χρόνος κυλά αργά και βασανιστικά.
Παρόλ’ αυτά, στον επίλογο ετούτης της ανάμνησης, ανακαλώ τα λόγια του Ολιβέρ. Ζαμίτ, του πατέρα του Ντουζόν, σαν ελάχιστο φόρο τιμής στην οικογένεια που μάς δίδαξε τι σημαίνει ανθρωπιά, αλτρουισμός και θυσία. Κατά πρώτο λόγο – αν και νιώθω ντροπή σαν Έλληνας για τούτη τη διαπίστωση – εντούτοις, ο άνθρωπος που ξεχώρισε στο επίμαχο θέμα των μεταμοσχεύσεων δεν ήταν κάποιος ιθαγενής, αλλά ο πατέρας του, κ. Ολιβερ Ζαμίτ. Ένας Μαλτέζος μετανάστης που ταξίδεψε από την Αυστραλία, για να αγκαλιάσει τον εγκεφαλικά νεκρό γιο του! Ένας ξένος ξανά. Ένας άνθρωπος που, αν και συντετριμμένος από την οδύνη και τα αναπάντητα ερωτηματικά της ψυχής του, είχε την αξιοπρέπεια και το ψυχικό σθένος να πει ενώπιον του φιλό-ξενου εγχώριου ακροατηρίου:
«Ήρθα στην Ελλάδα, για να προλάβω ζωντανό τον γιο μου, αλλά οι γιατροί μού είπαν πως ο Ντουζόν είναι πλέον εγκεφαλικά νεκρός. Σέβομαι τη χώρα, το λαό και τον πολιτισμό σας(!) Αυτό που συνέβη στο παιδί μου ήταν ένα μοιραίο ατύχημα, ένα τραγικό γεγονός που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα και οπουδήποτε… Με συγκίνησε η ειλικρινής συμπάθεια του κόσμου. Σας ευχαριστώ όλους για το ενδιαφέρον και τη συμπαράστασή που δείξατε στην οικογένειά μου. Θα ήθελα και ’σεις να σεβαστείτε τη δοκιμασία που περνάμε».
Πέραν, όμως, από τούτες τις σπάνιες σκέψεις, το γεγονός που συγκλόνισε τότε το Πανελλήνιο ήταν η υπεράνθρωπη απόφαση των Μαλτέζων γονιών. Γιατί ο πατέρας Ολ. Ζαμίτ και η λατρευτή του γυναίκα ονειρεύτηκαν διαφορετικά τον επίλογο στο θάνατο του παιδιού τους. Μολονότι, δηλαδή, η αρχική τους πρόθεση ήταν ν’ αποσωληνωθεί ο μονάκριβος γιος τους από τα μηχανήματα τεχνητής υποστήριξης, ώστε η σωρός να μεταφερθεί και να ταφεί στην Αυστραλία – εντούτοις, στην κρίσιμη στιγμή της οδύνης – οι γονείς αποφάσισαν να υπερβούν τον αβάσταχτο πόνο τους, και ν’ αγγίξουν τα ύψιστα όρια του ανθρωπισμού και της αυταπάρνησης.
Αποφάσισαν μέσα από το θάνατο του αγαπημένου τους γιου να προσφέρουν ζωή σε τέσσερις άγνωστους Έλληνες ασθενείς, αποδεικνύοντας το μεγαλείο της ψυχής τους. Άρα, στο δικό τους επίλογο, οι γονείς επέλεξαν η καρδιά του παιδιού τους να μείνει για πάντα στις καρδιές μας σαν «ο αληθινός γιος της λαχτάρας της ζωής για την ζωή».
Στην οικογένεια, σε αυτό το αρχέγονο κύτταρο της ζωής, δεν είναι λίγες οι φορές που θα θέλαμε να είχαμε τη δύναμη να φανερώσουμε στους ανθρώπους που αγαπάμε, όλα όσα νιώθουμε γι’ αυτούς. Να τούς εξομολογηθούμε τα πιο μύχια μυστικά μας, χωρίς να αγωνιούμε μήπως φανούμε ευάλωτοι ή μήπως κατακριθούμε για τις επιλογές και τα λάθη μας. Να τούς εκμυστηρευτούμε τα παράπονα που μάς βασανίζουν, χωρίς να φοβόμαστε μήπως τούς πληγώσουμε ή μήπως παρεξηγηθούμε για τις προθέσεις μας. Να τολμήσουμε, υπερβαίνοντας τις μικρότητες που μάς εγκλωβίζουν, να τούς αγκαλιάσουμε τρυφερά, χωρίς να θεωρούμε πως η αγάπη μας είναι αυτονόητη και δεδομένη.
Εμείς όμως, απορροφημένοι από τις εξοντωτικές μας υποχρεώσεις, εφησυχάζουμε με την ψευδαίσθηση ότι κάποτε στο μέλλον θα δοθούν ευκαιρίες, για να έρθουμε επί τέλους πιο κοντά στα αγαπημένα μας πρόσωπα. Με μία μόνο διαφορά. Αυτή η πολυπόθητη στιγμή αργεί ή ματαιώνεται εξαιτίας της δικιάς μας αδράνειας. Γι’ αυτό το λόγο και η ψυχή μας περιπλανιέται στο επίγειο ταξίδι μας, καταδικασμένη να κουβαλά τα ίδια βασανιστικά ερωτηματικά, μέχρις ότου ο θάνατος, αυτός ο υπέρτατος άρχοντας, μάς χτυπήσει αναπάντεχα στην πλάτη, παγώνοντας την ανάσα μας για πάντα.
Κανείς δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ποιά ήταν τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν σε αυτή την οικογένεια, λίγο προτού ο χαμογελαστός Ντουζόν αποχαιρετήσει τους γονείς του, για να πετάξει προς την Ελλάδα και το εφηβικό του όνειρο. Το μόνο σίγουρο είναι πως όσοι δεν ξέχασαν εκείνη τη θυσία, θα ανακαλούν για καιρό τα συγκλονιστικά λόγια του πατέρα Ολ. Ζαμίτ:
«Το παιδί μας θα ζει για πάντα στην Ελλάδα, γιατί τα όργανά του θα παραμένουν ζωντανά μέσα σε κάποιους άλλους ανθρώπους. Η καρδιά του, ήδη, χτυπά σ’ ένα νέο και οι γιατροί με διαβεβαίωσαν ότι θα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε και τα υπόλοιπα ζωτικά όργανα να μεταμοσχευθούν επιτυχώς. Τώρα οι δεσμοί με τη χώρα σας θα μάς κρατούν πιο κοντά στην Ελλάδα… Αυτό που ελπίζει η μητέρα του είναι να γνωρίσουμε κάποια στιγμή τους λήπτες των οργάνων ∙ θα είναι για μας μια παρηγοριά…»
Δεν έχουμε άλλο χρέος σαν πολίτες και ως κοινωνία, παρά ν’ αναστοχαστούμε εκείνο το θάνατο που χάρισε το λυτρωμό σε ανθρώπους καταδικασμένους. «Θανάτω θάνατον πατήσας», όπως καταγράφουν οι γραφές. Ένας θάνατος που έγινε η Ζωή, χάρη στη γενναιότητα και τη θυσία μίας οικογένειας ξένων. Σίγουρα το δικό τους θαύμα κράτησε παραπάνω από τρεις μέρες