Επιμέλεια: Γιάννης Μπάκος
Ο Χρήστος Καργόπουλος γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1912 στην πόλη Γάνος της Ανατολικής Θράκης (τουρκ. Gaziköy). Έζησε την προσφυγιά από πρώτο χέρι, όταν σε ηλικία μόλις 10 ετών, η οικογένεια του αναγκάστηκε να αφήσει την γενέτειρα του, ψάχνοντας την τύχη της στην βόρεια Ελλάδα, καταλήγοντας στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Θεσσαλονίκης με μια ενδιάμεση στάση στην Καβάλα.
Εργάστηκε ως πλανόδιος πωλητής τσιγάρων από 12 χρονών και προτού καταφέρει να φτιάξει την ζωή του εξορίστηκε από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του 1936, καταλήγοντας στον Αη Στράτη. Ακολούθησε η κατοχή, η συμμετοχή στο ΕΑΜ, ο εμφύλιος και το δεύτερο κύμα εξορίας που τον ανάγκασε σε μετοίκηση στην Κινσάσα του Ζαΐρ, όπου μπόρεσε να εργαστεί και να φτιάξει την όποια περιουσία του επέτρεψε να ζήσει στην Ελλάδα μια αξιοπρεπή ζωή, από τα χρόνια της μεταπολίτευσης μέχρι και τον θάνατο του τον Ιανουάριο του 2004.
Με αφορμή την επέτειο (11 Οκτωβρίου 1922) από την υπογραφή στα Μουδανιά της συνθήκης για την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Ανατολική Θράκη, που οδήγησε στην ανταλλαγή των πληθυσμών (1922-24), παραθέτουμε ένα γνήσιο χειρόγραφο ενός ανθρώπου που βίωσε σε μικρή ηλικία τις πιο μαύρες, ίσως, σελίδες της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας, παρατηρώντας την οπτική του όπως αυτή ζυμώθηκε μέσα στον χρόνο.
Η Μικρασιατική καταστροφή – 1922
του Χρήστου Καργόπουλου
Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (1914-18) πήρε μέρος και η Ελλάδα το πλευρό των συμμάχων (οι Τούρκοι ήταν στο αντίπαλο μπλοκ) με τη σκέψη ότι, μετά τη νικηφόρο έκβαση του πολέμου θα αποκτούσε εδαφικά και οικονομικά οφέλη.
Και πραγματικά μετά τη νίκη των συμμάχων η Ελλάδα απέκτησε, εκτός των άλλων και κύρος σε υψηλό βαθμό πράγμα που ανησύχησε ακόμα και τους συμμάχους της, οι οποίοι μάλλον ενίσχυσαν την Τουρκία και σε μια μεγάλη πολεμική επιχείρηση συνέτριψαν τον Ελληνικό στρατό που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία κι έτσι επήλθε η λεγόμενη Μικρασιατική καταστροφή με τα μεγάλα της προβλήματα.
Σε όλα τα παράλια της Μικράς Ασίας ήταν από πολλά χρόνια εγκατεστημένοι Έλληνες που κυριαρχούσαν σε όλους τους τομείς της ζωής (εμπόριο, βιοτεχνία, ναυσιπλοΐα και στις γεωργικές ακόμα εργασίες). Ακόμα, ασκούσαν τη θρησκευτική τους πίστη με αξιόλογους ιεράχρες και με τους θαυμαστούς ναούς.
Θα ήταν όμως παράλειψη να μην αναφερθούμε ότι στην Μικρά Ασία υπήρξαν και πνευματικές προσωπικότητες που διέπρεψαν και τίμησαν τον Ελληνισμό στον χώρο αυτό και έγραψαν μια χρυσή σελίδα της νεότερής ιστορίας μας.
Την πρόοδο αυτή των Ελλήνων της Μ.Α. και τον πλούτο που δημιούργησαν επιβουλεύονταν οι Τούρκοι που με την πρώτη τους ευκαιρία – όταν η Ελλάδα ήταν εξασθενημένη από τον πόλεμο – της επιτέθηκαν, κατανίκησαν τον στρατό της, επιτέθηκαν κατά του πληθυσμού των παραλίων της Μ.Α. σκότωσαν 100αδες χιλιάδες αμάχους, πυρπολώντας ακόμα και τα ιερά και ιστορικά μνημεία και ανάγκασαν, όσους διασώθηκαν, να φύγουν μόνο με την ψυχή στο στόμα και να προσφύγουν στην μητέρα Ελλάδα δυστυχείς και ταλαίπωροι.
Από τους 2.200.000 Έλληνες που ζούσαν στην Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη διασώθηκαν μόλις 1.500.000 που έφτασαν στην Ελλάδα, πράγμα που δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στέγασης και συντήρησης αυτού του πληθυσμού.
Κι εδώ στην Ελλάδα πολλοί – πάρα πολλοί – χάθηκαν από επιδημίες και στερήσεις, όμως σιγά σιγά η ζωή οργανωνόταν και με τον καιρό η ζωή των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων βρήκε τη φυσική της ροή, ασχολούμενοι στην ύπαιθρο με την γεωργία και στις πόλεις όσοι ήταν τεχνίτες ή γραμματισμένοι.
Η άφιξη του τεράστιου πληθυσμού των προσφύγων της Μ.Α. και της Ανατ. Θράκης με τα τόσο σημαντικά προβλήματα του, είχε και τη θετική του πλευρά, γιατί όλοι αυτοί οι πρόσφυγες ήταν ανεπτυγμένοι σε όλους τους τομείς της ζωής τους και την πείρα τους και τις γνώσεις τους τις μεταλαμπάδεψαν στον τόπο της νέας διαμονής τους και αναπτύξανε την γεωργία κυρίως, τα δε προϊόντα τους ήταν προτιμητέα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Η Μικρασιατική καταστροφή ήταν η μελανότερη σελίδα της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας, όπου καταγράφηκαν οι θλιβερές μνήμες κατά τα ων ανθρώπινων δικαιωμάτων, με βανδαλισμούς εκπατρισμού και εθνικής ταπείνωσης.
Με την εκτέλεση των 6 που θεωρήθηκαν οι υπαίτιοι της εθνικής καταστροφής δεν έκλεισε η σελίδα αυτή, αντίθετα όξυνε τα πράγματα και χώρισε τους Έλληνες σε δύο αλληλοσπαρασόμενα μέρη που η μισαλλοδοξία αυτή διατηρείται ακόμα και μέχρι σήμερα, παρ’ όλο που από τότε πέρασαν 70 ολόκληρα χρόνια.
Χρειάζεται εμείς να διδαχτούμε από τη μεγάλη τούτη περιπέτεια της πατρίδας μας, να υπολογίζουμε τα πράγματα, τα κοινά, με περίσκεψη και ρεαλισμό, να μας κατέχει η λογική του διαλόγου και όχι του παραλόγου και να αποφεύγουμε τις συγκρούσεις με όπλα, γιατί τα όπλα και η βία κλείνουν τη λεωφόρο προς την πρόοδο και τον πολιτισμό και οδηγούν τα πάντα στον όλεθρο και την καταστροφή.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 14.10.2017