Του Δημήτρη Βεργίνη
Τι κάνουν τα κείμενα που μένουν πίσω; Όταν φεύγεις, κλειδώνεις την πόρτα κι απομακρύνεσαι, τι κάνουν οι μισοτελειωμένες φράσεις σου, οι σκέψεις που άφησες πάνω στο τραπέζι για να τις ξαναδουλέψεις το βράδυ; Τι κάνουν οι λέξεις που κλειδώνεις στο δωμάτιο, τα σημεία στίξης που ακόμη δεν έβαλες; Πώς συμπεριφέρονται στην απουσία σου μουτζούρες, ενωμένες λέξεις, ορνιθοσκαλίσματα κι ιερογλυφικά κατανοητά μόνο από εσένα; Τι κάνουν τα περιθώρια των σελίδων, τα πάνω δεξιά τσακίσματά τους, η αρίθμησή τους; Τι μένει εκεί όπως τ’ άφησες και τι παίρνει την υπόστασή του και στήνει πανικούς, δυνάμει νέα κείμενα, νέες εικόνες;
Τι κάνουν οι ιστορίες της μέρας μας αφ’ ης στιγμής σταματάμε να ακούμε την αφήγησή τους; Τι κάνουν τα όμορφα κορίτσια μετά που περνάν μπροστά μας τη διάβαση στο κόκκινο φανάρι; Πού πάνε τα σκυλιά που αλυχτάν στα αυτοκίνητα αφού αυτά περάσουν; Τι γίνεται με το άρωμα στο καφεκοπτείο της γειτονιάς όταν για μεσημέρι οι πόρτες του κλείνουν; Ξέρει κανείς πότε πέφτουν τα φύλλα στα δέντρα που το πρωί ακόμη τα χαζεύαμε να παραμένουν στα κλαδιά τους; Πότε ξαναπέφτει στη θάλασσα εκείνη η βάρκα που είδαμε σε μια αυλή βγαλμένη για χειμώνα; Τι γίνονται οι βιτρίνες που έσπασαν στο πέρασμα της πορείας; Ποιος είναι βέβαιος για το κλείσιμο του μπαρ που αφήσαμε με έναν πελάτη και τον μπάρμαν νυσταγμένο στις πέντε το πρωί;
Είναι ένα παιδί στο καμπ, έφηβος, πιτσιρίκι στα δεκαέξι. Ήρθε απ’ το Πακιστάν σχεδόν πριν ένα χρόνο. Είχε γνωστούς στην Αθήνα, πήγε κατευθείαν εκεί. Τυχερό στη διαδρομή απ’ τα σύνορα ως την πρωτεύουσα. Κανένας έλεγχος, κανένα πρόβλημα. Έφτασε στους γνωστούς του κι έψαξε αμέσως για δουλειά. Πίσω, στη χώρα, οι υποχρεώσεις πολλές. Πάμφτωχη η οικογένεια, πολλά τα αδέρφια, ελάχιστα τα χρήματα από εργασία στα χωράφια. Είναι ο πρώτος στην Ευρώπη. Η πίεση πολλή. Όλοι πίσω νομίζουν εδώ είναι ο παράδεισος. Δε χρειάζονται πολλά, μόνο να φτάσεις. Μετά τα πάντα είναι εύκολα. Μετά απλώνεις το χέρι κι απ’ τα δέντρα κόβεις ευρώ. Έπρεπε άμεσα να στείλει βοήθεια.
Ο πιτσιρικάς παιδί φιλότιμο. Την οικογένεια σκεφτόταν μόνο. Αλλά η πρωτεύουσα δεν του έκατσε. Οι γνωστοί δεν του βρήκαν δουλειά. Πέρασαν ένα-δυο μήνες κι είχε γίνει δύσκολο ακόμη και το καθημερινό φαγητό. Στην απελπισία του σκέφτηκε να πάει μόνος σε ένα αστυνομικό τμήμα. Ανήλικος ήταν, του είχαν πει οι γνωστοί του, θα τον κρατούσαν, θα είχε φαγητό και μια μέρα σε ένα-δυο μήνες κάποια οργάνωση θα τον έπαιρνε σε κάποιο καμπ. Αλλά φοβόταν. Είχε γνωρίσει την αστυνομία στην Τουρκία και το Ιράν. Δεν ήθελε ξανά να αγγίξουν πάνω του παγωμένα σκληρά χέρια. Δεν ήθελε νέες πληγές, νέα τραύματα σε σώμα και ψυχή.
Και τότε, στην πλατεία που σύχναζε, άκουσε για τον νότο. Ένα κτελ, μερικές ώρες και δουλειά σίγουρη στα χωράφια. Αν ήταν τυχερός και δεν είχε έλεγχο στον Ισθμό θα έφτανε ασφαλώς. Μετά τηλέφωνο στον γνωστό των γνωστών του και θα του έβρισκε ένα μέρος να μείνει και ένα πορτοκαλοχώραφο να δουλέψει. Έτσι κι έγινε. Παράδεισος δεν ήταν αλλά ήταν μια αρχή. Είκοσι ευρώ τη μέρα, δέκα ώρες δουλειά, εφτά μέρες τη βδομάδα. Το πρώτο Σάββατο έστειλε 100 ευρώ στο Πακιστάν. Χάρηκε. Ένιωσε ότι τους έσωζε όλους. Και τους έσωζε. Έτσι συνέχισε για μήνες. Κρατούσε σαράντα γι’ αυτόν, έστελνε εκατό. Πίσω, η οικογένειά του τον είχε για άγιο. Ήταν ο μεγάλος γιος, αυτός που πρόκοψε γρήγορα στην Ευρώπη.
Ώσπου κουράστηκε. Έφηβο παιδί. Ήθελε να σταματήσει κιόλας. Πήρε ξανά το λεωφορείο κι επέστρεψε στην πρωτεύουσα. Επικοινώνησε με φίλους και του είπαν να ανέβει στο βορρά. Πήρε το τρένο κι έφτασε. Κι εκεί έγινε ο έλεγχος. Ανήλικος, τον πήραν σε προστατευτική φύλαξη. Όλα τα καμπ, όλοι οι ξενώνες γεμάτοι. Έμεινε μέσα τρεις μήνες. Τι σόι προστασία ήταν αυτή σε ένα κελί τρία επί τρία, χωρίς προαυλισμό, με τόσους ακόμη εφήβους ή αυτοδηλωμένους εφήβους; Περίμενε όμως υπομονετικά. Τα κορίτσια οργανώσεων που έρχονταν και τον έβλεπαν του έλεγαν ότι θα έβγαινε σύντομα κι όλα θα ήταν καλύτερα. Μετά θα είχε χαρτιά, θα ήταν νόμιμος, κανείς δε θα μπορούσε να τον πειράξει. Κι έφτασε η ώρα, η σειρά του. Και ήρθε ένα πρωί του Σεπτέμβρη στο καμπ.
Τι γίνεται η δικιά του ιστορία όταν παύει να τη σκέφτεται; Τι γίνεται όταν το συνειδητό του αφήνεται στην εξουσία του ασυνειδήτου του; Πού στέκονται τα όνειρά του όταν κλείνει τα μάτια του; Ποιες λέξεις, ποιες εικόνες υποβάλλουν ατάκες στα παραμιλητά του;
Ξημέρωμα. Πέρασμα απ’ τα δωμάτια. Ανοίγει η πόρτα του δικού του. Κοιμάται βαριά. Παραμιλάει. Είναι στο νότο. Είναι στο λεωφορείο και πάει προς το χωράφι. Ο εισπράκτορας φωνάζει τις στάσεις. Προσπαθεί να επαναλάβει τα ονόματα: “Σκάλα Λακωνίας! Άγιος Ελεήμονας! Άγιος Οάνης! Μολάοι! Έλεα! Τέρμα”!
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 16.12.2017